Πριν λίγες ώρες, ολοκληρώθηκε το διάγγελμα του Αμερικανού Προέδρου Μπάρακ Ομπάμα για την Ουκρανία. Ξεκαθάρισε ότι προκαλεί προβληματισμό η κινητικότητα των Ρωσικών στρατευμάτων στην περιοχή της Κριμαίας και κάλεσε τις Ρωσικές αρχές να μην παρέμβουν και να μην παραβιάσουν την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.
Φρόντισε επίσης να δηλώσει με σαφήνεια τη στήριξή του στον ουκρανικό λαό αλλά και στην νέα ουκρανική κυβέρνηση που προέκυψε από την διεκδίκηση του Ουκρανών να «πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους».
Παρακολουθεί, είπε, με τους Ευρωπαίους Συμμάχους του την κατάσταση και διευκρίνισε ότι η όξυνση (σ.σ. ένας πόλεμος), δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Ευρώπης, της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Βεβαίως, απέφυγε επιμελώς να αναφερθεί στις ίδιες τις ΗΠΑ και έτσι, δεν διευκρίνισε αν θα ήταν προς όφελος των ΗΠΑ ένα θερμό επεισόδιο. Εμείς όμως θυμόμαστε, ότι την προηγούμενη φορά που είχε «ζητήσει» ένα χειρουργικό θερμό επεισόδιο και δεν προέκυψε, οδηγήθηκε σε εσωτερική στάση πληρωμών. Φρόντισε επίσης να περιγράψει τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα: η διεθνής κοινότητα απέναντι στη Ρωσία.
Πάντως, αυτό το πολεμικού τύπου διάγγελμα του Αμερικανού Προέδρου, έρχεται μόλις τρεις ημέρες μετά τη δημοσίευση άρθρου του τέως συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Πολ Κρεγκ Ρόμπερτς, ο οποίος κατηγορεί τον πρόεδρο Ομπάμα για ωμή παρέμβαση στην Ουκρανία.
Μεταξύ άλλων ο κ. Ρόμπερτς σημειώνει: «Το πραξικόπημα στην Ουκρανία, που οργάνωσε η αμερικανική κυβέρνηση αλλά πέρασε στον έλεγχο οργανωμένων και εξοπλισμένων νεοναζιστών, οδηγεί, σχεδόν κατά βεβαιότητα, σε πόλεμο, που μόνο η διπλωματική δεξιότητα του Πούτιν μπορεί πλέον να αποτρέψει». Συνεχίζει δε, κατηγορώντας ευθέως τους Ευρωπαίους ηγέτες για σχέσεις οικονομικής εξάρτησης με τις ΗΠΑ.
Βέβαια, ο Ρόμπερτς είναι ρεμπουπλικανός, σε αντίθεση με τον Ομπάμα που είναι Δημοκρατικός. Η κατηγορία όμως στο πρόσωπο του προέδρου των ΗΠΑ για ενορχήστρωση πραξικοπήματος, δεν είναι κάτι που μπορεί να γραφτεί με ευκολία και ιδιαίτερα σε μία περίοδο που δεν είναι προεκλογική, μόνο και μόνο λόγω κομματικού πατριωτισμού και αντιπολιτευτικής διάθεσης.
Στον αντίποδα, οι καλά σχεδιασμένες επεμβάσεις των Ρώσων, αλλά και οι δηλώσεις και οι χειρισμοί του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Λαβρόφ όπως και του ίδιου του Πούτιν, δείχνουν ότι η ρωσική πλευρά, αντιμετωπίζει το ζήτημα με περισσότερη σοβαρότητα και αντιλαμβάνεται καλύτερα το τί ακριβώς διακυβεύεται στην Ουκρανία. Οι συνεχείς εκκλήσεις του Λαβρόφ για αυτοσυγκράτηση, για αποκατάσταση της εκλεγμένης κυβέρνησης αλλά κυρίως για την εφαρμογή της συμφωνίας που υπεγράφη μία εβδομάδα νωρίτερα αντικατοπτρίζουν την ρωσική προσέγγιση. Ίσως όμως, να είναι λίγο αργά ώστε να εκληφθούν με την δέουσα βαρύτητα.
Η χαμένη αξιοπιστία της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής είναι δύσκολο να αποκατασταθεί σε τόσο κρίσιμες ώρες. Η υποχωρητικότητα της ρωσικής διπλωματίας σε σειρά πολιτικών, οικονομικών ή γεωστρατηγικών ζητημάτων όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του κουρέματος των ρωσικών κεφαλαίων στην Κύπρο, των αγωγών φυσικού αερίου, στη Λιβύη του Καντάφι, στο Ιράν πρόσφατα, αλλά και στο Αφγανιστάν πριν από μερικά χρόνια, κάνουν την ρωσική αρκούδα να μοιάζει περισσότερο με αρκουδάκι δώρο σε συσκευασία απορρυπαντικού, παρά με ισότιμο συνομιλητή και γεωστρατηγικό αντίπαλο.
Σε καταστάσεις όπως αυτή της Ουκρανίας, ο μόνος τρόπος ειρηνικής αποκατάστασης της «σταθερότητας», είναι ένας γενναίος και έντιμος συμβιβασμός. Όμως, αυτός ο γενναίος και έντιμος συμβιβασμός, που πρέπει να γίνει έπειτα από μία κατάφωρη και ανέντιμη παραβίαση των συμφωνιών από την πλευρά της δύσης, δεν μπορεί να μην πληγώσει το γόητρο των δύο μεγαλύτερων γεωστρατηγικών παιχτών. Των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Και οι δύο την θέλουν ολόκληρη.
Αν υπάρχει ένα όριο στη υποχωρητικότητα, τότε αυτό φαίνεται να πλησιάζει για την ρωσική εξωτερική πολιτική. Από την άλλη πλευρά, θα είναι και η δεύτερη «ήττα» για τον Πρόεδρο Ομπάμα, μετά την Συρία.
Τα σταυροδρόμια όμως, δεν τελειώνουν εδώ. Το μέλλον της Ουκρανίας, συνδέεται με το μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Βρετανός ιστορικός και αναλυτής Τίμοθι Γκάρτον Ας, σημειώνει σε άρθρο του στον Guardian: «το γεωπολιτικό ζήτημα δεν είναι απλά αν η Ουκρανία θα ενωθεί με την Ευρώπη ή την Ρωσία. Το θέμα είναι αν η Ουκρανία θα ενσωματωθεί στην πολιτική και οικονομική κοινότητα της Ευρώπης».
Ανεξάρτητα λοιπόν από τη θέληση των ΗΠΑ ή της Ρωσίας, εμπλέκεται άμεσα και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση σε αυτή την διαπραγμάτευση. Είναι προς διερεύνηση το ερώτημα αν οι ΗΠΑ προσέτρεξαν σε βοήθεια της ΕΕ ή το αντίστροφο. Το βέβαιο είναι ότι, τα μέχρι και την περασμένη Παρασκευή (την ημέρα της τριμερούς συμφωνίας για εξομάλυνση), διαπραγματευτικά εφόδια της ΕΕ, όπως σημειώνει και ο ειδικός σε θέματα Ουκρανίας Άντριου Γουίλσον, ήταν κατώτερα των περιστάσεων. Σημείωνε χαρακτηριστικά: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση πήρε μαζί της μπακέτα σε έναν αγώνα για μαχαίρια».
Από το Σάββατο όμως και μετά, η Ευρωπαϊκή Ένωση, κράτησε άλλη στάση. Ο Πρόεδρος Ομπάμα με το διάγγελμά του, το έκανε σαφές. Δεν περιμέναμε όμως αυτόν για να το καταλάβουμε. Η γερμανική κυβέρνηση είχε ήδη σπεύσει να περιθάλψει ιατρικά την Τιμοσένκο και να υποθάλψει πολιτικά τη νεοναζιστική κυβέρνηση της Ουκρανίας.
Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν σε σχέση με την ΕΕ και την Γερμανία φυσικά, που πρέπει να απαντηθεί είναι: Αν η Γερμανία και η ΕΕ, προς εξυπηρέτηση των οικονομικών και γεωστρατηγικών της επιδιώξεων, επιλέγει να συνθλίβει οικονομικά τον ευρωπαϊκό νότο τα 4 τελευταία χρόνια και να στηρίζει πολιτικά ακόμα και τα νεοναζιστικά μορφώματα που πραξικοπηματικά καταλαμβάνουν την εξουσία, μήπως ήρθε η ώρα να επαναπροσδιορίσουμε την στάση μας απέναντι στην ΕΕ, τους συμμάχους μας και το ευρωπαϊκό ιδεώδες;