ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Priest: Forgive me. It’s destroying me.
Detective Thorn: What is?
Priest: The truth.
Detective Thorn: The truth Simonson told you?
Priest: All truth.
Soylent Green (1973), Director: Richard Fleischer, Staring: Charlton Heston.
Η μετά τη διάλυση της αλήστου μνήμης Σοβιετικής Ενώσεως πορεία της Ρωσίας από το τέλος της δεκαετίας του 1990 χαρακτηρίζεται από μια, κατά το μάλλον ή ήττον, απεγνωσμένη προσπάθεια διαμορφώσεως μιας ολοκληρωμένης κρατικής ιδεολογίας, η οποία θα θεράπευε τις οδυνηρές συνέπειες των αποτυχημένων προσπαθειών εκ μέρους της «μεταλλαγμένης» πρώην κομματικής ελίτ να επιβάλει μια, κυρίως οικονομική, καρικατούρα φιλελεύθερης ιδεολογίας.
Οι ιδεολογικές αναζητήσεις στηρίχθηκαν ως επί το πλείστον στην θεμελιώδη άποψη ότι, η μετα-κομμουνιστική Ρωσία αποτελεί την αδιάληπτη ιστορική συνέχεια της ρωσικής αυτοκρατορίας, τσαρικής και σοβιετικής, και ως εκ τούτου οι εκ δυσμών επιβληθείσες πεποιθήσεις σχετικά με τις αιτίες που προκάλεσαν τη διάλυση της ΕΣΣΔ, ιδιαιτέρως δε οι απόψεις που αφορούσαν στους «νικητές και ηττημένους» του ψυχρού πολέμου, μηδενίζονται ως απολύτως ανυπόστατες, εφόσον η Ρωσία ουδέποτε ηττήθηκε σε κάποια πολεμική σύγκρουση – είτε «θερμή», είτε «ψυχρή».
Ο Clifford Geertz στη μελέτη του The Interpretation of Cultures, γράφει:
«Οι ιδεολογίες αποτελούνται (αν και δεν περιορίζονται σε αυτά) από ιδεολογήματα που αναπτύσσονται και εφαρμόζονται σε διαφορετικούς βαθμούς και για ανόμοιους σκοπούς.
»Δεν υπάρχει ένας μοναδικός τομέας όπου η ιδεολογία θα ήταν σχετική.
»Υπάρχει ένα στοιχείο παρασιτισμού στην ιδεολογική γνώση.
»Μη νιώθοντας υποστήριξη μεταξύ των κυβερνωμένων, οι Αρχές καταφεύγουν σε ιδεολογήματα προκειμένου να επιβάλουν κίνητρα ή να εξουδετερώσουν τον αντίκτυπο μιας ανταγωνιστικής ιδεολογίας.
»Ένα εύρημα, το καθήκον του οποίου είναι να εδραιώσει τους διασπασμένους ανθρώπους, να ανακουφίσει την ένταση ή να καταστείλει την αντίσταση.
»Τα ιδεολογήματα καθιστούν δυνατή τη λήψη τέτοιων αποφάσεων, επίσημων και κλισέ, χωρίς να σκεφτόμαστε τις συνέπειες ή να προβλέπουμε πιο ορθολογικές λύσεις». (Political Ideologies: An Introduction. London: Routledge, 2013.)
Μιλώντας για τα ιδεολογήματα ως προϊόντα και, κατά μία έννοια, ως πηγές ιδεολογιών, τονίζει ο Geertz, «δεν πρέπει, να ξεχνάμε ότι τα ιδεολογικά αντικείμενα δεν είναι εξωτερικά προς τους υποστηρικτές τους, αλλά αντίθετα, τα ιδεολογήματα είναι συχνά η βάση της υποκειμενικότητας».
Π.χ. τα ιδεολογήματα της «αγίας Ρωσίας», της «γ΄ Ρώμης», των «νικηφόρων πολέμων» και εν τέλει του «ρωσικού κόσμου» και του «περιούσιου λαού», ανεξαρτήτως από την χρονολογική τους κατάταξη, αποτέλεσαν τα βασικά συστατικά στοιχεία της «συνταγής» της νέας ιδεολογίας.
Όντας νοητικά αντικείμενα, διαπερνούν τόσο βαθιά τις ταυτίσεις ανθρώπων και κοινοτήτων που θα ήταν πιο ακριβές να μιλάμε για ιδεολογίες ως υποκειμενικά αντικείμενα ή ακόμα και ως ιδεολογικό υποκείμενο που είναι αντανακλαστικό, προσανατολισμένο σε αξίες και πολύ ενεργό.
Ο φορέας της ιδεολογίας δεν αντιμετωπίζει τις γνώσεις του ως προϊόν επιστημονικών νόων, ως τυχαίο προϊόν πολιτικών συζητήσεων ή ως προσωρινό χάπι που μπορεί να ληφθεί και να ξεχαστεί.
Οι ιδεολογίες διαφέρουν από τις επιστημονικές υποθέσεις, τα φανταστικά «πλάσματα», τις διανοητικές μελέτες και τις ουτοπίες, καθώς είναι η ζωντανή σάρκα της υποκειμενικότητας και έχουν ως στόχο τη δημιουργία έντονων συναισθημάτων συμμετοχής.
Όπως σημειώνει ο Geertz, «η ιδεολογία δεν είναι υποχρεωμένη να είναι επιστημονική, αν και μπορεί να ελέγχεται, να διορθώνεται, να αποκαλύπτεται και να ακυρώνεται από την επιστήμη, ενώ η συμμετοχή στην ιδεολογία δεν εμποδίζει απαραίτητα την επιστημονική προσέγγιση του αντικειμένου της συμμετοχής, καθώς βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο σε σχέση με την επιστήμη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αλληλοεπιδρά μαζί της.
»Η ιδεολογία ανταποκρίνεται σε ορισμένες προσδοκίες, είναι απαραίτητη ως εργαλείο κοινωνικής αλληλεγγύης».
Εδώ μπορούμε για άλλη μια φορά να φέρουμε ως παράδειγμα τη θεωρία του λεγόμενου «ρωσικού κόσμου» και τις διάφορες πλευρές της όπως – «αγία Ρωσία», «γ΄ Ρώμη» κ.α.
Οι εικόνες, οι μεταφορές και οι ρητορικές φιγούρες από τις οποίες κατασκευάζονται οι εθνικιστικές ιδεολογίες είναι ουσιαστικά εργαλεία, πολιτιστικά εργαλεία σχεδιασμένα να αρθρώνουν τη μία ή την άλλη πτυχή μιας ευρείας διαδικασίας αλλαγής των συλλογικών ταυτοτήτων, να δίνουν στην ουσιοκρατική υπερηφάνεια ή στις ελπίδες των εποχών ορισμένες συμβολικές μορφές με τις οποίες αυτό που ήταν περισσότερο από αόριστα αισθητό θα μπορούσε να περιγραφεί, να αναπτυχθεί, να δοξαστεί και να χρησιμοποιηθεί. (Clifford Geertz The Interpretation of Cultures. Selected Essays, New-York/N.Y./USA etc. 1973).
Αυτό και μια σειρά άλλων παραδειγμάτων δείχνουν πώς με διάφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένης και της βοήθειας ανόμοιων ιδεολογικών προγραμμάτων, επιτυγχάνεται ένας στόχος – η δημιουργία μιας νέας άρχουσας τάξης.
Η ιδεολογία δίνει ριζοσπαστικές και συχνά καταστροφικές πολιτιστικές μορφές, ανακατασκευάζει τις έννοιες για ένα σύστημα ριζωμένο όχι σε κάτι που μαθαίνεται και διαμορφώνεται σε κάτι νέο, αλλά σε ήδη διαμορφωμένα στο ιστορικό παρελθόν μοντέλα.
Σε αυτή τη συνάφεια η ιδέα της περιούσιας φύσεως της ρωσικής γης εξυπηρετούσε πρωτίστως τους στόχους της ενισχύσεως της κρατικής εξουσίας και της συσπειρώσεως της κοινωνίας.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων, η εξουσία θεωρούσε απαραίτητο να αποδείξει στους υπηκόους της την μοναδικότητα της ιστορικής πορείας της Ρωσίας, η οποία όχι μόνο υπερασπιζόταν την αληθινή πίστη, αλλά και υπέφερε για αυτή. (Oparina T. A. Russkiy chelovek XVII veka: vybor very. M., 2023).
Όντας μονολιθικό αυτό το ιδεολογικό αφήγημα δεν εξηγείται πουθενά και με κανέναν τρόπο.
Δεν εκδηλώνεται στο σύνολό του, γιατί είναι προφανές σε όλους.
Έτσι είναι ευκολότερο να ρυθμιστούν οι ιδιαίτερες πτυχές αυτού του αφηγήματος ακριβώς επειδή δεν εγείρει ερωτήματα σε γενικότερο επίπεδο.
Σε αντίθεση με τις πολύπλοκες νοητικές κατασκευές ή επιστημονικές υποθέσεις, η ιδεολογία σχετίζεται περισσότερο με την εμπειρία της πραγματικής αλληλεπιδράσεως μεταξύ των ανθρώπων και δεν ασχολείται με έναν τρόπο σκέψεως, αλλά με κοινωνικά ενσωματωμένες και αλληλένδετες μορφές δραστηριότητας.
Από την άλλη πλευρά, έχει ενδιαφέρον η επισήμανση που παραθέτει ο Konstantin Yerusalimski στη μελέτη του «Ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωσίας» (Imperator Sviatoy Rusi), σύμφωνα με την οποία οι προύχοντες σε όλες τις βαθμίδες, από τον τοπικό άρχοντα μέχρι ακόμα και τον τσάρο, είχαν συνείδηση ότι αποτελούν απλά τους φορείς της εξουσίας, η οποία τους είχε παραχωρηθεί «ἐλέῳ Θεοῦ» και τουλάχιστον μέχρι τον 18ο αιώνα, δηλαδή πριν την άνοδο στο θρόνο του Πέτρου Α΄ και την υποταγή της Εκκλησίας στο κράτος, υπήρχε ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ της κοσμικής εξουσίας (imperium) και της ιερής (sacerdotium), όπως αυτή κληρονομήθηκε από τη ρωσική παράδοση από το Βυζάντιο.
«Οι χρονικογράφοι του 11ου αιώνα και οι ιστορικοί του 18ου, σημειώνει ο Konstantin Yerusalimski, δεν αμφέβαλαν ότι η εξουσία μπορούσε να ανατραπεί.
Ακόμα και ο Ιβάν Δ΄, (σ.σ. ο γνωστός ως «τρομερός»), είχε απαγορεύσει τη σύγκριση της εξουσίας του τσάρου με αυτή του Θεού.
Σε μια επιστολή προς τον βασιλέα της Πολωνίας Stephen Bathory το 1581, σχολίασε τις απόψεις του βασιλέα και αντέκρουσε μία από αυτές λέγοντας ότι στο βασίλειό του δεν επιτρεπόταν σε κανένα να αποκαλεί τον τσάρο Θεό (Konstantin Yerusalimski, Imperator Sviatoy Rusi, M.: Novoye Literaturnoye Obozreniye, 2025. – (Seriya «Intelektualnaya istoriya»)).
Οι μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Πέτρου και η «εξωστρέφεια» της εξωτερικής πολιτικής του, η οποία άνοιξε το δρόμο για την έλευση των φιλελεύθερων και ανθρωπιστικών ιδεών, είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια της παραδοσιακής αντιλήψεως σχετικά με τον κοινοτικό χαρακτήρα και τις παραδοσιακές αξίες, κυρίως τις ορθόδοξες, της ρωσικής κοινωνίας.
Φυσικά η «φιλελεύθερη μετάλλαξη» της ρωσικής κοινωνίας δεν συνέβη «εν μια νυκτί», αλλά αποτέλεσε μια επίπονη πορεία για τις επικρατούσες μέχρι τον 18ο αιώνα παραδοσιαρχικές κοινωνικές αντιλήψεις, η οποία ολοκληρώθηκε με την επιβολή του σοβιετικού καθεστώτος.
Έτσι, η χρεωκοπία της ιδεολογίας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αποτέλεσε το έναυσμα για την επιστροφή στις παλαιές αξίες του «παλιού καλού καιρού» μέσω της δαιμονοποιήσεως των αντιλήψεων περί ανθρωπισμού.
Στο σύγγραμμά του «Ανθρωπισμός ή Συντηρητισμός» (Gumanism ili Konservatism) ο Sergey Perevezentsev διερωτάται:
«Τι έφερε ο ανθρωπισμός στη Ρωσία; Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με την πεποίθηση των υποστηρικτών του ανθρωπισμού, οι ανθρωπιστικές ιδέες έπρεπε να αντικαταστήσουν τις παραδοσιακές αξίες της ρωσικής κοινωνίας, κυρίως την ορθοδοξία, τον κοινοτικό χαρακτήρα της υπάρξεως του ρωσικού λαού, την παραδοσιακή αντίληψη για την ουσία του κράτους κ.λπ.
»Με άλλα λόγια ο ανθρωπισμός στη Ρωσία είχε τα ίδια αποτελέσματα που παρατηρούμε στη Δυτική Ευρώπη: την καταστροφή της παραδοσιακής κοινωνίας.
»Όμως η δυσκολία συνίστατο στο ότι ο ανθρωπισμός δεν εκπλήρωσε τη δεύτερη λειτουργία του, δηλαδή τη δημιουργία μιας ιδανικής κοινωνίας καθολικής δικαιοσύνης και, κυρίως, δεν μπορούσε να την εκπληρώσει, διότι η “θρησκεία” του ανθρωπισμού δεν ανταποκρινόταν στις βασικές, αρχετυπικές αξίες της Ρωσίας.
»Για να δημιουργηθεί μια κοινωνία βασισμένη στα ιδανικά του ανθρωπισμού, έπρεπε να καταστραφεί εντελώς η παραδοσιακή Ρωσία.
»Αλλά το πρόβλημα της εποχής μας, αν μιλάμε για τον ανθρωπισμό, είναι τελείως διαφορετικό.
»Στην πραγματικότητα ο ανθρωπισμός, ως θρησκευτική-φιλοσοφική αρχή της πολιτισμικής υπάρξεως, έχει εδώ και πολύ καιρό πεθάνει, έχει περάσει στη λήθη.
»Αυτό αναγνωρίζεται ήδη από πολλούς σύγχρονους πολιτικούς επιστήμονες, φιλοσόφους και κοινωνιολόγους.
»Από την άλλη πλευρά, ο ανθρωπισμός, ως ιδεολογία, έχει μετατραπεί στον σύγχρονο κόσμο σε ένα εργαλείο των μεγαλύτερων, ούτως ειπείν “πολιτισμένων” κρατών, με τη βοήθεια των οποίων τα αντιλαϊκά καθεστώτα καταστρέφουν τις παραδοσιακές αξίες των λαών που δεν ταιριάζουν στη νεοσύστατη “παγκόσμια τάξη”.
»Με άλλα λόγια, ο ανθρωπισμός είναι ένα είδος “ροπάλου” για την επίλυση ενός ευρύτερου φάσματος ζητημάτων προς το συμφέρον ορισμένων κρατών και ακόμη πιο στενών χρηματοπιστωτικών και οικονομικών κύκλων που κυβερνούν σήμερα τον κόσμο.
»Συγκεκριμένα, ήταν τα φιλελεύθερα ανθρωπιστικά ιδεώδη που αποτέλεσαν την ιδεολογική βάση για την καταστροφή της ΕΣΣΔ, και στη συνέχεια της Ρωσίας στην εποχή μας, στα τέλη του 20ού αιώνα». (Sergey. V. Perevezentsev, Gumanism ili Konservatism, Vestnik Moskovskogo Universiteta. Seriya 18. Sotsiologiya I Politologiya. 2024. T. 30. No 2.).
Ο Perevezentsev υποδεικνύει μια διαφορετική οδό αναπτύξεως της ανθρωπότητας, αναφέρει συγκεκριμένα:
«Όμως υπάρχει ένας άλλος τρόπος πιθανής μελλοντικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας – η αναβίωση των παραδοσιακών ιδανικών, των παραδοσιακών αξιών, των παραδοσιακών θρησκειών, η εξάρτηση από τα εθνικά και κρατικά συμφέροντα των λαών του κόσμου.
»Αυτή η πορεία έχει βρει τη μεθοδολογική της αιτιολόγηση σε φιλοσοφικές διδασκαλίες, η συλλογική ονομασία των οποίων αποτελούν την έννοια του “συντηρητισμού” ή της “φιλοσοφίας του συντηρητισμού”.
»Ο συντηρητισμός είναι ένα δόγμα που επιδιώκει να εξασφαλίσει τη σταθερότητα της κοινωνίας και του κράτους στη διάρκεια κοινωνικών καταιγίδων, την εσωτερική προστασία του κράτους και της κοινωνίας από την καταστροφή.
»Στον τομέα της πολιτικής, ο συντηρητισμός επιδιώκει την αύξηση της εκκλησιαστικής επιρροής στην κοινωνία και την ενίσχυση της ανώτατης εξουσίας.
»Οι υποστηρικτές του συντηρητισμού πιστεύουν ότι το παρελθόν δεν εξαφανίζεται χωρίς ίχνος, αλλά διατηρείται (“συντηρείται”) για το παρόν και για το μέλλον στις λαϊκές παραδόσεις.
»Ως εκ τούτου, οι συντηρητικοί είναι επικριτές και αντίπαλοι των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων.
»Η φιλοσοφία του συντηρητισμού συνεπάγεται την ανάγκη αύξησης της πολυπλοκότητας του κόσμου, επειδή μόνο πολύπλοκα συστήματα είναι ικανά όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να αναπαραχθούν και να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες ζωής».
Στη διάρκεια του 19ου αι. παρατηρείται στη Ρωσία (σ.σ. και όχι μόνο) μια έξαρση των συντηρητικών ιδεών, τις οποίες εκφράζουν οι λεγόμενοι σλαβόφιλοι (Α.Σ. Χομιάκοφ, Ι.Β. Κιρέεφσκι, Π.Β. Κιρέεφσκι, Κ.Σ. Αξάκοφ, Ι.Σ. Αξάκοφ, Γ.Φ. Σαμάριν, Α.Ι. Κοσέλεφ και άλλοι).
Ένα από τα κύρια επιτεύγματα των σλαβόφιλων ήταν η αναβίωση στη ρωσική κοινωνική σκέψη των ιδανικών της ορθοδοξίας και της αυθεντικής, όπως την ονόμαζαν, ρωσικής ιστορίας.
Οι σλαβόφιλοι δήλωσαν ανοιχτά ότι η Ρωσία αποτελεί μια ιδιαίτερη πολιτισμική οντότητα, η οποία πρέπει να αναζητήσει τους δικούς της δρόμους στην παγκόσμια ιστορία.
Εντούτοις οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι σλαβόφιλοι κάθε άλλο παρά πρότειναν την επιστροφή στο παρελθόν, τουναντίον ήταν στραμμένοι προς το μέλλον.
Ήλπιζαν ότι η Ρωσία είναι η μόνη χώρα στον κόσμο, ικανή να πραγματοποιήσει στο μέλλον το ιδανικό μιας κοινωνίας βασισμένης στη χριστιανική αδελφοσύνη.
Για αυτό το λόγο οι σλαβόφιλοι απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο της Εκκλησίας και της ορθοδόξου πίστεως στη ζωή της Ρωσίας.
«Έχοντας οι ίδιοι αποκτήσει ευρωπαϊκή παιδεία», σημειώνει ο Perevezentsev, «οι σλαβόφιλοι εκτιμούσαν την ορθόδοξη πίστη πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή ιδέα.
»Ήταν πεπεισμένοι ότι η διδασκαλία της Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας πρέπει να “κυριαρχεί” πάνω από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό για να του προσδώσει ένα ανώτερο νόημα».
Οι ιδέες του ρωσικού συντηρητισμού, που φαινόταν ότι ξεχάστηκαν όταν τον 20ο αιώνα επικράτησαν οι σοσιαλιστικές κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, αναβίωσαν την δύσκολη για τη Ρωσία δεκαετία 1990 – 2000 στα έργα ενός μεγάλου αριθμού Ρώσων επιστημόνων (π.χ. Α. Dougin, A. Zinoviev, A. Panarin κ.α.).
Σήμερα ο ρωσικός συντηρητισμός θεωρείται ως ένα σύστημα απόψεων που υπερασπίζεται και προστατεύει την παραδοσιακή εκκλησιαστική, κρατική και κοινωνική τάξη.
Είναι επίσης σημαντικό και το γεγονός ότι ο σύγχρονος συντηρητισμός προσεγγίζει τον παραδοσιαρχία σε τέτοιο βαθμό που μας επιτρέπει να μιλήσουμε για την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης παραδοσιαρχικής-συντηρητικής προσεγγίσεως.
Στη βάση αυτής της προσεγγίσεως στις εργασίες σύγχρονων Ρώσων μελετητών, διατυπώθηκαν οι βασικές αρχές της παραδοσιακής-συντηρητικής μεθοδολογίας στις νέες ιστορικές συνθήκες, στις οποίες εξελίσσεται η σημερινή ανθρώπινη κοινότητα.
Για την περιγραφή αυτού του είδους μεθοδολογίας στις σύγχρονες κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες της Ρωσίας, προτάθηκε ο όρος «ρωσική συντήρηση» (Russian conservatism) , οι βασικές αρχές του οποίου είναι:
◾η προτεραιότητα των παραδοσιακών μορφών κοινωνικοπολιτικής ανάπτυξης έναντι των αφηρημένων καθολικών προτάσεων,
◾η αναγνώριση του σημαντικού ρόλου του κράτους στην ανάπτυξη της κοινωνίας,
◾η αναγνώριση της παράδοσης ως της σημαντικότερης πηγής του τυπικού δικαίου,
◾η αναγνώριση των παραδοσιακών θρησκειών ως πνευματικό θεμέλιο της κοινωνίας,
◾η αναγνώριση της προτεραιότητας της κοινότητας έναντι του ατόμου,
◾η υπεράσπιση της πολιτισμικής ταυτότητας του λαού (ομάδας λαών με παρόμοιες παραδόσεις),
◾η αναγνώριση του δικαιώματος κάθε λαού ή πολιτισμού στην ελεύθερη ιστορική ανάπτυξη,
◾η αναγνώριση του ιδανικού της ελεύθερης, ηθικά υπεύθυνης έναντι της κοινωνίας προσωπικότητας.
Αυτές λοιπόν είναι οι βάσεις ή τα συστατικά στοιχεία της σύγχρονης ρωσικής ιδεολογίας, η οποία, όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Geertz, καλείται να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή σε μια πανταχόθεν βαλλόμενη Ρωσία, όπως τονίζουν νυχθημερόν τα ρωσικά ΜΜΕ.
Ο υπογράφων το παρόν πόνημα πιστεύει ότι, η σύρραξη Ρωσίας-Ουκρανίας αποτέλεσε έναν καταλύτη, ο οποίος όχι μόνο επιτάχυνε τις διαδικασίες για την τελική διαμόρφωση αυτού του ιδεολογικού αφηγήματος, αλλά βοήθησε ακόμη και στην εξάπλωσή του στις «ηθικά συντριβείσες» ελέω woke agenda δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες -εφόσον η Ρωσία αντιπαραθέτει με επιτυχία τη δική της πρόταση σταθερών συντηρητικών αξιών- και ταυτόχρονα διευκόλυνε τη διεύρυνση των συμμαχιών της Ρωσίας με χώρες παραδοσιαρχικών κοινωνιών όπως, π.χ., η Κίνα.
Στην κατακλείδα των ανωτέρω σχολίων ο γράφων θα ήθελε να σημειώσει ότι, είναι αφελές να αγνοούμε συστηματικά την ύπαρξη ενός σημαντικού «βάθους ιστορικού χρόνου», πάνω στο οποίο θεμελιώνονται όχι μόνο οι σύγχρονες κοινωνικές τάσεις στη Ρωσία, αλλά και οι οικονομικοί της προσανατολισμοί.
Υπό αυτή την άποψη είναι απολύτως ανόητη η εμμονή των δυτικών ελίτ στο αφήγημα ότι είναι εφικτή η ανατροπή του καθεστώτος από μια, ουσιαστικά ανύπαρκτη, εσωτερική ρωσική αντιπολίτευση, ακριβώς διότι αυτή έχει επιλέξει την πλήρη ρήξη με το ιστορικό παρελθόν χωρίς να μπορεί να προτείνει ένα ιδεολόγημα που θα συνδυάζει το παρελθόν με μια συγκεκριμένη μακροπρόθεσμη πρόταση για το μέλλον.



