Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει, το πρόγραμμα στήριξης της σταθερότητας λήγει στα τέλη Αυγούστου και προβλέπεται σταδιακή χαλάρωση και τελικά άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, δήλωσε η πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Ντανιέλ Νουί, σε ομιλία της στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Η οικονομική κρίση και η κρίση δημόσιου χρέους, είπε η κυρία Νουί, ήταν βαθύτερες στην Ελλάδα σε σχέση με τις περισσότερες άλλες χώρες, επηρεάζοντας τις τράπεζες, οι οποίες δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα από την κρίση.
Παρατηρείται, όμως, πρόσθεσε, όχι μόνο βελτίωση των συνθηκών αλλά και μεγάλη πρόοδος των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις, με μεγαλύτερη αυτή των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όντως, σημείωσε, οι τράπεζες έχουν συγκεντρώσει κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας και έχουν σταθεροποιήσει τη χρηματοδότησή τους.
«Ο ELA (σ.σ..: μηχανισμός έκτακτης ρευστότητας από την Τράπεζα της Ελλάδος) υπήρξε για μεγάλο διάστημα το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής κρίσης.
Οι τράπεζες όμως εξαρτώνται όλο και λιγότερο από αυτόν τον μηχανισμό. Το 2017 το ύψος της έκτακτης ρευστότητας μειώθηκε κάτι παραπάνω από 50%.
Οι τράπεζες δεν αναζητούν πλέον χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα, αλλά από τις αγορές. Οι καταθέτες, για παράδειγμα, έχουν αρχίσει να επιστρέφουν.
Και μετά την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, πιθανώς να έχουν ακόμη περισσότερα κίνητρα να πραγματοποιούν καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες», σημείωσε η κυρία Νουί.
Πέρα από τη σταθεροποίηση του κεφαλαίου και της χρηματοδότησής τους, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, είπε.
«Ειδικότερα, έκαναν αλλαγές στη σύνθεση των διοικητικών τους συμβουλίων. Προσέλαβαν νέα, ανεξάρτητα και πεπειραμένα διευθυντικά στελέχη.
Αυτό αποτέλεσε ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς μια καλύτερη διακυβέρνηση. Τα νέα όμως διοικητικά συμβούλια πρέπει να παράγουν αποτελέσματα, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου εύκολο. Πρέπει να αλλάξουν τη νοοτροπία, να βελτιώσουν περαιτέρω τη διακυβέρνηση και να οδηγήσουν τις τράπεζες στο σωστό δρόμο».
Επομένως, πρόσθεσε, εξακολουθούν να υφίστανται προκλήσεις. «Η μεγαλύτερη δε πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι αποκλειστικά δική τους, αλλά αφορά πολλές άλλες τράπεζες σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ: πρόκειται για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια».
H Ελλάδα, είπε, έχει τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στη ζώνη του ευρώ, κοντά στο 50%. «Αυτό αποτελεί τεράστιο πρόβλημα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια οδηγούν σε μείωση των κερδών και αποτρέπουν τη διοχέτευση ανθρώπινων και άλλων πόρων σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες.
Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται στο παράδειγμα των ελληνικών τραπεζών. Συνολικά, τα προ προβλέψεων κέρδη τους διαμορφώνονται σε λογικά επίπεδα, αλλά μόλις ληφθούν υπόψη οι προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα κέρδη μετατρέπονται σε ζημίες», είπε.
«Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν είναι απλώς πρόβλημα για τις τράπεζες», συνέχισε. «Τις αποτρέπουν επίσης από τη χορήγηση νέων δανείων προς την οικονομία, κάτι που με τη σειρά του παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό αφορά ιδιαίτερα την ελληνική οικονομία, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης.
Η κατάσταση της Ελλάδας σίγουρα είναι ιδιαίτερη, τα προβλήματα όμως που προκαλούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι εκτεταμένα.
Είναι αλήθεια ότι, αν και το επίπεδο των δανείων αυτών μειώθηκε στα 760 δισεκατομμύρια ευρώ τα τελευταία χρόνια στη ζώνη του ευρώ, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό. Γι’ αυτό ακριβώς αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα για την ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία – στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ».
Τι είπε για τα “κόκκινα” δάνεια
Αναφερόμενη στην πολιτική της ΕΚΤ για το θέμα των κόκκινων δανείων, η κυρία Νουί σημείωσε: «Η προσέγγισή μας στηρίζεται σε τρία στοιχεία.
Το πρώτο αφορά το έγγραφο κατευθύνσεων ποιοτικού χαρακτήρα, το οποίο δημοσιεύσαμε τον Μάρτιο του 2017 και απευθύνεται στις τράπεζες.
Το εν λόγω έγγραφο παρουσιάζει συγκεντρωτικά βέλτιστες πρακτικές και αναλύει τον τρόπο με τον οποίο αναμένουμε από τις τράπεζες να διευθετήσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Χρησιμεύει λοιπόν ως βάση για να μπορέσουν οι τράπεζες να αναπτύξουν τις δικές τους στρατηγικές αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων αλλά και για να μπορέσουν οι επόπτες να αξιολογήσουν τις στρατηγικές αυτές.
Αυτές οι αξιολογήσεις ενσωματώνονται στο δεύτερο στοιχείο της προσέγγισής μας: τον διάλογο μεταξύ των εποπτών και των τραπεζών. Αυτός ο διάλογος διενεργείται εδώ και αρκετό καιρό και στα τέλη του 2017 παρουσιάσαμε επισήμως στις τράπεζες τις παρατηρήσεις μας για τις στρατηγικές τους. Φυσικά αυτός ο διάλογος δεν τελειώνει εδώ, θα συνεχιστεί και το 2018.
Το τρίτο στοιχείο, τέλος, είναι το συμπλήρωμα του εγγράφου των κατευθύνσεών μας. Το σχέδιο αυτού του εγγράφου τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση τον Οκτώβριο και είναι σαφές ότι προκάλεσε έντονες συζητήσεις».
Ο γενικός σκοπός του συμπληρώματος, είπε, είναι να αποτραπεί μια επανεμφάνιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. «Εξετάσαμε όλα αυτά τα σχόλια και θα τα ενσωματώσουμε αναλόγως στο συμπλήρωμα», είπε, προσθέτοντας: «Μεταξύ άλλων, θα λάβουμε υπόψη μας τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν και θα μεταφέρουμε την καταληκτική ημερομηνία εφαρμογής. Η δημοσίευση του τελικού εγγράφου αναμένεται στη διάρκεια αυτού του μήνα. Ενόψει αυτής της δημοσίευσης, οι τράπεζες θα πρέπει να είναι έτοιμες».
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο, κάποιες λιγότερο και κάποιες περισσότερο, είπε η Νουί. «Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσα απλά όσο φαίνονται.
Οι τράπεζες προβλέπουν στα σχέδια τους μια μεγαλύτερη μείωση του ποσού των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάθε χρόνο. ‘Αρα θα πρέπει και αυτές από την πλευρά τους να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους».
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, πρόσθεσε, δεν αποτελούν μόνο ζήτημα για τις τράπεζες και τους επόπτες. Θα πρέπει επίσης να ενισχυθεί το νομικό και το δικαστικό πλαίσιο προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχύτερη διευθέτηση των εν λόγω δανείων. Αυτό αφορά μεταξύ άλλων τη λήψη μέτρων σε τομείς όπως το καθεστώς αφερεγγυότητας, η αναγκαστική είσπραξη οφειλών και η εξωδικαστική αναδιάρθρωση.
«Η Ελλάδα έχει θεσπίσει νέους νόμους σε αυτούς τους τομείς και αυτό είναι ενθαρρυντικό. Ωστόσο, η θέσπιση νόμων αποτελεί απλώς το πρώτο βήμα. Πρέπει να ακολουθεί και η εφαρμογή τους. Και σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να προχωρήσουν ταχύτερα», τόνισε.
Η επικεφαλής της εποπτείας της ΕΚΤ τόνισε ότι το νέο σύστημα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών πρέπει να υλοποιηθεί γρήγορα και να καλύπτει ολόκληρη την Ελλάδα, όχι μόνο ορισμένες περιφέρειες. «Επιπλέον», πρόσθεσε, «οι ελληνικές αρχές πρέπει να παρέχουν καλύτερη προστασία στους συμβολαιογράφους που συμμετέχουν στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, καθώς τις τελευταίες εβδομάδες έχουν γίνει στόχος βίαιων επιθέσεων».
«Μόλις οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί τεθούν σε κανονική λειτουργία, αναμένεται ότι οι οφειλέτες σε αθέτηση θα έρθουν σε επαφή με τις τράπεζες και, ας ελπίσουμε, ότι θα συμφωνήσουν σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις.
Έχω συγκεκριμένα στο νου μου τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές» – άτομα ή εταιρείες που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους αλλά τηρούν στάση αναμονής ευελπιστώντας ότι στο τέλος θα μπορέσουν να αποφύγουν την αποπληρωμή τουλάχιστον μέρους του δανείου τους.
Γενικότερα, το νέο σύστημα θα συμβάλει στην αλλαγή της νοοτροπίας όσον αφορά την εξυπηρέτηση και την αποπληρωμή δανείων. Η αλλαγή νοοτροπίας είναι χρονοβόρα, αλλά είναι μια απολύτως απαραίτητη διαδικασία», είπε η Νουί.
Κλείνοντας την ομιλία της, η Νουί είπε ότι οι ελληνικές τράπεζες «ασθένησαν πολύ σοβαρά στη διάρκεια της κρίσης και χρειάστηκαν εντατική θεραπεία για αρκετό καιρό. Από τότε όμως η κατάστασή τους σταθεροποιήθηκε και όλοι οι δείκτες επανέρχονται σταδιακά σε κανονικά επίπεδα.
Όμως, όπως ακριβώς οι μακροχρόνια ασθενείς, έτσι και οι ελληνικές τράπεζες είναι ακόμα λιγάκι αδύναμες. Θα χρειαστεί χρόνος και αποφασιστικότητα για να ανακάμψουν πλήρως.
Αλλά όπως και στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, έτσι και στην Ελλάδα οι συνθήκες είναι καλές. Και μιας και βρισκόμαστε στους Δελφούς, είναι σκόπιμο να πω ότι οι οιωνοί είναι ευνοϊκοί», σημείωσε.