Υψηλό 9ετίας κατέγραψε τον Αύγουστο ο συνολικός ρυθμός ανάπτυξης του ελληνικού μεταποιητικού τομέα, με βάση τις οριακές αυξήσεις των δύο προηγούμενων μηνών, όπως υπογραμμίζει η Markit.
Αναλυτικότερα, όπως επισημαίνει η Markit, την τελευταία βελτίωση υπογράμμισαν οι αυξήσεις των νέων παραγγελιών, τόσο από την εγχώρια αγορά, όσο και από πελάτες του εξωτερικού.
Οι εταιρείες, βασιζόμενες στην αύξηση της ζήτησης, προσέλαβαν επιπλέον προσωπικό και μάλιστα στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2000, καθώς η αύξηση της αγοραστικής δραστηριότητας επιταχύνθηκε σε υψηλό εννέα ετών.
Έτσι, το ενισχυμένο λειτουργικό εργατικό δυναμικό συνέβαλε στη δεύτερη εντονότερη αύξηση της παραγωγής που έχει καταγραφεί σε διάστημα 40 μηνών. Παράλληλα, παρατηρήθηκε μείωση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων, ωστόσο παρέμεινε η πλέον θετική στην ιστορία της έρευνας.
Η ανάπτυξη του Αυγούστου υπογραμμίστηκε από τον εποχικά προσαρμοσμένο Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index – PMI) -έναν σύνθετο δείκτη που έχει σχεδιαστεί για να μετρά την απόδοση της μεταποιητικής οικονομίας- ο οποίος κατέγραψε τιμή πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων.
Κλείνοντας στις 52.2 μονάδες τον Αύγουστο, τιμή υψηλότερη από τις 50.5 μονάδες του Ιουλίου, η πρόσφατη μέτρηση υπέδειξε την τρίτη συνεχή βελτίωση των συνθηκών του ελληνικού μεταποιητικού τομέα και την εντονότερη από τον Αύγουστο του 2008.
Η πρόσφατη ανάπτυξη του ελληνικού μεταποιητικού τομέα ήταν αποτέλεσμα της σημαντικής αύξησης των νέων εργασιών, της εντονότερης που έχει καταγραφεί από τον Μάιο του 2014. Επιπρόσθετα, ευρεία ήταν η αύξηση της ζήτησης των πελατών, καθώς οι νέες παραγγελίες εξαγωγών αυξήθηκαν επίσης τον Αύγουστο, για πρώτη φορά σε διάστημα 12 μηνών.
Ανταποκρινόμενες στην αύξηση της ζήτησης, οι εταιρείες προσέλαβαν επιπρόσθετους εργαζόμενους κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, επεκτείνοντας, με αυτόν τον τρόπο, την τρέχουσα περίοδο αύξησης της απασχόλησης σε τέσσερις μήνες. Επιπλέον, η πρόσφατη αύξηση των θέσεων εργασίας ήταν η σημαντικότερη που έχει καταγραφεί σε διάστημα μεγαλύτερο των 17,5 ετών. Το ενισχυμένο λειτουργικό εργατικό δυναμικό συνέβαλε σε περαιτέρω μείωση των αδιεκπεραίωτων εργασιών, μολονότι σε μικρότερο βαθμό από τον μέσο όρο που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας.
Οι συνθήκες εντονότερης ζήτησης οδήγησαν επίσης σε δεύτερη συνεχή αύξηση της αγοραστικής δραστηριότητας. Επιπλέον, ο ρυθμός ανάπτυξης επιταχύνθηκε σε υψηλό εννέα ετών. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν ήταν επαρκές ώστε να εμποδίσει την περαιτέρω μείωση αποθεμάτων προμηθειών.
Η μεγαλύτερη ζήτηση των πελατών, σε συνδυασμό με τον αυξημένο αριθμό εργαζομένων και την αύξηση αγορών προμηθειών, συνέβαλε στην τρίτη συνεχή αύξηση της παραγωγής και τη δεύτερη εντονότερη αύξηση που έχει καταγραφεί από τον Απρίλιο του 2014. Ωστόσο, τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων μειώθηκαν, καθώς πραγματοποιήθηκαν οι παραδόσεις στους πελάτες. Οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών επιμηκύνθηκαν για ενδέκατο συνεχή μήνα, μολονότι σε μικρό βαθμό.
Εν τω μεταξύ, η αύξηση των τιμών εισροών παρέμεινε σταθερή, παρότι εξασθένησε από τον Ιούλιο. Αντιθέτως, άνοδο κατέγραψαν οι μέσες τιμές πώλησης, καθώς η μεγαλύτερη ζήτηση αύξησε την τιμολογιακή ισχύ των κατασκευαστών. Εντούτοις, ο ρυθμός αύξησης των χρεώσεων ήταν χαμηλός.
Τέλος, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη περιορίστηκε σε σύγκριση με τον Ιούλιο, παρέμεινε ωστόσο η θετικότερη που έχει καταγραφεί από την αρχή συλλογής στοιχείων τον Ιούλιο του 2012.
Ο Alex Gill, οικονομολόγος της IHS Markit, ο οποίος καταρτίζει την έρευνα του ελληνικού Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών PMI® είπε: «Έχοντας υποστεί χρόνια οικονομικής κακουχίας, τα τελευταία στοιχεία της έρευνας θα ηχήσουν ευχάριστα σε εκείνους που παρακολουθούν τις εξελίξεις στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα, καθώς ο κύριος δείκτης PMI ανήλθε σε υψηλό εννέα ετών.
Στην ανάπτυξη συνέτειναν οι έντονες αυξήσεις των νέων εργασιών τόσο από την εγχώρια αγορά όσο και από τους πελάτες του εξωτερικού. Κατ’ επέκταση, οι αυξήσεις συνέβαλαν στον εντονότερο ρυθμό αύξησης θέσεων εργασίας που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2000, γεγονός το οποίο θα τονώσει τις ελπίδες για μείωση του καλά τεκμηριωμένου υψηλού ποσοστού ανεργίας της χώρας».
«Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη παρέμεινε έντονη παρά την ελαφρά πτώση από την υψηλή τιμή-ρεκόρ του προηγούμενου μήνα. Ο έντονος βαθμός αισιοδοξίας μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να αιτιολογήσει την αύξηση της ζήτησης και είναι ίσως ενδεικτικός μιας περισσότερο θετικής διάθεσης σε σχέση με την ελληνική οικονομία, ως αποτέλεσμα της επιστροφής της χώρας στις αγορές ομολόγων τον Ιούλιο. Παρότι πρόκειται για καλά νέα, τα ζητήματα που σχετίζονται με το χρέος της χώρας παραμένουν αμετάβλητα και εξακολουθούν να αποτελούν ενδεχόμενο εμπόδιο για μια βιώσιμη, μακροπρόθεσμη ανάκαμψη».