Ο κατήφορος της λίρας και η αύξηση του κόστους δανεισμού οδηγούν την τουρκική οικονομία ολοταχώς στην ύφεση, εκτιμά η Capital Economics και το «καμπανάκι» δεν σταματά εκεί.
Προειδοποιεί ότι οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα, που έχουν συσσωρευθεί επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια, απειλούν τη γειτονική χώρα με μια ευρύτατων διαστάσεων οικονομική κρίση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, που παρουσιάζει στην ανάλυσή της η CE, η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ του ιδιωτικού τομέα στην Τουρκία έχει αυξηθεί κατά 45 ποσοσισταίες μονάδες τα τελευταία 15 χρόνια.
Αν και το επίσημο ποσοστό των κόκκινων δανείων παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα (3%), υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί κοντά στο 12% το προσεχές διάστημα.
Η ραγδαία υποτίμηση της λίρας ωθεί σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς μεγάλο μέρος των δανείων των τουρκικών επιχειρήσεων είναι σε αμερικανικό δολάριο.
Ήδη υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι τουρκικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τα χρέη τους και οι τράπεζες προσπαθούν να αναδιαρθρώσουν τα δικά τους.
Το πρόβλημα είναι φυσικά πολύ εντονότερα για όσες δανείζονται σε δολάριο ή άλλο ξένο νόμισμα.
Τα νοικοκυριά δεν κινδυνεύουν στον ίδιο βαθμό, καθώς δανείζονται περισσότερο σε τοπικό νόμισμα.
Ωστόσο και για αυτά η πτώση της λίρας και ο εκρηκτικός πληθωρισμός σημαίνει συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης.
Οι τράπεζες, σύμφωνα με την CE, έως και το 2011 είχαν τη δυνατότητα να χρηματοδοτούν τις χορηγήσεις δανείων με τις εγχώριες καταθέσεις.
Ωστόσο ο ρυθμός χορήγησης δανείων ήταν υψηλότερος εκείνου των καταθέσεων τα τελευταία χρόνια, αναγκάζοντας τις τουρκικές τράπεζες να αναζητήσουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό.
Υπολογίζεται ότι με δανεισμό από το εξωτερικό καλύπτουν περίπου το 30% των νέων δανείων, που έχουν εκδοθεί από το 2010.
Έτσι τα χαρτοφυλάκια των δανείων είναι σήμερα 20% μεγαλύτερα από το μέγεθος των καταθέσεων.
Οι αναλυτές της CE προειδοποιούν πως εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, η τραπεζική κρίση θα οξυνθεί βυθίζοντας σε βαθιά ύφεση την οικονομία.