Μία 64χρονη, η οποία είχε μολυνθεί από τον ιό της γρίπης H1N1 και νοσηλευόταν επί μακρόν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπεία της Πνευμονολογική Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας, κατέληξε έπειτα από επιπλοκές που παρουσίασε η υγεία της.
Ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Υγείας της Περιφερειακής Ενότητας Καβάλας, Χρήστος Παπαδόπουλος, σε δηλώσεις του, τόνισε ότι η θανούσα είχε προσβληθεί από ανάλογο στέλεχος του ιού της γρίπης Η1Ν1 με αυτόν της πανδημίας που είχε δώσει αρκετούς θανάτους το 2010 και το 2011.
Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο, από προχθές, νοσηλεύεται στο Γενικό Νοσοκομείο της Καβάλας ακόμη μία γυναίκα, η οποία εμφανίζει αντίστοιχα συμπτώματα του ιού, όμως, αναμένονται οι αναλύσεις των εργαστηριακών εξετάσεων, ώστε να διαπιστωθεί εάν, όντως, έχει προσβληθεί από τον Η1Ν1.
Ο κ. Παπαδόπουλος, αναφερόμενος στην εμφάνιση του ιού στην περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας, σημείωσε ότι «φέτος έχει επανακάμψει ισχυρότερο το στέλεχος Η1Ν1, το οποίο είχε προκαλέσει την πανδημία και πολλούς θανάτους το 2010 και το 2011. Είναι πιο παθογόνο από άλλα στελέχη της γρίπης και προσβάλλει περισσότερο νέα άτομα, υγιείς ανθρώπους, αλλά και παιδιά.
Η πορεία της γρίπης είναι φυσιολογική έως τώρα, όμως, το στέλεχος που σχεδόν 100% προκαλεί τα συμπτώματα γρίπης είναι το Η1Ν1. Αυτό εμπεριέχεται μέσα στο εμβόλιο, το οποίο προστατεύει όσους προσβληθούν. Μπορεί να μη μας καλύπτει 100%, όμως ακόμη κι αν νοσήσει αυτός που το έχει κάνει, θα έχει πιο ελαφριά συμπτώματα. Δυστυχώς, και φέτος, μπορεί ορισμένοι συμπολίτες μας να καταλήξουν από τη γρίπη, όπως κάθε χρόνο. Ίσως, οι θάνατοι να είναι πιο αυξημένοι από τα προηγούμενα χρόνια».
Για τα μέτρα πρόληψης που πρέπει να λαμβάνουν οι πολίτες, ο κ. Παπαδόπουλος ανέφερε πως όσοι νοσήσουν από γρίπη θα πρέπει να παραμένουν στα σπίτια τους, ώστε να μη μεταφέρουν τον ιό, να λαμβάνουν τα μέτρα ατομικής υγιεινής και να πλένουν συχνά τα χέρια τους, ενώ για όσους αναρρώνουν συνιστά την παραμονή επιπλέον δύο έως τριών ημερών στο σπίτι τους, όχι μόνο για μην μεταδίδουν τον ιό, αλλά και γιατί η άμυνα του οργανισμού τους θα είναι ευάλωτη.
Αν, πάλι, οι νοσούντες ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, οφείλουν να επικοινωνήσουν με τον γιατρό τους για λήψη αντιικών φαρμάκων.