Κύμα αιτήσεων δέχονται τα Ειρηνοδικεία αυτές τις ημέρες, από τους δανειολήπτες που σπεύδουν να ενταχθούν στις ευνοϊκές διατάξεις που προβλέπει ο Νόμος Κατσέλη.
Το κύμα που παρατηρήθηκε τις τελευταίες ημέρες υποχρέωσε τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή να εκδώσει εγκύκλιο για παράταση από 15 ημέρες μέχρι ένα μήνα που οφείλουν να δίνουν τα Ειρηνοδικεία που παραλαμβάνουν και πρωτοκολλούν αιτήσεις δανειοληπτών για ένταξη στο νόμο των υπερχρεωμένων νοικοκυριών 3869/2010, οι οποίες αιτήσεις δεν είναι πλήρεις ή δεν τους έχουν δοθεί τα απαραίτητα δικαιολογητικά από τις τράπεζες μέχρι 31.12.2015.
Από το νέο έτος τίθενται σε ισχύ οι αλλαγές που ψηφίστηκαν για τα προβληματικά δάνεια, περιορίζοντας το εύρος προστασίας της πρώτης κατοικίας με βάση εισοδηματικά και περιουσιακά όρια.
Να σημειωθεί ότι όσοι καταφεύγουν τώρα στον νόμο Κατσέλη δεν έχουν τον περιορισμό του εισοδηματικού κριτηρίου, ενώ η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας ορίζεται στις 300.000 ευρώ για ένα άτομο και φθάνει έως και τις 450.000 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια.
Το γεγονός ότι από την 1η Ιανουαρίου 2016 τίθενται εισοδηματικά όρια με βάση τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, ενώ η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας ορίζεται στις 120.000 έως 180.000 ευρώ (ανάλογα με την κατηγορία) για τον άγαμο και φθάνει στις 200.000 έως 260.000 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια, είναι σαφές ότι λειτουργεί ως κίνητρο για άμεση προσφυγή στον νόμο από μεγάλη μερίδα δανειοληπτών που δεν θα προστατεύονται από την αρχή του χρόνου.
Με τις αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση στο “νόμο Κατσέλη” ο δανειολήπτης θα υποχρεούται να καταβάλει τη δόση στο δάνειό του, ενώ μέχρι σήμερα υπήρχε “πάγωμα” της οφειλής.
Επίσης θα αρκεί η συμφωνία των πιστωτών που εκπροσωπούν το 50% + 1 των απαιτήσεων της οφειλής και όχι την πλήρη ομοφωνία (100%) που απαιτούσε μέχρι σήμερα.
Η ελάχιστη καταβολή ορίζεται στο 10% της τρέχουσας δόσης με ελάχιστο ποσό καταβολής τα 40 ευρώ μηνιαίως. Το καταβληθέν ποσό θα συμψηφίζεται με τη ρύθμιση που τελικώς θα αποφασίσει το Δικαστήριο αποδεσμεύοντας τον οφειλέτη ακόμα και με την έκδοση της απόφασης.
Επίσης, η διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορεί να ανατίθεται στις εταιρείες για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών.
Ωστόσο, προβλέπεται ρητά ότι 12 μήνες πριν από την προσφορά προς πώληση των απαιτήσεων, πρέπει να έχει προταθεί στο δανειολήπτη -και τον εγγυητή – με εξώδικη πρόσκληση η ρύθμιση του δανείου του, ώστε αυτό να καταστεί εξυπηρετούμενο.
Η ρύθμιση αποσκοπεί στο να αποτρέψει τον αιφνιδιασμό των οφειλετών, στους οποίους δίνεται η ευκαιρία να ρυθμίσουν την οφειλή τους που έχει εκχωρηθεί σε τρίτους.
Στην ίδια αποτροπή του αιφνιδιασμού αποσκοπεί η απαίτηση μεσολάβησης ενός μέγιστου χρονικού διαστήματος 12 μηνών ανάμεσα στην πρόσκληση και την εκχώρηση, ώστε να μην απέχουν τα δύο γεγονότα ιδιαίτερα μεγάλο διάστημα.
Προβλέπεται, επίσης, μη απαίτηση της προηγούμενης πρόσκλησης στις περιπτώσεις των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων ή των απαιτήσεων κατά των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών, καθώς στη μεν περίπτωση των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων δεν μπορεί να γίνει λόγος για αιφνιδιασμό, στη δε περίπτωση των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε η αποστολή πρόσκλησης.
Στο πλαίσιο της ενημέρωσης του δανειολήπτη, ορίζεται ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης μπορούν να προσλαμβάνουν Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών για Ληξιπρόθεσμες Οφειλές.
Στο μέτρο που η άρση απορρήτου είναι αναγκαία για τις ανάγκες της διαχείρισης προβλέπεται η ρύθμιση αυτή ως απαραίτητη καθώς, όπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση, «η προβολή τραπεζικού απορρήτου θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδυναμία της εταιρείας να διεκπεραιώσει τη διαχείριση.
Ταυτόχρονα όμως τίθενται όρια στην άρση τόσο του τραπεζικού απορρήτου όσο και στην ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη στην εταιρεία διαχείρισης, καθώς αυτά επιτρέπονται μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της διαχείρισης».