Διανύουμε το 5ο έτος διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ. Μητσοτάκη. Κατανοώντας ότι η πολιτική είναι κατ’ εξοχήν τέχνη του εφικτού και αποκήρυξη των σειρήνων του λαϊκισμού και της ουτοπίας έχουμε σαφέστατα δείγματα των πολιτικών επιλογών και των προτεραιοτήτων του.
Οι εκλογές του 2023 επιβεβαίωσαν τις εκτιμήσεις που διατύπωνα μετά την πρώτη νίκη (2019). Έγραφα τότε:
«Οι πρόσφατες εκλογές οδήγησαν την Ν.Δ. στην εξουσία, πιο ισχυρή από ποτέ μετά το 1981.
»Αυτό δεν οφείλεται ούτε στο εκλογικό ποσοστό –αυτό υπολείπεται όλων των προηγούμενων εκλογικών νικών- ούτε στην κυβερνητική πλειοψηφία αφού το 2004 αυτή ήταν ισχυρότερη.
»Είναι οι άλλες παράμετροι της εξουσίας που την καθιστούν, επί της ουσίας, πανίσχυρη.
»Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε αντίθεση με εκείνη του πατέρα του αλλά και τις κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή, έχει για πρώτη φορά την ευκαιρία να ασκήσει την πολιτική της σε ένα πεδίο καθαρό από νάρκες.
»Ποτέ, στο παρελθόν, η κεντροδεξιά δεν είχε την σχεδόν καθολική κυριαρχία στην Τ.Α. που διαθέτει σήμερα.
»Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε την συντριπτική πλειοψηφία των Μ.Μ.Ε. με το μέρος της, αντίθετα αυτά ήταν φανατικοί πολέμιοί της.
»Ποτέ κυβέρνηση δεν είχε να αντιμετωπίσει συνδικάτα τόσο αποδυναμωμένα και απαξιωμένα.
»Ποτέ οι πολίτες δεν ήταν τόσο δύσπιστοι και αδιάφοροι απέναντι στις σειρήνες του λαϊκισμού και της ουτοπίας».
Σημείωνα τότε ότι: «Η κοινωνία δεν περιμένει θαύματα.
»Περιμένει όμως, σε εύλογο χρόνο, ορατά αποτελέσματα στην ασφάλεια, στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην οικονομία.
»Περιμένουν βελτίωση οι πολίτες στην καθημερινότητά τους απτή και ουσιαστική.
»Δεν θα αρκεστούν σε κυβερνητικά και τηλεοπτικά “αφηγήματα” που ούτως ή άλλως θα αποτελούσαν “ξαναζεσταμένο φαγητό”.
»Η επιτυχία επομένως του έργου της εξαρτάται μόνο από την ίδια.
»Αυτή θα κριθεί εκ του αποτελέσματος με γνώμονα την ιδεολογική αρχή της Ν.Δ. ότι η ανάπτυξη “δεν είναι αυτοσκοπός”** αλλά το ρεαλιστικότερο μέσο “για την προσέγγιση της κοινωνικής δικαιοσύνης”»**.
Η εύκολη προσέγγιση είναι η επίκληση του εκλογικού αποτελέσματος των τελευταίων βουλευτικών εκλογών ως επιβεβαίωση της επιτυχίας της κυβέρνησης.
Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ συνεχίστηκε με την συνδρομή της ενίσχυσης των «άλλων παραμέτρων της εξουσίας» που είχα αναφέρει το 2019.
Τέθηκαν όμως δύο σημαντικές υποσημειώσεις, η εκκωφαντική απουσία-αποχή των πολιτών και η ενίσχυση της φυγής ψηφοφόρων προς Δεξιότερα σχήματα.
Δεν διαπίστωσαν οι πολίτες «ορατά αποτελέσματα στην ασφάλεια, στην υγεία, στην εκπαίδευση» ούτε βίωσαν βελτίωση «στην καθημερινότητά τους απτή και ουσιαστική».
Απλώς «πειθάρχησαν υπό την απειλή των βαρβάρων» στα κελεύσματα της «κυρίαρχης λογικής».
Η ενοχοποίηση του κράτους και ο καθαγιασμός της αγοράς είναι μόνο πρόσκαιρα αποδοτικός.
Δεν αρκεί η παραδοχή ότι το κράτος πρέπει να αλλάξει. Ιδιαίτερα δεν πρέπει το κράτος να χρησιμοποιείται σαν «σάκος του μποξ» ή ως «αποδιοπομπαίος τράγος» για ότι στραβό υπάρχει στη χώρα.
Πρέπει να γίνει συνείδηση ότι ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας πρέπει να αλλάξει αφού είναι εξ ίσου αν όχι περισσότερο προβληματικός.
Πρέπει να καταδειχθεί ο εξαιρετικά αντιπαραγωγικός χαρακτήρας του και συνεπώς «ο παραγωγικός τομέας της οικονομίας πρέπει να στηριχθεί. Για να γίνει αυτό πρέπει να γίνει σαφής στους πολίτες η διάκριση ανάμεσα στην “ελευθερία της αγοράς” και την επιχειρηματική ασυδοσία.
»Η Ν.Δ. πίστευε πάντα και πιστεύει στην οικονομία της αγοράς αλλά με απαράβατο όρο «την ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους για χάρη της κοινωνικής δικαιοσύνης”**».
Είναι ασφαλώς θετικό το γεγονός ότι επανέκτησε η χώρα την επενδυτική βαθμίδα.
Όμως αυτό δεν πρέπει να συσκοτίζει το γεγονός ότι το Δημόσιο Χρέος ξεπερνώντας τα 400 δισ., είναι 40% υψηλότερο από το 2009!
Ούτε πρέπει να συσκοτίζεται το γεγονός ότι στο τέλος του 2009 ήμασταν στην επενδυτική βαθμίδα Α ενώ τώρα θριαμβολογούμε για την «κατάκτηση» της κατώτατης βαθμίδας.
Όμως η πολιτική οφείλει να υπηρετεί το Έθνος, την πατρίδα, τους πολίτες και την κοινωνία.
Η ανάπτυξη δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο αφού «…με την δίκαιη όσο πρακτικά δικαιότερη μπορεί να γίνει κατανομή του εθνικού εισοδήματος, εξασφαλίζεται ουσιαστικά ή πολιτική ελευ¬θερία…».
Κάποιοι ίσως επικαλεσθούν την πανδημία και τα προβλήματα που προκάλεσε ως αιτία των υστερήσεων. Αυτό δεν ισχύει.
Αντίθετα η πανδημία λειτούργησε ενισχυτικά για την κυβέρνηση.
Οι κοινωνίες συσπειρώνονται γύρω από την ηγεσία σε εποχές κρίσεων.
Στην πρώτη φάση της η χώρα αναδείχθηκε «πρωταθλήτρια» στη διαχείριση της ενώ τον επόμενο χρόνο είχε καταστεί ουραγός αλλά η θετική πρώτη εντύπωση μέτρησε.
Τα μέτρα της Ε.Ε. (ποσοτική χαλάρωση, Ταμείο Ανάκαμψης) και η βροχή των επιδομάτων βοήθησαν την διόγκωση της οικονομίας δημιουργώντας την εικόνα της ανάπτυξης.
Ο καθαρά παραγωγικός τομέας της οικονομίας όμως δεν ενισχύθηκε ουσιαστικά.
Ο «Επιδοματικός Καπιταλισμός», όπως παραστατικά τον χαρακτήρισε ο τέως Υπουργός Οικονομικών κύριος Ν. Χριστοδουλάκης, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ανάπτυξης ενώ ναρκοθετεί την κοινωνική νοοτροπία και την οικονομία.
Στα εθνικά θέματα τέλος η καθησυχαστική ευφορία που δημιουργεί η διάσταση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ καλύπτει εξελίξεις όπως η Τούρκο-Λιβυκή συμμαχία, οι γεωτρήσεις της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κύπρου, οι έρευνες στην Ελληνική, οι παραβιάσεις κ.λπ. που γκριζάρουν όλο και περισσότερο την περιοχή μας.
Πέραν αυτών δίνεται η εντύπωση ότι μεγάλο μέρος της ενέργειας και των δυνατοτήτων της ηγεσίας αναλίσκεται σε μιά διττή προσπάθεια.
Κατοχύρωσης της «ιδιοκτησίας» της παράταξης και μετατόπισής της στον χώρο που κατελάμβανε το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ε. Βενιζέλου και των επιγόνων του.
Η νοοτροπία της «ιδιοκτησίας» όμως είναι ξένη στους μεγάλους πολιτικούς.
Ήταν ξένη στους ιδρυτές των μεγάλων κομμάτων γιατί δεν την είχαν ανάγκη.
Τα κόμματα εξαρτώντο από αυτούς, όχι το αντίστροφο.
Αποτελούσαν οι ίδιοι την «ψυχή» και της παράταξης και του κόμματος που την εκπροσωπούσε.
Η Ν.Δ. ήταν ο Καραμανλής και το ΠΑΣΟΚ ήταν ο Ανδρέας.
Ο Σημίτης κυβέρνησε 8 χρόνια δίχως να αφήσει ουσιαστικό αποτύπωμα στην ψυχή των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.
Ο έλεγχος του κόμματος είναι μια φενάκη, βολική για τους παρακεντέδες της εξουσίας.
Η εντύπωση της επιδίωξης για «κυριαρχία» δίνεται από την προσεκτική ανάλυση της ανθρωπογεωγραφίας της εξουσίας.
Όμως οι εσωκομματικές εξελίξεις μετά το 1993, κυρίως δε η εκλογή ηγεσίας το 2009, είναι αρκετά διδακτικές επί του προκειμένου.
Δεν είναι οι «ουρανοκατέβατοι», οι «μεταγραφές» και οι «εξαφανίσεις» το μόνο στοιχείο που ενισχύει την εντύπωση ότι η προσωρινή κυριαρχία επιχειρείται να μετατραπεί μέσω της «χρησικτησίας» σε «ιδιοκτησία».
Είναι και το γεγονός ότι δίνεται έντονα η αίσθηση της προσπάθειας αποσιώπησης, στην καλύτερη περίπτωση, της ιστορίας της παράταξης.
Δίνεται η εντύπωση ότι επιχειρείται, με έναν μαγικό τρόπο, να εξαφανιστεί όχι μόνο το παρελθόν της ΕΡΕ, αλλά και της ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Σαν η Ελλάδα να μπήκε στην ΕΟΚ από μόνη της ή να την έβαλε το πνεύμα του Ε. Βενιζέλου.
Σαν η εκρηκτική ανάπτυξη και ο δημοκρατικός εκσυγχρονισμός -που ανακόπηκαν από τους τυχοδιωκτισμούς της Ε.Κ. και των αποστατών- να «φύτρωσαν» στο περιβόλι των αυτοαποκαλούμενων Κεντρώων.
Ο συνδυασμός των γεγονότων δημιουργεί την υποψία μιας επιχείρησης αναδημιουργίας της Ε.Κ..
Όχι φυσικά με αυτό το όνομα, αλλά ενός κόμματος που θα καταλαμβάνει τον αντίστοιχο χώρο.
Όχι δημιουργίας από την αρχή αλλά μετατόπισης ενός τμήματος της παράταξης σε νέο «πολιτικό οικόπεδο».
Μια νίκη, στην ρεβάνς της μάχης που κέρδισε ο «αερόλιθος εξ Αμερικής» το 1964.
Αν υπάρχει μια τέτοια, ουτοπική προσέγγιση, πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Ο χώρος της κεντροαριστεράς που στις εκλογές συγκέντρωσε 32% είναι κλειστός.
Δεν προσφέρεται για μετατοπίσεις αλλά ούτε και για συνεργασίες με την μορφή εφεδρείας.
Με άλλα λόγια δεν υπάρχει «Μεσσίας» για το Κέντρο. Το μέλλον ανήκει στην ΝΔ και εδράζεται στην ιστορία της.