Les elfes divinités de la nuit
Les elfes couchent dans mon lit.
La lune se faufile à pas de loup Dans le bois,
pour danser, pour danser avec nous.
Charles Trenet, Je chante!
Η ζέστη, ιδιαίτερα η καλοκαιρινή, μπορεί να είναι τόσο ευχάριστη, όσο και επικίνδυνη.
Για παράδειγμα ο θυμόσοφος ελληνικός λαός χρησιμοποιεί την έκφραση «τον βάρεσε η ζέστη στο κεφάλι» όταν κάποιος παραληρεί είτε στον προφορικό, είτε στον γραπτό λόγο.
Αν και το φετινό ρωσικό καλοκαίρι δεν δικαιολογεί τέτοιου είδους «διάγνωση», εντούτοις ο απογοητευμένος από τα αποτελέσματα της αλιείας σολομού συντάκτης του παρόντος σημειώματος, παραβίασε τον όρκο της «διαδικτυακής παρθενίας» που είχε δώσει όταν εγκαταστάθηκε, όπως κάθε καλοκαίρι τα τελευταία πέντε χρόνια, στο φιλόξενο νορβηγικό ψαροχώρι και άρχισε το «ψάρεμα» στα γνώριμα εικονικά ύδατα του «ρωσικού κόσμου», το οποίο αποδείχθηκε λίαν παραγωγικό.
Σε αυτό το σημείο, πριν ο υπογράφων αναφερθεί λεπτομερώς (και σε δυο συνέχειες) στο τί έπιασε το αγκίστρι του, ας του επιτρέψει ο ανυπόμονος αναγνώστης της φιλόξενης ΚΑΘΕΔΡΑΣ να μοιραστεί μαζί του κάποιες προσωπικές σκέψεις.
Στην επίμονη αναζήτηση κάποιας, έστω και της πιο ουτοπιστικής ιδέας, η οποία θα διαδεχόταν το από καιρό χρεωκοπημένο κρατικό ιδεολόγημα της αλήστου μνήμης Σοβιετικής Ενώσεως, η ρωσική διανόηση μετατράπηκε σε ένα ιδεολογικό «εκκρεμές», η ταλάντωση του οποίου κινείτο μεταξύ ακραίου φιλελευθερισμού και ακραίου συντηρητισμού.
Εντούτοις, παρ΄ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των εκπροσώπων αυτών των διαμετρικά αντιθέτων θεωρητικών κατευθύνσεων, καμία δεν κατάφερε να βρει ευρεία ανταπόκριση στην ρωσική κοινωνία, διότι τότε, τη δεκαετία του 90΄, τα προβλήματα που την απασχολούσαν ήταν ως επί το πλείστον οικονομικά και όχι πνευματικά.
Στην μετά Γιέλτσιν εποχή, όταν δηλαδή άρχισε να δημιουργείται σε διαφορετικές, εθνοκεντρικές ως επί το πλείστον βάσεις το νέο ρωσικό πολιτικό κατεστημένο, η ανάγκη για μια νέα, έστω και αναπαλαιωμένη, «εθνική ιδέα» κατέστη άκρως επιτακτική.
Αν και ο πειρασμός ήταν μεγάλος, όμως η ιδέα της αναγεννήσεως του δόγματος του κόμητος Sergey Semionovich Uvarov «Ορθοδοξία, Απολυταρχία, Έθνος (λαός)» φαινόταν τότε ξεπερασμένη και δεν ταίριαζε με τον κοσμικό χαρακτήρα που προωθούσε η νέα πολιτική ελίτ.
Όμως στις ιστορικές μεταβατικές περιόδους, ιδιαιτέρως του μεγέθους της πρώην ΕΣΣΔ, είναι σύνηθες το φαινόμενο δημιουργίας ουτοπικών αντιλήψεων και μύθων που σκοπίμως διαδίδονται στις κοινωνικές μάζες.
Μια τέτοια μαζική χειραγώγηση της δημόσιας συνειδήσεως δημιουργεί μια ουτοπική κοσμοαντίληψη, επιτρέποντας την ένωση ετερόκλητων πολιτικών και κοινωνικών ομάδων γύρω από έναν εθνικό ηγέτη στο όνομα ενός συγκεκριμένου στόχου. Και η ρωσική ιστορία δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ας μη λησμονούμε ότι η Ρωσία αποτελεί μια πρώην αυτοκρατορία, είναι η κληρονόμος της σοβιετικής υπερδυνάμεως που με τη σειρά της διαδέχθηκε την αυτοκρατορία των τσάρων, έτσι αυτό που βίωσε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως ήταν το άκρως οδυνηρό σύνδρομο της αιφνίδιας απώλειας του αυτοκρατορικού μεγαλείου.
Σε αυτά τα πλαίσια η Εκκλησία, το κύρος της οποίας είχε ζημιωθεί από τις αποκαλύψεις που αφορούσαν στην στρατολόγηση επιφανών αρχιερέων από την KGB, αναζητούσε και αυτή τον δικό της «ιδεολογικό θώκο», στρέφοντας παράλληλα το συνεσταλμένο της βλέμμα προς τη μεριά του Κρεμλίνου ούσα βέβαιη ότι σε αντίθεση με τους προηγούμενους οι νέοι ένοικοί του, αργά ή γρήγορα, θα αναγνωρίσουν την ωφελιμότητά της στην δημιουργία της ουτοπικής κοσμοαντιλήψεως.
Έτσι το υπό τον τότε Σμολένσκ Κύριλλο και μετέπειτα τον Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα Τμήμα Εξωτερικών Σχέσεων, άρχισε να διαδίδει την ιδέα της «συμφωνίας» Κράτους και Εκκλησίας, την οποία θεωρούσε ως ακρογωνιαίο λίθο της κρατικής οργανώσεως της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Με άλλα λόγια, όσο και αν προσπαθούσαν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι δεν είχαν υπόψη τους την «ανάσταση» της άκρως εθνοφυλετικής θεωρίας της «γ΄ Ρώμης», ουσιαστικά όλες αυτές οι ασυναρτησίες περί συμφωνίας είχαν αυτόν ακριβώς το σκοπό, δηλαδή την ένταξη της Εκκλησίας της Ρωσίας στα πολιτικά σχέδια των νέων ενοίκων του Κρεμλίνου.
Σύμφωνα με την υποκειμενική άποψη του γράφοντος, αυτό αποτέλεσε όχι μόνο την πρώτη προσπάθεια εκ μέρους της Εκκλησίας να δηλώσει την χρησιμότητά της, αλλά ταυτόχρονα ήταν και το πρώτο βήμα προς την απόλυτη εργαλειοποίησή της από το πολιτικό κατεστημένο της Ρωσικής Εκκλησίας.
Η αναγκαία κατά την άποψη του Κρεμλίνου αναθεώρηση του γεωπολιτικού και οικονομικού δόγματος της «νέας Ρωσίας», δηλαδή του ρόλου της στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα της μετά – Γιέλτσιν εποχής, δηλαδή της μετά-αυτοκρατορικής εποχής, κατέστησε σαφές ότι πλέον ο πατριωτισμός έχει ανάγκη, εκτός των άλλων, και μιας «μεταφυσικής» διαστάσεως, με άλλα λόγια μιας νέας, σύγχρονης παραλλαγής του δόγματος Uvarov.
Όμως η χρηστική αντιμετώπιση της Ρωσικής Εκκλησίας μόνο σε εθνικό επίπεδο δεν ήταν αρκετή, διότι σύμφωνα με το νέο ρωσικό γεωπολιτικό «δόγμα» Θρησκεία και Κράτος όφειλαν να προωθήσουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, τα ρωσικά συμφέροντα πέρα των ορίων του σύγχρονου ρωσικού κράτους.
Αν και το ρωσικό κράτος είχε αρχικά δηλώσει ότι οι ηθικές ιδιαιτερότητες των δυτικών κοινωνιών δεν το ενδιέφεραν, φυσικά ως ένα σημείο, και είχε συγκεντρώσει τις προσπάθειές του στην αύξηση των οικονομικών σχέσεων με τη Δύση, αποφεύγοντας να κατονομάσει κάποια συγκεκριμένη χώρα ως «εχθρό ν. 1», το Πατριαρχείο Μόσχας, θέλοντας με κάθε τρόπο να αποδείξει ότι, πρώτον, μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμο και, δεύτερον, ότι κατανοεί τις λεπτές αποχρώσεις των γεωπολιτικών ελιγμών του Κρεμλίνου, προσδιόρισε, πρώτα από όλα, έναν κοινό εχθρό – το Οικουμενικό Πατριαρχείο και, τρίτον, για την αποφυγή οποιωνδήποτε παρεξηγήσεων, διακήρυξε προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η «αγία Ρωσία» αναγεννάτε ως Φοίνικας από τις στάχτες έτοιμη να αμφισβητήσει όχι μόνο την μακραίωνη παράδοση των διορθοδόξων σχέσεων, αλλά ακόμα και τα νομοκανονικά θεμέλια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως π.χ. απέδειξε με την επαίσχυντη επέμβασή της στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
«Όσο για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, έχοντας επίγνωση της ιδιαίτερης ευθύνης της για τους προορισμούς των λαών που ιστορικά της ανήκουν, αγωνίζεται να κάνει τα πάντα για να καλλιεργήσει στους ανθρώπους την πίστη στην αλήθεια του Θεού, τον σεβασμό στην παράδοση και την αγάπη για την πατρίδα τους», δήλωνε στην ολομέλεια της Β΄ Συναντήσεως Ρωσίας και Αφρικανικών χωρών (27.7.2023), μια δήλωση που ουσιαστικά αποτελεί το θεμέλιο του εθνοφυλετικού ιδεολογικού μορφώματος του «ρωσικού κόσμου», της απαρχής του δόγματος «η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται». (Βλ. εδώ)
Έτσι, η ερμηνεία της εισπηδήσεως της «γ΄ Ρώμης» στο έδαφος του Αλεξανδρείας δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην απλή παραβίαση του κανονικού δικαίου όπως φαίνεται από την αναφορά του πατριάρχη Κυρίλλου σε αυτή την καθαρά πολιτική σύναξη:
«Πρόσφατα, εξηγεί ο ηγέτης του εκκλησιαστικού βραχίονα του ρωσικού κόσμου» στους Αφρικανούς πολιτικούς, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, ανταποκρινόμενη στα αιτήματα των Ορθοδόξων πιστών στην Αφρική, για την πνευματική τροφή των Ορθοδόξων στην ήπειρο αυτή και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη των δραστηριοτήτων μας στην Αφρική, δημιούργησε την Πατριαρχική Εξαρχία.
»Δυστυχώς, το 2019, ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, Πατριάρχης Θεόδωρος, υποκύπτοντας στις έξωθεν πιέσεις, αποφάσισε να αναγνωρίσει τη σχισματική ομάδα στην Ουκρανία.
»Αυτές οι θλιβερές συνθήκες, επαναλαμβάνω, ώθησαν τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία να δημιουργήσει την Πατριαρχική Εξαρχία Αφρικής τον Δεκέμβριο του 2021.
»Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, παραμένοντας στο έλεος ορισμένων δυτικών δυνάμεων, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα νέο σχίσμα στην Ορθοδοξία, αναγκάζοντάς μας να απαντήσουμε σε αυτό.
»Έτσι αποφασίσαμε να ιδρύσουμε την Εξαρχία στην αφρικανική ήπειρο.
»Το ποίμνιό μας δεν το αποτελούν μόνο Ρώσοι που ζουν στην Αφρική, αλλά και κάτοικοι της περιοχής που πρεσβεύουν την Ορθοδοξία και σήμερα ανήκουν στην Εκκλησία μας».
Αυτή η επίδειξη δυνάμεως του επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας ενώπιον ενός θεολογικά αδιάφορου κοινού σήμαινε ότι, στα πλαίσια των προσπαθειών εδραιώσεώς του στην Αφρικανική ήπειρο, το Κρεμλίνο, ίσως με πρωτοβουλία του ίδιου του Κυρίλλου, ο οποίος βλέπει την απώλεια του κύρους του μεταξύ των μελών του παραρτήματός του στην Ουκρανία να απειλή τις χιμαιρικές του επιδιώξεις να μετατραπεί στο αντίπαλο δέος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποφάσισε την αναβάθμιση του ουκρανικού εκκλησιαστικού ζητήματος (θα ήταν στρουθοκαμηλισμός να αρνούμαστε την ύπαρξή του) και την τοποθέτησή του σε ευρύτερη διεθνή κλίμακα από αυτή που είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αναφορά εκ μέρους του Ρώσου προκαθήμενου στην δήθεν επιρροή που ασκούν οι γνωστές-άγνωστες «δυτικές δυνάμεις» στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, όπως και σε όσους αναγνώρισαν την κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία Ουκρανίας, με πρώτο και καλύτερο τον Οικουμενικό Πατριάρχη, σε αυτή την αμιγώς όπως προείπαμε πολιτική σύναξη, δημιουργεί την εξής εύλογη απορία: αν οι πιέσεις που ασκούν οι κυβερνήσεις των χωρών της Βαλτικής προς τα παραρτήματα του Πατριαρχείου Μόσχας που λειτουργούν σε αυτές για να αποκηρύξουν «με το έτσι θέλω» την εξάρτησή τους από τη Μόσχα είναι καταδικαστέες (το λαϊκό κράτος δεν έχει δικαίωμα να δημιουργεί προσχήματα για να αναμειγνύεται σε εκκλησιαστικού χαρακτήρα εσωτερικές υποθέσεις ακόμα και αν πρόκειται για τις εκκλησιαστικές οργανώσεις της Ρωσικής Εκκλησίας), αυτή η πομπώδης εμφάνιση του πνευματικού ηγέτη του «ρωσικού κόσμου» ενώπιον των πολιτικών εκπροσώπων των Αφρικανικών χωρών, μπορεί εύκολα να αποτελέσει ένα προηγούμενο, το οποίο στο μέλλον θα δικαιολογεί τέτοιου είδους επεμβάσεις.
Αν όμως η παρουσία του ηγέτη της Ρωσικής Εκκλησίας ερμηνευθεί στη βάση της «λαχτάρας» του να αποτελέσει μια εκ των ηγέτιδων δυνάμεων της αναγεννήσεως της Αυτοκρατορίας και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι πολλοί εκ των ορθοδόξων προκαθημένων «σφυρίζουν» αδιάφορα με όλα τα καμώματα της «γ΄ Ρώμης», τότε ας μπει μια ταφόπλακα σε αυτό που αποκαλούμε «ορθόδοξος κόσμος» να τελειώνουμε!