Πρόσφυγες ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Αθήνας έχουν αρχίσει να καταθέτουν οι οκτώ κατηγορούμενοι οι οποίοι κρίθηκαν προσωρινά κρατούμενοι για την υπόθεση του φερόμενου κυκλώματος λαθρεμπορίας χρυσού.
Η εξέλιξη αυτή ήρθε μετά την μη απάντηση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών της Αθήνας στο αίτημα της ανακρίτριας διαφθοράς για την ανάκληση των ενταλμάτων προσωρινής κράτησης λόγω μη στοιχειοθέτησης του αδικήματος της λαθρεμπορίας.
Το νομικό ζήτημα που έχει ανακύψει καλούνται να λύσουν πλέον οι δικαστές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών τις επόμενες ημέρες.
Ο γνωστός ενεχυροδανειστής Δημήτρης Ριχάρδος, στην προσφυγή του επισημαίνει «το σε βάρος μου κατηγορητήριο συνίσταται σε ένα σενάριο που δημιουργήθηκε από το Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου, σύμφωνα με το οποίο εγώ και ορισμένοι εκ των συγκατηγορουμένων μου δήθεν προβαίναμε σε παράνομες εξαγωγές χρυσού από την Ελλάδα προς την Τουρκία»
Ταυτόχρονα, στο αίτημα του για άρση της προσωρινής κράτησης που του έχει επιβληθεί, κάνει αναφορά στον Τελωνειακό Κώδικα αλλά και υπ’ αρ. 1/1995 απόφαση του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΚ – Τουρκίας.
Συγκεκριμένα αναφέρει «όπως είναι γνωστό, κατά το άρθρο 155 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα η λαθρεμπορία έχει ως αντικείμενο εμπορεύματα υποκείμενα σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία.
Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης που αφορούν εξαγωγές χρυσού προς την Τουρκία, θέτουμε καταρχάς ως αφετηρία ότι οι τελωνειακές σχέσεις μεταξύ Ελλάδος, ως κράτους μέλους της Ε.Ε., και Τουρκίας διέπονται από την υπ’ αρ. 1/1995 απόφαση του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΚ – Τουρκίας, στο άρθρο 4 της οποίας ορίζεται ότι «οι εισαγωγικοί ή οι εξαγωγικοί δασμοί καθώς και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος καταργούνται πλήρως μεταξύ της Κοινότητας και της Τουρκίας κατά την ημερομηνία ενάρξεως της παρούσας απόφασης.
Από την ίδια ημερομηνία η Κοινότητα και η Τουρκία δεν προβαίνουν στην επιβολή οιουδήποτε νέου εισαγωγικού ή εξαγωγικού τελωνειακού δασμού ή οποιασδήποτε φορολογικής επιβάρυνσης ισοδυνάμου αποτελέσματος. Οι παρούσες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης και για τους τελωνειακούς δασμούς φορολογικού χαρακτήρα.
Επομένως, είναι βέβαιον ότι κατά την εξαγωγή χρυσού από την Ελλάδα προς την Τουρκία δεν οφείλονται εξαγωγικοί δασμοί».
Παράλληλα τονίζει ότι «εντελώς παράνομα κατασχέθηκαν οι πλάκες χρυσού και ασημιού που βρίσκονταν στο κεντρικό μου κατάστημα επί της οδού Πατησίων 32 εντός ειδικών κιβωτίων εξαγωγής, καθόσον δεν αποτελούν λαθρεμπόρευμα.
Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που ο κάτοχος χρυσού δεν κατέχει τα προβλεπόμενα φορολογικά στοιχεία για τη νόμιμη κατοχή του προϊόντος, στοιχειοθετείται φορολογική παράβαση και όχι λαθρεμπορία».
Παράλληλα, ο γνωστός ενεχυροδανειστής αναφέρεται στα όσα έχουν συμβεί τα τελευταία 24ώρα, επισημαίνοντας πως «η κυρία Ανακρίτρια του ν. 4022/11 αποφάσισε την προσωρινή μου κράτηση, διότι τα προαναφερθέντα έγγραφα των ως άνω αρμοδίων υπηρεσιών δεν υπήρχαν στη δικογραφία με πρωταρχική ευθύνη του Τμήματος Ασφαλείας Αμαρουσίου ως προανακριτικής αρχής, το οποίο όφειλε και μπορούσε να τα αναζητήσει, προτού ξεκινήσει αυτή την τεράστια κινητοποίηση και την ταλαιπωρία δεκάδων ανθρώπων χωρίς καν να υπάρχει αξιόποινη πράξη.
Εντούτοις, μια ημέρα μετά την απολογία μου και συγκεκριμένα τη Δευτέρα 3/12/2018 η κα Ανακρίτρια, ενεργώντας εκ καθήκοντος, ζήτησε προφορικά από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων να της διαβιβαστεί έγγραφη απάντηση ως προς το αν οφείλονται δασμοί και φόροι κατά την εξαγωγή χρυσού προς τρίτη χώρα, καθώς και αν η εν λόγω εξαγωγή στοιχειοθετεί λαθρεμπορία.
Στο αίτημα αυτό η ΑΑΔΕ απάντησε αμέσως, διαβιβάζοντας τα προαναφερθέντα έγγραφα που απαντούν επακριβώς στα τεθέντα ερωτήματα και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η παράνομη εξαγωγή χρυσού συνιστά μόνο απλή τελωνειακή παράβαση και όχι λαθρεμπορία. Η απάντηση αυτή είχε ως συνέπεια να αφεθούν ελεύθεροι οι 23 κατηγορούμενοι που απολογούνταν στις 3/12/2018 για την καλούμενη «Β΄ εγκληματική οργάνωση».
Σε ό,τι αφορά τους 8 κατηγορουμένους της λεγόμενης «Α΄ εγκληματικής οργάνωσης» (μεταξύ των οποίων και εγώ) η κα Ανακρίτρια ζήτησε την άμεση αυτεπάγγελτη άρση της προσωρινής κράτησης με το σκεπτικό ότι «δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι, για τους οποίους επιβλήθηκαν οι προσωρινές κρατήσεις».
Η νέα τοποθέτηση της κας Ανακρίτριας είναι απολύτως ορθή νομικά και ουσιαστικά και θα έπρεπε να υλοποιηθεί χωρίς χρονοτριβή προς αποκατάσταση του κύρους της Δικαιοσύνης και προς ανακούφιση εμού και όσων άλλων αδίκως στερήθηκαν την ελευθερία τους χωρίς νόμιμο λόγο.
Δυστυχώς, η ενημέρωσή μου είναι ότι ο Εισαγγελέας υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών της 4/12/2018 δεν συμφώνησε στο αίτημα αυτό, χωρίς όμως να γνωρίζω για ποιους ειδικότερους λόγους, με αποτέλεσμα η προσωρινή μου κράτηση να συνεχίζεται».
Παράλληλα επισημαίνει ότι το ελληνικό δημόσιο «δεν είναι παθόν και συνεπώς δεν υπάρχει ούτε ποινικό αδίκημα ούτε κάποιο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη συνέχιση της ταλαιπωρίας όσων άδικα προφυλακίστηκαν».
Αντίθετα όπως τονίζει «ελλοχεύει ο κίνδυνος να μείνουν απλήρωτες οι υποχρεώσεις μου προς το Ελληνικό Δημόσιο από την επιχειρηματική μου δραστηριότητα σε περίπτωση συνεχίσεως της προσωρινής μου κράτησης. Συνεπώς αυτό που προκαλεί αυτή τη στιγμή κίνδυνο βλάβης των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου δεν είναι οι διερευνώμενες πράξεις μου, αλλά η άδικη και συνεχιζόμενη προσωρινή μου κράτηση!!!»
Προσφεύγει και η γραμματέας
Από την πλευρά της, η συνεργάτιδα του γνωστού ενεχυροδανειστή Ριχάρδου, γραμματέας, σε προσφυγή που κατέθεσε στο Δικαστικό Συμβούλιο ζητώντας να αφεθεί ελεύθερη, χαρακτηρίζει αδικία την προσωρινή της κράτηση.Η κατηγορούμενη, μητέρα δυο ανήλικων παιδιών, αρνείται την εμπλοκή της στην υπόθεση υποστηρίζοντας πως εργάζεται ως υπάλληλος στο ενεχυροδανειστήριο «αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό και παρέχουσα τις απολύτως νόμιμες υπηρεσίες της, με τους απαιτούμενους νόμιμους τύπους, σε νόμιμες δραστηριότητες κατά τη λειτουργία της επιχείρησης αυτής, πάντοτε υπό τις εντολές και οδηγίες του εργοδότη της, πάντοτε με την έκδοση των νομίμων παραστατικών, χωρίς να έχει διαπιστώσει ή αντιληφθεί κάποια δήθεν «μη νόμιμη» δραστηριότητα».
Στην προσφυγή που κατέθεσε, μέσω του συνηγόρου της, η κατηγορούμενη υπογραμμίζει πως «απεδείχθη ότι δεν επιβάλλονται, ούτε υπάρχουν, δασμοί σε εξαγωγές προς την Τουρκία, οπότε είναι πρόδηλον ότι δεν υφίσταται το έγκλημα της (ανύπαρκτης) «λαθρεμπορίας», του επί των δήθεν «διαφυγόντων» ανυπάρκτων «δασμών» ερειδομένης δήθεν «νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» και βεβαίως ούτε και «της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση» για τα οποία η ίδια προφυλακίστηκε.
Επικαλείται, μάλιστα, το έγγραφο της ανακρίτριας η οποία ζητεί την ανάκληση των προφυλακίσεων καθώς, όπως λέει, η δικαστική λειτουργός «ΟΜΟΛΟΓΗΣΕ ότι «ΔΕΝ ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΝ ΠΛΕΟΝ ΟΙ ΛΟΓΟΙ για τους οποίους επιβλήθηκαν οι ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ».
«Συνιστά άκρα αδικία η εξακολούθηση της προσωρινής κρατήσεώς της κατηγορουμένης – εντολέως μου, μολονότι μητέρας δύο ανήλικων τέκνων εν όψει μάλιστα και των εξελίξεων της 3.12.2018, οπότε, λόγω των ανωτέρω Δημοσίων εγγράφων, όλοι οι απολογηθέντες (συγ)κατηγορούμενοι αφέθησαν ελεύθεροι» αναφέρεται , μεταξύ άλλων, στην προσφυγή της.