Μπορεί εδώ και χρόνια να έχω χάσει την φοιτητική μου ιδιότητα, όπως έχασα την ταχύτητα μου, ή και τα μαλλιά μου που άρχισαν να ασπρίζουν… Άρχισα να συμβιβάζομαι και να διστάζω, να πατάω τις «κόκκινες γραμμές» που μου βάζει το μυαλό μου, η κοινωνία, η κυβέρνηση και η Τρόικα.
Δεν κοιτάω πλέον τον ήλιο με κουράζει, με τυφλώνει. Σκύβω καθημερινά το κεφάλι ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι με την ίδια βαριεστημένη περπατησιά.
Θυμώνω με αυτά που συμβαίνουν γύρω μου, νευριάζω, αγανακτώ ξεσπάω στο ίντερνετ, στους δικούς μου ανθρώπους, στους φίλους.
Ξέχασα τα όνειρα μου, ξέχασα να διεκδικώ αυτό που θεωρώ σωστό. Ξέχασα να αγαπώ τον εαυτό μου. Το παιδί μέσα μου με δικάζει αδιάκοπα κάθε βράδυ και περιμένω ως λύτρωση της πρώτες αχτίδες του ήλιου για να ξεγλιστρήσω από την ποινή μου.
Έκλεισα την τηλεόραση, έκλεισα τον υπολογιστή. Άνοιξα ένα παλιό κιτρινισμένο βιβλίο που είχα ξεχάσει εδώ και χρόνια στη βιβλιοθήκη μου.
Ήταν το δώρο ενός παλιού φίλου, ενός συμφοιτητή μου που είχαμε χρόνια να μιλήσουμε. Είχαμε ξεχάσει ο ένας τον άλλο μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας μας.
Άνοιξα το βιβλίο στη πρώτη σελίδα και είδα την αφιέρωση που μου είχε γράψει με μολύβι «Οι πιο σκοτεινές γωνίες στην Κόλαση είναι φυλαγμένες για εκείνους που διατηρούν την ουδετερότητα τους σε εποχές ηθικής κρίσης».
Αμυδρά άρχισα να θυμάμαι. Ήταν απόσπασμα από την Θεία κωμωδία του Δάντη. Το απόσπασμα αυτό μου έφερε μαζί και εικόνες. Δεν μου έφερε εικόνες από το βιβλίο αλλά κάποιες στιγμές της ζωή μου που τις είχα ξεχάσει και αυτές όπως το βιβλίο στη παλιά βιβλιοθήκη. Οι εικόνες στην αρχή ήταν θολές όμως μου έβγαζαν συναισθήματα.
Πάθος, φόβο, αγωνία. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Ένιωθα και πάλι ζωντανός.
Οι εικόνες άρχισαν να ξεθολώνουν. Είδα την αιματοβαμμένη σημαία του Πολυτεχνείου. Άκουσα φωνές και συνθήματα. Άκουγα νέους ανθρώπους να τραγουδούν Ξυλούρη.
Είδα μάχες, μύρισα δακρυγόνα. Τα μάτια μου έκλαιγαν όμως δεν ήταν από τα δακρυγόνα, ήταν δάκρυα χαράς. Σαν τα δάκρυα που έχεις όταν βρίσκεις κάποιον που νομίζεις ότι έχεις χάσει. Έτσι και εγώ βρήκα ξανά τον εαυτό μου, τον λόγο ύπαρξης μου.
Ξαφνικά βρέθηκα να βλέπω τον εαυτό μου στο σήμερα μαζί με άλλους νέους ανθρώπους μπροστά από το κτίριο της Νομικής.
Είχαμε υψώσει τα χέρια μας και ορκιζόμασταν. Ένας όρκος που είχε ακουστεί πολλά χρόνια πριν και παρ’ όλου που δεν είμαι πλέον φοιτητής συμμετείχα και εγώ.
«Εμείς οι φοιτηταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ορκιζόμαστε στ’ όνομα της ελευθερίας να αγωνισθούμε μέχρι τέλους για την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών, του πανεπιστημιακού ασύλου, της ανακλήσεως όλων των καταπιεστικών νόμων και διαταγμάτων. Ορκιζόμαστε αλληλεγγύη σ’ όλο το φοιτητικό κόσμο της Ελλάδας που βασανίζεται. Η βία και η τρομοκρατία δεν θα περάσουν. Ζήτω ο αδούλωτος φοιτητικός κόσμος της Ελλάδας».
Κατέβασα το χέρι, σκούπισα τα δάκρυα ήταν αργά όμως τηλεφώνησα στο φίλο που μου είχε χαρίσει το βιβλίο πριν χρόνια.
-Φίλε, σε είχα χάσει για χρόνια όμως σήμερα σε ξαναβρήκα. Θέλω να σε δω. Που βρίσκεσαι;
-Είμαι εκεί που με είχες αφήσει. Η αλήθεια είναι ότι δεν έφυγα ποτέ από εκεί.
-Πες μου που είσαι να έρθω να τα πούμε, του είπα με λαχτάρα.
-Στο δρόμο είμαι παλιόφιλε εκεί που ακόμα γεννιούνται οι συνειδήσεις…