Στη δημιουργία ενός αποθεματικού ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας στοχεύουν Αθήνα και πιστωτές.
Όπως αναφέρουν στο ΑΠΕ- ΜΠΕ παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών με τον τρόπο αυτο επιδιώκεται να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση στη χρηματοδότηση μέσω των αγορών, «καθώς υπάρχουν και εξωγενείς αντίρροπες δυνάμεις ικανές να μεταστρέψουν το θετικό κλίμα και μομέντουμ της παγκόσμιας οικονομίας και να δημιουργήσουν νέα προβλήματα στην ελληνική πέραν της γεωπολιτικής κρίσης με τη Τουρκία και το προσφυγικό ζήτημα».
Όπως σχολιάζουν τα ίδια στελέχη του υπουργείου Οικονομίας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η υποχώρηση της πολιτικής αβεβαιότητας, η οικονομική και κοινωνική σταθεροποίηση και οι βελτιωμένες αναπτυξιακές προοπτικές αντανακλώνται τόσο στην πρόσφατη εξομάλυνση της καμπύλης αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων και στην αναβάθμιση της οικονομίας από τους τρεις διεθνείς οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης, όσο και στις πρόσφατες επαινετικές δηλώσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ και του επικεφαλής του ΟΟΣΑ Άνγχελ Γκουρία.
Οι ίδιες πηγές θύμιζαν ότι η Ελλάδα έχει προβεί σε τρεις επιτυχημένες εξόδους στη διεθνή αγορά χρέους, ενισχύοντας τις προσδοκίες των χρηματαγορών σε σχέση με τις προοπτικές της οικονομίας.
Εξέδωσε 7ετή ομόλογα το Φεβρουάριο που προσέλκυσαν έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον παρά την αναταραχή στις παγκόσμιες αγορές. Η έκδοση αυτή ήλθε σε συνέχεια του επιτυχημένου δανεισμού από την αγορά τον Ιούλιο και το Νοέμβριο του 2017 και πρόσθεσαν ότι:
«Με στόχο την ομαλή μετάβαση στη χρηματοδότηση μέσω των αγορών, η Ελλάδα και οι πιστωτές της έχουν στοχεύσει στη δημιουργία ενός αποθεματικού ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας -εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε περίπου 10,2 δισ. ευρώ- μέσα από τις επόμενες εκταμιεύσεις στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Στήριξης. Από τις διαδοχικές εξόδους στις αγορές υπολογίζεται πως θα συγκεντρωθούν άλλα 7-8 δισ. ευρώ, ώστε να σχηματιστεί ένα «μαξιλάρι» 18 δισ. που να καλύπτει, σε περίπτωση που χρειαστεί, τις ανάγκες της χώρας για 1,5 περίπου χρόνο».
Στο μεταξύ, όπως σημειώνουν τα ίδια στελέχη και με βάση και σχετικό διάγραμμα που επισυνάπτεται, η ελληνική οικονομία έχει αρχίσει να συγκλίνει με την ευρωπαϊκή τόσο σε όρους δυναμικής ανάπτυξης (η διαφορά των ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ σταθερά μειώνεται), όσο και σε όρους κοινωνικής σταθερότητας, καθώς η διαφορά Ελλάδας-Ευρωζώνης στο ποσοστό ανεργίας βρίσκεται σε συνεχή και επιταχυνόμενη κάμψη στέλνοντας μηνύματα αισιοδοξίας για τη μεταμνημονιακή εποχή.
Πάντως, οι ίδιοι επισημαίνουν και τις μεγάλες δυσκολίες και κινδύνους που κρύβει η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας.
Όπως σημείωσαν: «εξυφαίνονται και εξωγενείς αντίρροπες δυνάμεις ικανές να μεταστρέψουν το θετικό κλίμα και μομέντουμ της παγκόσμιας οικονομίας και να δημιουργήσουν νέα προβλήματα στην ελληνική πέραν της γεωπολιτικής κρίσης με τη Τουρκία και το προσφυγικό ζήτημα».
«Ειδικότερα, η αύξηση των επιτοκίων και οι εμπορικοί δασμοί που υψώνονται στις ΗΠΑ, η ακύρωση της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν και η συνακόλουθη αύξηση των τιμών πετρελαίου λόγω κυρώσεων, η επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ και η διαφαινόμενη υπερτίμηση των χρηματιστηριακών αγορών αποτελούν ένα επικίνδυνο μείγμα αστάθμητων παραγόντων που εντείνουν την αβεβαιότητα και την αποφυγή ρίσκου των επενδυτών με συνέπεια πολλά κεφάλαια να φεύγουν από τις αναδυόμενες οικονομίες προκαλώντας την άνοδο του δολαρίου και ενδεχομένως μία νέα κρίση χρέους. Είναι αυτοί ακριβώς οι υπαρκτοί κίνδυνοι που δεν επιτρέπουν κανέναν εφησυχασμό στη μεταμνημονιακή εποχή» κατέληξαν οι ίδιες πηγές.