Τη σημασία της πλήρους και ορθής ενημέρωσης από μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των δανειοληπτών τους, επεσήμανε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, με αφορμή το πρόβλημα που έχει ενσκήψει με τις αποπληρωμές των δανείων που έχουν χορηγηθεί σε ελβετικό φράγκο.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ χαιρετίζοντας εκδήλωση με θέμα τα δάνεια σε Ελβετικό φράγκο που διοργάνωσε ο Σύλλογος Δανειοληπτών Ελβετικού φράγκου, ανέφερε:
«Το θέμα της σημερινής εκδήλωσης αφορά 70.000 Έλληνες δανειολήπτες. Ανθρώπους οι οποίοι βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στη νέα ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου. Ανθρώπους οι οποίοι ενώ εξυπηρετούσαν κανονικά τα δάνειά τους, είδαν το οφειλόμενο κεφάλαιο να αυξάνεται αντί να μειώνεται. Ανθρώπους οι οποίοι βρέθηκαν σήμερα να χρωστούν περισσότερα από όσα δανείστηκαν, χωρίς να έχουν παραλείψει ούτε μια δόση.
Οι δανειολήπτες έλαβαν, ουσιαστικά, μια σοβαρή καταναλωτική απόφαση με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, στηριζόμενοι σε πληροφόρηση που αφορούσε τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιόδου. Επέλεξαν προϊόντα που τους εξασφάλιζαν χαμηλή δόση και χαμηλό επιτόκιο, χωρίς να είναι σε θέση να συνεκτιμήσουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο που επωμίζονταν.
Εδώ σαφώς υπάρχει ένα ζήτημα διαφάνειας, καθώς το βάρος της εμπορικής επικοινωνίας των τραπεζών είχε δοθεί τότε στα άμεσα πλεονεκτήματα των συγκεκριμένων δανειακών προϊόντων. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι δεν υπήρξε επαρκής ενημέρωση για τους ενδεχόμενους κινδύνους, από μια πιθανή υποτίμηση του ευρώ ή αύξηση του επιτοκίου του ελβετικού φράγκου. Δεν υπήρξε επίσης επαρκής ενημέρωση και για τις μεθόδους αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου.
Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι μόνο ελληνικό. Αφορά δεκάδες χώρες και εκατομμύρια πολίτες σε όλη την Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στην Ουγγαρία, οι δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο ανέρχονται σε ενάμιση εκατομμύριο.
Η συλλογική δράση ήταν και είναι μονόδρομος, για την προστασία όλων αυτών των ανθρώπων. Είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι στην Ελλάδα συστάθηκε γρήγορα ένας ιδιαίτερα δραστήριος Σύλλογος. Είναι σημαντικό το ότι ανέλαβε ενεργό ρόλο η ελληνική νομική κοινότητα. Και βεβαίως είναι σημαντικό και ενθαρρυντικό το ότι σήμερα έχει υπάρξει μια πανευρωπαϊκή κινητοποίηση, που – όπως φαίνεται και από τις αποφάσεις τόσο του Ευρωπαϊκού όσο και εθνικών δικαστηρίων – αποδίδει πλέον καρπούς.
Πέρα από την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, η νομική αυτή εκστρατεία υπηρετεί και έναν ακόμη, σημαντικό στόχο, αυτόν της ενδυνάμωσης του καταναλωτή.
Ενισχύει το αίτημα για διαφάνεια και υπεύθυνη εμπορική επικοινωνία, όχι μόνο από τις τράπεζες, αλλά από όλες τις επιχειρήσεις που παρέχουν καταναλωτικά προϊόντα και υπηρεσίες.
Αναδεικνύει τη σημασία της ενημέρωσης, με σκοπό τη λήψη εμπεριστατωμένων και συνετών καταναλωτικών αποφάσεων.
Αναδεικνύει, πάνω από όλα, τη δύναμη του ίδιου του καταναλωτή να απαιτεί την πληροφόρηση που χρειάζεται και να διεκδικεί, ατομικά ή συλλογικά, τα δικαιώματά του.
Η οικοδόμηση μιας τέτοιας κουλτούρας είναι απαραίτητη προϋπόθεση, για μια αγορά ανταγωνιστική και υπεύθυνη. Μια αγορά που θα υπηρετεί την ανάπτυξη, αλλά και την κοινωνία».