«When the sharks the sharks devour
Little fishes have their hour».
Bertolt Brecht, «The Caucasian Chalk Circle»
Ο υπογράφων το παρόν σχόλιο πιστεύει ακράδαντα ότι, τα πολιτικά «παιχνίδια», ιδιαιτέρως αυτά που σχετίζονται με την εξωτερική πολιτική, είναι για τα «μεγάλα παιδιά», δηλαδή για τους επαγγελματίες πολιτικούς, ασχέτως αν υπάρχουν πολλά παραδείγματα ομάδων ερασιτεχνών, οι οποίοι όχι μόνο θεωρούν ότι μπορούν να συμμετέχουν στην κατηγορία των «μεγάλων» αλλά είναι βέβαιοι ότι οι, ως επί το πλείστον, λανθασμένες επιλογές τους συμβάλλουν στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας τους.
Σε αυτό το είδος των «ερασιτεχνών» θα πρέπει να εντάξουμε, πρώτα από όλα, την εκκλησιαστική παράμετρο του «ρωσικού κόσμου», ήτοι την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία έχει αποδείξει με ποικίλους τρόπους τον ερασιτεχνισμό που διακρίνει τις επιλογές της στον τομέα που αυτάρεσκα χαρακτηρίζει «εξωτερικές σχέσεις».
Αυτού του είδους ο ερασιτεχνισμός είναι ιδιαίτερα αισθητός και στις επιλογές του εκκλησιαστικού βραχίονα της «γ΄ Ρώμης» στην περιοχή του Καυκάσου.
Οι αντιθέσεις Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν, ιδίως οι πρόσφατες εξελίξεις στην περιοχή, έφεραν το Πατριαρχείο Μόσχας σε μια μάλλον δύσκολη, αν όχι δυσκολότατη, θέση.
Από τη μία πλευρά, το Πατριαρχείο Μόσχας υποτίθεται ότι συμπάσχει με τους χριστιανούς της Αρμενίας.
Από την άλλη, διότι πάντα υπάρχει μια «άλλη πλευρά» στις κινήσεις του Πατριαρχείου Μόσχας, εφόσον οι σχέσεις με την ηγεσία μιας χώρας με τόσο μεγάλη επιρροή στην Υπερκαυκασία, όπως αυτή του Αζερμπαϊτζάν, είναι εξαιρετικά σημαντικές για την εξωτερική πολιτική του Κρεμλίνου, είναι εξίσου σημαντικές και για τον πατριάρχη Κύριλλο.
Η Εκκλησία της Ρωσίας έχει τη δική της επαρχία στο Μπακού, η οποία ιδρύθηκε το 1998 και μέχρι το 2021 επικεφαλής αυτής της επισκοπής ήταν ο αρχιεπίσκοπος Αλέξανδρος (Ishchein).
Με το όνομα του αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρου συνδέθηκε η παρεξήγηση, η οποία δημιουργήθηκε μεταξύ της Εκκλησίας της Αρμενίας και του Πατριαρχείου Μόσχας, όταν τον Νοέμβριο του 2020 ο Ρώσος αρχιεπίσκοπος συνεχάρη τον πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν Αλίεφ για «τη νίκη του στρατού και για την απελευθέρωση των κατεχομένων εδαφών και της καρδιάς του Καραμπάχ –της αρχαίας Σούσα– από την κατοχή», δηλαδή από την κατοχή των Αρμενίων του Καραμπάχ!
Ταυτόχρονα, για περισσότερα από τριάντα χρόνια, η Εκκλησία της Ρωσίας είχε αναλάβει το ρόλο του μεσολαβητή στις διαπραγματεύσεις για το πρόβλημα του Καραμπάχ μεταξύ των πνευματικών ηγετών της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, διοργανώνοντας τριμερείς συναντήσεις μεταξύ του Πατριάρχη Κύριλλου, του Πατριάρχη των Αρμενίων Καρεκίν Β’ και του Allahshukyur Pashazade, προέδρου της Πνευματικής Διοίκησης των Μουσουλμάνων της Υπερκαυκασίας, στη Μόσχα, το Ερεβάν και το Μπακού.
Μια από τις πολλές «κακές συνήθειες» της εκκλησιαστικής συνισταμένης του «ρωσικού κόσμου» είναι και η δημιουργία εκκλησιαστικών δομών με το σκεπτικό «ασ΄τες να υπάρχουν, κάποτε μπορεί να μας φανούν χρήσιμες», π.χ. η ανύπαρκτη… «αυτόνομη εκκλησία Κίνας» ή μια εκκλησιαστική οργάνωση στην Ιαπωνία.
Με αυτό το σκεπτικό τον Οκτώβριο του 2021 ιδρύθηκε η μητρόπολη Ερεβάν και Αρμενίας, μια κίνηση που δημιούργησε πολλά ερωτήματα, διότι οι Ρώσοι ορθόδοξοι στην Αρμενία ήταν και παραμένουν ελάχιστοι, γεγονός που εκ πρώτης όψεως δεν δικαιολογεί την ίδρυση κάποιας εκκλησιαστικής δομής.
Επιπλέον η ίδρυση αυτής της επαρχίας δημιουργεί προβλήματα και στις σχέσεις του Πατριαρχείου Μόσχας με την Εκκλησία Γεωργίας, εφόσον ο Καταστατικός Χάρτης του Πατριαρχείου Γεωργίας ορίζει ότι, η δικαιοδοσία του περιλαμβάνει όχι μόνο και τους εκτός Γεωργίας Γεωργιανούς, οι οποίοι δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία κάποιας άλλης Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς που κατοικούν στο έδαφος της Αρμενίας. Με άλλα λόγια η παρουσία της Εκκλησίας της Ρωσίας στην Αρμενία θίγει και τα συμφέροντα του Πατριαρχείου Γεωργίας.
Σε ότι δε αφορά στην Εκκλησία Γεωργίας ας μη λησμονούμε ότι υπάρχει και το «αγκάθι» της Αμπχαζίας, η οποία ναι μεν διακήρυξε την ανεξαρτησία της μετά τον πόλεμο του 1990, όμως εκκλησιαστικά συνεχίζει να υπάγεται στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας Γεωργίας, ασχέτως αν τη «διαποίμανση» ενός μέρους, όχι όλων, των Αμπχαζίων ορθοδόξων έχουν αναλάβει κληρικοί σταλμένοι από τη Μόσχα.
Όμως, από την άλλη πλευρά, αν και ο Αρμένιος Πατριάρχης Καρέκιν Β΄ ήταν εκείνος που πρότεινε στον πατριάρχη Μόσχας στις 12 Οκτωβρίου 2021 την ίδρυση αυτής της επαρχίας, οι δηλώσεις του μετά την συνάντηση των θρησκευτικών ηγετών Ρωσίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν ήταν αρκετά σκληρές:
«Παρά την ετοιμότητα της αρμενικής πλευράς να επιλύσει επιτέλους τα ζητήματα η κατάσταση στην περιοχή συνεχίζει να παραμένει ανησυχητική και τεταμένη λόγω της εξευτελιστικής και απαράδεκτης πολεμικής ρητορικής και της μη εποικοδομητικής και τελεσίδικης πολιτικής των Αρχών του Αζερμπαϊτζάν».
Δεν παρέλειψε να τονίσει και ότι, αν και «σήμερα έχουν έρθει δύσκολες στιγμές για το λαό και τη χώρα μας, όμως πιστεύουμε ότι με τη βοήθεια του Θεού και χάρη στην πίστη μας, καθώς και την υποστήριξη των φιλικών χωρών, πρώτα απ’ όλα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, θα μπορέσουμε και εμείς να ξεπεράσουμε αυτή τη δοκιμασία.
»Η συνάντηση αυτή είναι επίσης μια ευκαιρία να συζητηθούν θέματα σχετικά με την εκπροσώπηση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αρμενία.
»Η οποία, δυστυχώς, καθυστερεί, αλλά ελπίζουμε ότι σύντομα θα επιλυθεί και η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία θα εκπροσωπείται στην Αρμενία στο υψηλότερο επίπεδο, γεγονός που θα συμβάλει στην περαιτέρω εδραίωση των σχέσεων και των δεσμών μας».
Ο Μητροπολίτης Λεονίντ (Γκορμπατσόφ), ο οποίος εκείνη την εποχή είχε αναλάβει και την περιβόητη Αφρικανική Εξαρχία της «γ΄ Ρώμης» ανέλαβε και την διοίκηση της νέας δομής. Ωστόσο ο Γκορμπατσόφ εμφανίστηκε στο Ερεβάν μόνο μία φορά, τον Μάρτιο του 2023.
Τον Δεκέμβριο του 2023 διορίστηκε άλλος επικεφαλής, ο Αρχιεπίσκοπος Άξιος (Lobov). Ο νέος επίσκοπος ασχολήθηκε ενεργά με την Αρμενία και ήδη από τις 9 έως τις 15 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους επισκέφθηκε το Ερεβάν, πραγματοποίησε συνεδρίαση του επισκοπικού συμβουλίου, επισκέφθηκε τη ρωσική στρατιωτική βάση στο Γκούμρι και συναντήθηκε με τον Καρέκιν Β΄.
Ταυτόχρονα όμως, το Πατριαρχείο της Μόσχας είχε ένα πρόβλημα στο Μπακού.
Η Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Δεκεμβρίου 2023 διόρισε νέο επικεφαλής όχι μόνο της επισκοπής του Ερεβάν, αλλά και της επισκοπής του Μπακού τον 43χρονο αρχιμανδρίτη Φιλάρετο (Tikhonov).
Εντούτοις παρουσιάστηκαν αρκετές δυσκολίες με την επισκοπική χειροτονία του Φιλαρέτου.
Η καθυστέρηση πιθανώς συνδέεται με το γεγονός ότι ο διορισμός του προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις του κλήρου και των πιστών του Αζερμπαϊτζάν.
Σύμφωνα με αυτούς, ο Φιλάρετος «απέχει πολύ από ότι συμβαίνει στον Νότιο Καύκασο και είναι εντελώς ξένος στην περιοχή».
Η ορθόδοξη κοινότητα τάχθηκε υπέρ του διορισμού του Αρχιμανδρίτη Αλεξίου (Nikonorov), γραμματέα της επισκοπικής διοίκησης του Μπακού, πολίτη του Αζερμπαϊτζάν και γνωστού στο τοπικό κοινό για τα συγγράμματά του σχετικά με την ιστορία της Εκκλησίας της Καυκάσιας Αλβανίας.
Ο κληρικός ισχυρίζεται ότι οι χριστιανοί του Αζερμπαϊτζάν Ουντινέζοι είναι κληρονόμοι του αρχαίου αλβανικού καθολικού και όλες οι αρχαίες εκκλησίες του Καραμπάχ υπάγονταν κάποτε όχι στην Αρμενική, αλλά στην Αλβανική εκκλησία, δηλαδή των Αλβανών του Καυκάσου.
Ας σημειώσουμε ότι από το 2003 στο Αζερμπαϊτζάν δραστηριοποιείται μια κοινότητα Αλβανών Ούντις.
Σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του Μπακού στις 12 Φεβρουαρίου ο Αλέξιος είχε αναφέρει ότι:
«Ο Φιλάρετος δεν είναι ακόμη επίσκοπος Μπακού…
»Μπορεί να αναλάβει μετά τη χειροτονία, όμως αυτή η στιγμή δεν έχει συμβεί και νομίζω ότι οι φόβοι και οι αμφιβολίες μας είναι εν μέρει πρόωρες, διότι οι αποφάσεις που λαμβάνει ο Πατριάρχης Κύριλλος διακρίνονται για την σοφία τους.
»Και αν μια απόφαση επηρεάστηκε από κάποιες δυνάμεις που επιδιώκουν να φέρουν διχόνοια στην εκκλησιαστική ζωή, τέτοιες αποφάσεις συνήθως ακυρώνονται, τόνισε αινιγματικά ο αρχιμανδρίτης, υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που δεν ενδιαφέρονται να εργαστώ στο Μπακού».
Η ίντριγκα με τον διορισμό ενός νέου επισκόπου στο Μπακού για να αντικαταστήσει τον αρχιεπίσκοπο Αλέξανδρο (Ischein), ο οποίος πέθανε από κορωνοϊό το 2021, λύθηκε απροσδόκητα.
Κατά την τελευταία συνεδρίαση της συνόδου, ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος (Tikhonov), ο οποίος δεν είχε επισκεφθεί ποτέ στο Αζερμπαϊτζάν, εξελέγη στη μητρόπολη του Μπακού.
Ωστόσο, οι αρχές της δημοκρατίας είχαν τον δικό τους υποψήφιο – τον Αρχιμανδρίτη Αλέξιο (Nikanorov), γραμματέα της «χηρεύουσας» επισκοπής Μπακού, ο οποίος είχε υποστηρίξει ενεργά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του καθεστώτος του Αλίεφ στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν οι αρχές του Αζερμπαϊτζάν και ο αρχιμανδρίτης Αλέξιος ανάγκασαν τη Σύνοδο να εγκαταλείψει την προηγούμενη απόφασή της και να στείλει τον Φιλάρετο αντί για το Μπακού στο περιφερειακό κέντρο του Κολπασέβο στην περιοχή του Τομσκ.
Φυσικά η Σύνοδος δεν ενέκρινε την υποψηφιότητα του Αλέξιου (η προσπάθεια χειραγωγήσεώς της θα παρέπεμπε σε άλλες εποχές…) και αποφασίστηκε αυτός να σταλεί από το Μπακού στην Ιταλία, όπου κάποτε σπούδασε θεολογία.
Σήμερα επισκοπή του Μπακού παραμένει κενή και ως τοποτηρητής έχει διορισθεί ο Αρχιεπίσκοπος Πιατιγκόρσκ και Τσερκάσκ Θεοφύλακτος.
Ο γράφων πιστεύει ότι, τα κίνητρα του Καρέκιν για την ίδρυση μιας ρωσικής επισκοπής στην Αρμενία δεν ήταν τόσο πνευματικά, δηλαδή η «ανησυχία» του για την διαποίμανση των Ρώσων ορθοδόξων, όσο πολιτικά και σχετίζονται με τις δυτικόφιλες επιλογές του νυν πρωθυπουργού της Αρμενίας Nikol Pashinyan.
Η Αρμενία βρίσκεται σήμερα σε μια ριζική στροφή στην εξωτερική της πολιτική και γενικότερα στην πρόσφατη ιστορία της.
Οι εκπρόσωποι του κυβερνώντος κόμματος Civil Pact και προσωπικά ο πρωθυπουργός Nikol Pashinyan κάνουν λόγο για διαφοροποίηση του συστήματος ασφαλείας της Αρμενίας.
Αναλύοντας τη συμπεριφορά του Pashinyan τους τελευταίους μήνες, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι, δεν θέλει απλώς να πάρει αποστάσεις από τη Ρωσία, αλλά προσπαθεί να κάνει τα πάντα για να φορτώσει την ευθύνη για μια πιθανή διακοπή των Ρώσο-αρμενικών σχέσεων στη Μόσχα.
Μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ο Pashinyan επαναλαμβάνει στην πραγματικότητα τον δρόμο των ηγετών της Πρώτης Δημοκρατίας του 1918-1920.
Φυσικά, ο ίδιος ο Pashinyan κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρηθεί ως απολογητής του κυβερνώντος κόμματος Dashnak της Πρώτης Δημοκρατίας.
Επιπλέον, ο Pashinyan και οι σύγχρονοι Ντασνάκοι (Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία (Ντασνάκ)) είναι πολιτικοί και ιδεολογικοί αντίπαλοι.
Ωστόσο, η ιστορία των γεγονότων του 1920 επαναλαμβάνεται.
Ας θυμηθούμε ότι εκείνη την εποχή η κυβέρνηση της Πρώτης Δημοκρατίας πίστεψε στην υπόσχεση των ηγετών των δυτικών δυνάμεων (κυρίως του Woodrow Wilson) και εισήλθε στον αρμενοτουρκικό πόλεμο, ο οποίος αποδείχθηκε μοιραίος για την ανεξάρτητη Αρμενία.
Ωστόσο, οι Ντασνάκοι δεν έλαβαν καμία πραγματική βοήθεια.
Οι Μπολσεβίκοι, οι οποίοι φυσικά ήθελαν να σοβιετοποιήσουν την Αρμενία, δεν μπορούσαν παρά να επωφεληθούν από αυτή την ήττα.
Θα πρέπει να επισημανθεί ξεχωριστά ο ρόλος της κυβέρνησης των μενσεβίκων της Γεωργίας, η οποία συνεργάστηκε με την κεμαλική Τουρκία.
Το αποτέλεσμα αυτής της συμπαιγνίας ήταν η προσάρτηση ορισμένων αρμενικών επαρχιών από την κυβέρνηση της Τιφλίδας με πρόσχημα της σωτηρίας τους από την τουρκική κατοχή.
Πώς συμπεριφέρθηκε η αρμενική κυβέρνηση εκείνης της εποχής;
Τη νύχτα της 2ας προς την 3η Δεκεμβρίου 1920 η αρμενική ηγεσία υπέγραψε τη Συνθήκη Ειρήνης της Αλεξανδρουπόλεως με τους κεμαλιστές, σύμφωνα με την οποία η χώρα έχασε ουσιαστικά την κυριαρχία της.
Την παραμονή της 2ας Δεκεμβρίου, ο σοβιετικός απεσταλμένος Boris Legran πρότεινε στους Ντασνάκους μια πολύ πιο ευνοϊκή συνθήκη, βάσει της οποίας θα σχηματιζόταν μια κυβέρνηση συνασπισμού κομμουνιστών και Ντασνάκων και η Αρμενία θα διατηρούσε σημαντικά εδάφη.
Αυτό έγινε μόνο αφού η αρμενική ηγεσία είχε συμφωνήσει στην ταπεινωτική Συμφωνία Ειρήνης της Αλεξανδρουπόλεως.
Ο φόβος του μπολσεβικισμού αποδείχθηκε ισχυρότερος από τον φόβο της εξαρτήσεως από την Τουρκία.
Όλα αυτά θυμίζουν τις απώλειες της Αρμενίας στον δεύτερο πόλεμο του Καραμπάχ.
Ας θυμηθούμε σε αυτό το σημείο ότι ο Pashinyan είχε δηλώσει σαφέστατα ότι το Αρτσάχ (Ναγκόρνο-Καραμπάχ) είναι Αρμενία.
Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό «ερέθισε» τις ρεβανσιστικές διαθέσεις στο Μπακού, αλλά την ίδια στιγμή ο Pashinyan δήλωσε ότι ξεκινά τις διαπραγματεύσεις από το μηδέν.
Δηλαδή με άλλα λόγια, απαξίωνε το αποτέλεσμα της μακράς διαπραγματευτικής διαδικασίας στο πλαίσιο της Ομάδας Μινσκ του ΟΑΣΕ.
Ο υπογράφων το παρόν σχόλιο πιστεύει ότι με τις επιλογές του ο Pashinyan κινδυνεύει να επαναλάβει την εμπειρία των πολιτικών της Πρώτης Δημοκρατίας: έχοντας αποξενωθεί από τη Ρωσία, χωρίς την υποστήριξη της Δύσης, θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί όχι μόνο με το Αζερμπαϊτζάν αλλά και με την Τουρκία.
Ο Pashinyan δείχνει έτοιμος για έναν τέτοιο συμβιβασμό, αιτιολογώντας τις παραχωρήσεις του προς το Αζερμπαϊτζάν (ιδίως τη μεταφορά τεσσάρων χωριών στην περιοχή Tavush) με το γεγονός ότι τυχόν άρνηση θα σήμαινε άμεσο πόλεμο με το Αζερμπαϊτζάν.
Ως αποτέλεσμα αυτής της μεταβιβάσεως, η Αζερική πλευρά αποκτά τον έλεγχο του μοναδικού δρόμου που συνδέει τη Γεωργία με την Αρμενία, καθώς και του αγωγού φυσικού αερίου που διέρχεται από τη Γεωργία.
Πολλοί πιστεύουν ότι αυτή η πολιτική αποτελεί συνέχεια της πολιτικής του πρώτου προέδρου της Αρμενίας Levon Ter-Petrosian, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1990 προσπάθησε να εφαρμόσει μια πολιτική γραμμή, η οποία βασιζόταν στην εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία και σε έναν σοβαρό συμβιβασμό στο ζήτημα του Καραμπάχ.
Είναι γνωστό ότι ο Pashinyan ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα το 2008 ως υποστηρικτής του Ter-Petrosian.
Ωστόσο υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ του Pashinyan και του Ter-Petrosian.
Ενώ ο πρώτος πρόεδρος της μετασοβιετικής Αρμενίας είχε ορισμένα «ατού» που του επέτρεπαν να διαπραγματευτεί (π.χ. η νίκη στον πρώτο πόλεμο του Καραμπάχ, οι έξι περιοχές του Αζερμπαϊτζάν που ελέγχονταν από τον αρμενικό στρατό κ.λπ.), ο Pashinyan δεν έχει κανένα.
Αυτό σημαίνει ότι τελικώς θα αναγκαστεί όχι απλώς να συμβιβαστεί, αλλά και να κάνει πολύ επώδυνες παραχωρήσεις.
Το πρώτο σημάδι αυτών των παραχωρήσεων είναι η συζήτηση για τη συνταγματική μεταρρύθμιση. Τυπικά μια τέτοια μεταρρύθμιση θα πρέπει να αφαιρέσει κάθε αναφορά του ζητήματος του Καραμπάχ από το Σύνταγμα της Αρμενίας.
Όμως γίνεται επίσης λόγος και για την αφαίρεση του όρους Αραράτ από το εθνόσημο της Αρμενίας.
Από την άλλη πλευρά οι συνομιλίες που διεξάγει η Αρμενία τόσο με το Αζερμπαϊτζάν, όσο και με την Τουρκία προϋποθέτουν τη συζήτηση ενός τέτοιου ευαίσθητου ζητήματος όπως η γενοκτονία των Αρμενίων το 1915.
Είναι προφανές ότι, ένας πιθανός συμβιβασμός σε αυτό το θέμα είναι άκρως προβληματικός ακόμη και στην περίπτωση μιας ισχυρής Αρμενίας.
Όμως μετά την ήττα της Αρμενίας στον πόλεμο, η οποία την ανάγκασε να εγκαταλείψει το Καραμπάχ, η Τουρκία θα επιμείνει ότι η Αρμενία θα πρέπει εγκαταλείψει τις αξιώσεις της όχι μόνο για την αναγνώριση της γενοκτονίας, αλλά και της έννοιας της γενοκτονίας γενικότερα.
Η απόρριψη της έννοιας της γενοκτονίας αποτελεί το πρώτο βήμα προς μια ριζική αναθεώρηση ολόκληρης της ιστορίας των σχέσεων Αρμενίας – Τουρκίας.
Και αυτό σημαίνει ότι η αρμενική ταυτότητα, η αρμενική αυτοσυνειδησία όπως είχε διαμορφωθεί τους τελευταίους τρεις αιώνες, θα πρέπει να μεταλλαχθεί ριζικά σε κάτι άλλο και οι όροι αυτής της μεταλλάξεως θα υπαγορεύονται από εκείνους που θεωρούν τους εαυτούς τους νικητές, δηλαδή το Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία.
Από την άλλη πλευρά, αυτό σημαίνει ότι η αρμενική κοινωνία θα πρέπει να υποβληθεί σε μια «εγχείρηση» αλλαγής του κοινωνικού και πολιτισμικού της πυρήνα.
Όμως τέτοιου είδους επεμβάσεις είναι δυνατές μόνο μετά από μια καταστροφή.
Η αλλαγή του κοινωνικού-πολιτισμικού πυρήνα μέσω μιας καταστροφής, αν τη θεωρήσουμε ως πραγματικότητα και όχι ως μια ρητορική μεταφορά, αποτελεί μια εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία, και εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι δεν μπορούν παρά να γίνουν θύματα αυτής της διαδικασίας, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά.
Η Αρμενία εισέρχεται σε μια από τις πιο δραματικές περιόδους της ιστορίας της.
Ίσως να μην έχει υπάρξει μια τόσο δραματική περίοδος μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Πρώτη Δημοκρατία.
Το αν θα μπορέσει να βγει από αυτή την κατάσταση εξαρτάται αποκλειστικά από την παρουσία μιας υπεύθυνης ελίτ, η οποία θα μπορέσει να πάρει τις τύχες της χώρας στα χέρια της.
Όμως σε αυτό το σημείο προκύπτει το εξής πρόβλημα: θα κατορθώσει αυτή η νέα ελίτ να διαμορφώσει μια ισορροπημένη εξωτερική πολιτική, όπως π.χ. το Αζερμπαϊτζάν, ή θα παρασυρθεί σε ένα εθνοφυλετικό – εθνικιστικό παραλήρημα όπως η Ουκρανία και η γειτονική Γεωργία, αλλά και πλείστες όσες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες;
Ο υπογράφων το παρόν σχόλιο θεωρεί ότι, αν η Ρωσία θέλει να διατηρήσει την επιρροή της στην Αρμενία, παρ’ όλες τις αμφιταλαντεύσεις του Pashinyan, θα πρέπει, πρώτα από όλα, να αποκλείσει από τα πολιτικά παιχνίδια τους ερασιτέχνες του εκκλησιαστικού βραχίονα του «ρωσικού κόσμου».
Στην αντίθεση περίπτωση πιθανώς να βρεθεί αντιμέτωπη με προβλήματα, όπως αυτά που δημιούργησε στην Ουκρανία το δόγμα «Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία – ιδού η αγία Ρωσία».