Ο πόλεμος στην Ουκρανία διαμορφώνει συνθήκες ενεργειακής φτώχειας. Ποια μπορεί να είναι η απάντηση;
Πρόσφατες προτάσεις του ΔΝΤ προκάλεσαν μεγάλη συζήτηση
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της UNCTAD ακόμη περισσότεροι άνθρωποι θα οδηγηθούν στην διατροφική ανασφάλεια και την ακραία φτώχεια μέχρι το τέλος του 2022.
Οι εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Προγράμματος Διατροφής για το το 2022 είναι ότι 345 εκατομμύρια άνθρωποι θα είναι έντονα ανασφαλείς διατροφικά ή σε υψηλό κίνδυνο διατροφικής ανασφάλειας σε 82 χώρες.
Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχουν 47 εκατομμύρια περισσότεροι πεινασμένοι άνθρωποι.
Αντίστοιχες εκτιμήσεις υπάρχουν για το πώς έως και 71 εκατομμύρια άνθρωποι σπρώχτηκαν στη φτώχεια στους τρεις μήνες από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία σε περιοχές όπως τα Βαλκάνια, η περιοχή της Κασπίας και η υποσαχάριος Αφρική.
Όλα αυτά έχουν επιπτώσεις στην επιδείνωση της διατροφής και της υγείας των ανθρώπων.
Ήδη το 2020 σχεδόν 3,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα για μια υγιεινή διατροφή εξαιτίας των μέτρων για την πανδημία.
Και στο τέλος του 2021 η εκτίμηση ήταν ότι 828 εκατ. άνθρωποι είχαν να αντιμετωπίσουν έναν χρόνιο υποσιτισμό.
Μάλιστα, τα προβλήματα αυτά μοιράζονται άνισα ανάμεσα στα φύλα: το 31,9% των γυναικών παγκοσμίως αντιμετωπίζει μέτρια έως σοβαρή διατροφική ανασφάλεια, ενώ στους άντρες το ποσοστό είναι 27,6%.
Την ίδια στιγμή η επιβράδυνση στην παγκόσμια οικονομία και η αύξηση του πληθωρισμού έχουν πλήξει τις φτωχότερες χώρες.
Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες είδαν τα νομίσματά τους να υποτιμώνται κατά 5,1% και τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων τους να αυξάνουν κατά 162 μονάδες βάσης.
Οι αυξήσεις των τιμών σε βασικά εμπορεύματα σήμαιναν ότι το εμπορικό έλλειμμα των χωρών χαμηλού εισοδήματος αυξήθηκε κατά 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στις 62 πιο ευάλωτες χώρες ο λογαριασμός για τα εισαγόμενα τρόφιμα αυξήθηκε κατά 24,6 δισεκατομμύρια δολάρια από την αρχή του πολέμου.
Η μεγαλύτερη κρίση κόστους ζωής του 21ου αιώνα
Ο συνδυασμός ανάμεσα στις επιπτώσεις της πανδημίας και τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει οδηγήσει στη μεγαλύτερη κρίση κόστους ζωής στον 21ο αιώνα.
Τον Ιούλιο ο δείκτης τιμών τροφίμων του FAO εξακολουθούσε να είναι 23,1% υψηλότερος σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
Η μέση τιμή του φυσικού αερίου ιδίως στην Ευρώπη είναι πολλαπλάσια αυτής που ίσχυε το 2020.
Οι τιμές των λιπασμάτων είναι διπλάσιες του μέσου όρου της περιόδου 2000-2020.
Τα κόστη θαλάσσιας μεταφοράς έχουν πολλαπλασιαστεί.
Παγκοσμίως τρεις στους πέντε εργαζομένους έχουν χαμηλότερα πραγματικά εισοδήματα σε σχέση με πριν από την πανδημία και 4,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως έχουν χαμηλότερη κοινωνική προστασία.
Το χρηματοδοτικό χάσμα για την κοινωνική προστασία στις αναπτυσσόμενες χώρες φτάνει τα 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το κόστος από τις κλιματικές καταστροφές παγκοσμίως φτάνει τα 520 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Το συνολικό χρηματοδοτικό χάσμα για την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ ανέρχεται στα 4,3 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Σχεδόν 90 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ασία και την Αφρική που είχαν αποκτήσει πρόσβαση σε ηλεκτρική ενέργεια δεν μπορούν να πληρώσουν για τις βασικές ενεργειακές τους ανάγκες.
Υπάρχουν 569 εκατομμύρια άνθρωποι χωρίς πρόσβαση στον ηλεκτρισμό.
Η αναμέτρηση με την ενεργειακή κρίση
Η ενεργειακή κρίση δεν επιμερίζεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες.
Τα πιο φτωχά νοικοκυριά υποχρεώνονται να δώσουν μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού τους εισοδήματος για να καλύψου το ενεργειακό κόστος.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος της αύξησης του κόστους ενέργειας, στη Βρετανία η εκτίμηση είναι ότι η αύξηση των λογαριασμών για ηλεκτρισμό και θέρμανση θα είναι τουλάχιστον 163% τον επόμενο χειμώνα.
Στην Ευρώπη τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι οι χονδρικές τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκαν το πρώτο τρίμηνο του 2022 κατά 411% στην Ισπανία και την Πορτογαλία, κατά 343% στην Ελλάδα, κατά 336% στη Γαλλία και 318% στην Ιταλία σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
Την ίδια στιγμή τα κέρδη των μεγάλων εταιρειών του κλάδου της ενέργειας εκτινάχτηκαν.
Η BP ανακοίνωσε 8,5 δισεκατομμύρια δολάρια κέρδη για το δεύτερο τρίμηνο του 2022, τη μεγαλύτερη κερδοφορία εδώ και 14 χρόνια.
Ανάλογα τεράστιες κερδοφορίες ανακοίνωσαν και οι δύο μεγάλες αμερικανικές εταιρείες (ExxonMobil και Chevron), αλλά και η Shell και η γαλλική TotalEnergies.
Συνολικά, οι πέντε μεγάλες εταιρείες ανακοίνωσαν κέρδη δεύτερου τριμήνου πάνω από 55 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ποια μπορεί να είναι η απάντηση;
Με την ενεργειακή κρίση να μην πρόκειται να τελειώσει εύκολα, ιδίως στην Ευρώπη όπου είναι πρακτικά αδύνατο να βρεθούν, τουλάχιστον για τον επόμενο χειμώνα, εναλλακτικές πηγές ενέργειες για το σύνολο των ροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, σε περίπτωση που αυτές διακοπούν πλήρως.
Μέχρι τώρα οι κυβερνήσεις αναζητούν τρόπους να περιορίσουν τον αντίκτυπο αυτό στους καταναλωτές, αντιλαμβανόμενες το κοινωνικό κόστος που έχουν οι αυξημένες τιμές τα ενέργειας.
Το έχουν κάνει κατά περίπτωση με διάφορα μέτρα: με ελέγχους στις τιμές, περιορισμό της φορολογίας και με επιδοτήσεις.
Η πρόταση του ΔΝΤ: μεταφορά του κόστους στους καταναλωτές για να κάνουν οικονομία
Όμως, φαίνεται ότι το ΔΝΤ έχει μια διαφορετική γνώμη.
Με μια τοποθέτηση στο blog του Ταμείου και ένα working paper στελέχη του ΔΝΤ υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να αποτρέψουν την πραγματική απώλεια εθνικού εισοδήματος από το σοκ στους όρους προμήθειας ενέργειας.
Αντίθετα, θα πρέπει να περάσει το σύνολο της αύξησης του ενεργειακού κόστους στους τελικούς καταναλωτές με σκοπό να ενθαρρύνουν την εξοικονόμηση ενέργειας και την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ προτείνουν να εγκαταλειφθούν τα «ευρείας βάσης» μέτρα όπως είναι οι περιορισμοί στις τιμές των καυσίμων, προς όφελος στοχευμένων μέτρων ανακούφισης όπως είναι μεταβιβάσεις στα χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριά που υποφέρουν περισσότερο από τις αυξημένους λογαριασμού ηλεκτρικού και θέρμανσης.
Αντίστοιχα, στο βαθμό που οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές για αρκετά μεγάλο διάστημα δεν υπάρχει λόγος για ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις.
Ως προς τους επιπλέουν φόρους, αποδέχονται μόνο βραχυπρόθεσμους φόρους σε υπερκέρδη (windfall taxes) κυρίως σε περίπτωση όπου αυτά οφείλονται στο σύστημα της τιμολόγησης βάση οριακής τιμής.
Οι δύσκολες αποφάσεις
Οι προτάσεις του ΔΝΤ απηχούν περισσότερο τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη των διεθνών οργανισμών ότι δεν πρέπει να υπάρχουν μεγάλες παρεμβάσεις στους μηχανισμούς που διαμορφώνουν τις τιμές των εμπορευμάτων και των αγαθών, μια που στο τέλος η αγορά παραμένει στα μάτια τους ο μόνος ορθολογικός μηχανισμός για να διαμορφωθούν οι τιμές.
Βεβαίως, αυτό που δεν σημειώνουν οι οικονομολόγοι του Ταμείου είναι ότι στην περίπτωση δεν μιλάμε για αγορές όπου ο ανταγωνισμός επιτρέπει σε όποιον παράγει πιο παραγωγικά (και φτηνά) να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς και έτσι να συγκρατήσει τις τιμές.
Εξαιτίας των χαρακτηριστικών μιας αρκετά «ανελαστικής» ζήτησης στο κάθε στιγμή σημείο ισορροπίας, αυτό που μετράει είναι η «οριακή τιμή», δηλαδή η -ακριβότερη- τιμή της εισροής εκείνης που κατορθώνει να καλύψει την εκάστοτε ζήτηση.
Αυτό για παράδειγμα εξηγεί γιατί στην Ευρώπη η άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου (που είναι μεγαλύτερη από άλλα καύσιμα) συμπαρασύρει προς τα πάνω στο συνολικό κόστος της ενέργειας.
Ούτε είναι δεδομένο ότι οι ακριβές τιμές θα λειτουργήσουν απλώς ως κίνητρο για μείωση της κατανάλωσης και για Πράσινη μετάβαση.
Και αυτό γιατί ενέχουν τον κίνδυνο απλώς να επιταχύνουν τη συνθήκη ενεργειακής φτώχειας, να επιτείνουν μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και να βαθύνουν ακόμη περισσότερο ανισότητες.
Ούτε είναι πάντα εύκολο για τα νοικοκυριά να κάνουν οικονομία που να μη σημαίνει ότι περιορίζουν αναγκαίες πρακτικές και άρα υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής τους.
Ούτε επίσης είναι πάντα εύκολο στα νοικοκυριά να καλύψουν το κόστος που έχει η μετάβαση σε συστήματα που εξοικονομούν ενέργεια (π.χ. εγκατάσταση αντλιών θερμότητας).
Ούτε είναι αυτονόητο ότι μπορούν οι επιχειρήσεις, ιδίως οι μικρές και μεσαίες να απορροφήσουν τόσο εύκολα την αύξηση του κόστους.
Είναι ενδεικτικό ότι στη Βρετανία ήδη έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των επιχειρήσεων που δηλώνουν χρεωκοπία, καθώς δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στα αυξημένα κόστη ενέργειας και καυσίμων, αλλά και τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες.