Ήδη η λεγομένη «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση» στην Ουκρανία συνεχίζεται για περισσότερο από ένα χρόνο και από ότι φαίνεται ουδείς μπορεί να μιλήσει για το χρονοδιάγραμμα ολοκληρώσεώς της, εφόσον όλοι στο Κρεμλίνο καταλαβαίνουν ότι αυτή είναι μια απόφαση που θα λάβει ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος.
Εντούτοις, όσο και αν το παραπάνω ευρίσκεται εντός των γενικών πλαισίων της ρωσικής πολιτικής, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η αλήθεια πρέπει να αναζητηθεί αλλού και συγκεκριμένα στην ρεαλιστική γεωπολιτική κλασικού τύπου, στη λογική της οποίας, και όχι στις δικές του διαθέσεις ανταποκρίνεται και ο Ρώσος πρόεδρος, διότι διαφορετικά αυτή η σύγκρουση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η μανιώδης εμμονή ενός μόνο ατόμου, συνεπώς και το τέλος της συγκρούσεως θα ήταν δική του αποκλειστικότητα.
Όμως μια τέτοιου είδους προσέγγιση, στην πλάνη της οποίας υποκύπτουν συλλήβδην οι «επαρχιώτες» πολιτικοί ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, μπορεί να δικαιολογηθεί αν στηριχθούμε στις γεωπολιτικές απόψεις κάποιων δυτικών εμπειρογνωμόνων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Αν δε προσθέσουμε σε αυτό τις ιδιαίτερες γεωπολιτικές απόψεις των προερχόμενων εκ των μυστικών υπηρεσιών κάθε λογής ειδικών, εκπαιδευμένων στο να αναζητούν τα απόκρυφα κίνητρα οποιωνδήποτε αλλότριων πρωτοβουλιών, καθίσταται σαφές ότι έχουμε ενώπιόν μας ένα εκρηκτικό κοκτέιλ δυτικών εκτιμήσεων και ρωσικών εντυπώσεων, το οποίο σε ένα χρόνο κατάφερε να ανατρέψει τον βασιζόμενο σε «αρχές και κανόνες» υφιστάμενο κόσμο.
Για παράδειγμα ο George Friedman, επικεφαλής του Strategic Forecasting Inc., ευρύτερα γνωστού στις ΗΠΑ ως Stratfor, στις πολυάριθμες δημοσιεύσεις και ομιλίες του, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας, πρότεινε κάποιες συγκεκριμένες θέσεις, τις οποίες η Μόσχα έλαβε σοβαρά υπόψη της (βλ. George Friedman, The Next 100 Years: A Forecast for the 21st Century).
Οι κεντρικές ιδέες του Friedman για το μέλλον της Ρωσίας έχουν ως εξής.
«Η Πορτοκαλί Επανάσταση στην Ουκρανία τον Δεκέμβριο του 2004 – Ιανουάριο του 2005 σήμαινε ότι, το σύστημα σχέσεων που είχε αναπτυχθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έπαψε τελικά να λειτουργεί για τη Ρωσία.
»Οι Ρώσοι ηγέτες ερμήνευσαν τα γεγονότα στην Ουκρανία ως μια προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών να σύρουν την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, προετοιμάζοντας με αυτόν τον τρόπο το έδαφος για τη διάλυση της ίδιας της Ρωσίας.
»Για να είμαστε ειλικρινείς ένα μεγάλο ποσοστό αυτής της απόψεως είναι αλήθεια…
»Εάν η Δύση ήταν σε θέση να παγιώσει τον έλεγχο της Ουκρανίας, τότε τίποτα δεν θα προστάτευε τη Ρωσία από μια ενδεχόμενη επίθεση.
»Τα νότια σύνορα της Λευκορωσίας και τα νοτιοδυτικά σύνορα της Ρωσίας θα ήταν ανοιχτά για ένα μελλοντικό χτύπημα.
»Το στρατηγικό πρόβλημα της Ρωσίας συνίσταται στο ότι είναι μια τεράστια χώρα με συγκριτικά φτωχές γραμμές επικοινωνίας και ασήμαντο δίκτυο μεταφορών.
«Εάν λοιπόν η Ρωσία δεχόταν επίθεση σε ολόκληρη την γραμμή των συνόρων της, παρά το μέγεθος του στρατού της, θα ήταν ανίκανη να οργανώσει μια επιτυχή άμυνα.
»Η ουσία του ζητήματος είναι ότι οι ΗΠΑ χτίζουν έναν «υγειονομικό κλοιό» γύρω από τη Ρωσία και αυτό η Ρωσία το γνωρίζει.
»Η Ρωσία πιστεύει ότι σκοπός των ΗΠΑ είναι ο διαμελισμός της χώρας.
»Νομίζω όμως ότι δεν θέλουμε να εξοντώσουμε τους Ρώσους, απλά να τους τραυματίσουμε ελαφρά και να προκαλέσουμε ζημιές.
»Όμως, ούτως ή άλλως, επιστρέφουμε στο παλαιό παιχνίδι».
Το «ρωσικό ζήτημα» του Friedman πρέπει να επιλυθεί οριστικά στον εικοστό πρώτο αιώνα, το οποίο στη γλώσσα των σημερινών δυτικών πολιτικών σημαίνει ότι η Ρωσία πρέπει να υποστεί μια στρατηγική ήττα.
«Πρωταρχικός στόχος των ΗΠΑ είναι να μην επιτρέψουν στο γερμανικό κεφάλαιο και τη γερμανική τεχνολογία να συνδυαστούν με τους ρωσικούς φυσικούς πόρους και το εργατικό δυναμικό και να δημιουργήσουν έναν αήττητο συνδυασμό, κάτι που οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να αποτρέψουν εδώ και έναν αιώνα.
»Και τίνι τρόπο μπορεί σήμερα να αποφευχθεί η πραγματοποίηση αυτού του ρώσο-γερμανικού άξονα;
»Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα “ατού” στα χέρια τους, με το οποίο θα διασπάσουν αυτόν τον ανεπιθύμητο συνδυασμό – τη γραμμή μεταξύ των κρατών της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας », επισημαίνει ο Friedman και ολοκληρώνει τις παρατηρήσεις του λέγοντας:
«Τα τελευταία 100 χρόνια η Αμερική ακολουθούσε μια συνεπή εξωτερική πολιτική, κύριος στόχος της οποίας ήταν και παραμένει να αποτρέψει την συγκέντρωση υπερβολικής δυνάμεως από οποιαδήποτε χώρα στην Ευρώπη.
»Πρώτον από όλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να εμποδίσουν τη Γερμανία να κυριαρχήσει στην Ευρώπη, στη συνέχεια δε εμπόδισαν την ενίσχυση της επιρροής της ΕΣΣΔ».
Τις τοποθετήσεις του Friedman επαναλαμβάνει και ο Henry Kissinger (βλ. Henry Kissinger, WORLD ORDER), ο οποίος σημειώνει ότι:
«Σήμερα, το σύστημα που βασίζεται στους κανόνες έχει ένα πρόβλημα.
»Εκτός του δυτικού κόσμου, οι περιφερειακές δυνάμεις, οι οποίες ελάχιστα συμμετείχαν στην ανάπτυξη των ισχυόντων κανόνων, αμφισβήτησαν την αποτελεσματικότητά τους στην τρέχουσα διατύπωσή τους και επέδειξαν σαφώς την προθυμία τους να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την αλλαγή αυτών των κανόνων.
»Έτσι, η “διεθνής κοινότητα”, την οποία πολλοί επικαλούνται σήμερα, ίσως πιο επίμονα από οποιαδήποτε άλλη ιστορική περίοδο, δεν είναι σε θέση να συμφωνήσει –ή ακόμα και να διαπραγματευτεί– ένα σαφές και συνεπές σύνολο στόχων, μεθόδων και περιορισμών».
Είναι λοιπόν προφανές ότι, όταν ο Πούτιν ή ο Λαβρώφ εκφράζουν την αντίθεσή τους στους ισχύοντες «κανόνες του παιχνιδιού», στη διαμόρφωση των οποίων δεν συμμετείχαν, και επιμένουν αποκλειστικά σε κανόνες που βασίζονται στο διεθνές δίκαιο, δηλώνουν με αυτόν τον τρόπο ότι κατανοούν τις σημερινές διεθνείς διαδικασίες στα πλαίσια της λογικής που αναπτύσσει ο Kissinger.
Πριν από 100 χρόνια ο Αμερικανός πρόεδρος Woodrow Wilson έθεσε τα θεμέλια των αρχών της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, η οποία στηρίχθηκε στο «δόγμα» ότι, όλοι οι λαοί του κόσμου καθοδηγούνται από τα ίδια με την Αμερική κίνητρα και ηθικές αξίες και ότι όλοι οι άνδρες και γυναίκες του κόσμου βλέπουν το μέλλον τους παρόμοιο (αν όχι το ίδιο) με το μέλλον των Αμερικανών.
Συνεπώς η υπεράσπιση αυτών των αρχών αποτελεί τη βάση των ενεργειών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Η οικουμενικότητα του ανθρωπίνου ονείρου της δημοκρατίας, έτσι όπως την ερμηνεύουν οι ΗΠΑ, βρίσκεται στον πυρήνα μιας «δίκαιης παγκόσμιας τάξεως» αμερικανικού τύπου, στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εταίρους και συμμάχους σε όλο τον κόσμο, αποτελώντας οι ίδιες σε σύγκριση με αυτούς μια ανώτερη οικονομική και στρατιωτική δύναμη.
Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε το απλό αφήγημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής: οι άλλες χώρες έχουν μόνο συμφέροντα, συχνά εγωιστικά, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν αποκλειστικά τις αρχές της υποστηρίξεως της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της ευημερίας των λαών.
Ο Henry Kissinger αποκάλυψε την ουσία αυτού του φαινομένου:
«Ο αμερικανικός ιδεαλισμός και η αμερικανική αποκλειστικότητα αποτέλεσαν τις κινητήριες δυνάμεις στην οικοδόμηση μιας νέας παγκόσμιας τάξεως», υπογραμμίζει και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, «η πραγματική πρόκληση για τις αμερικανικές δεσμεύσεις στο εξωτερικό δεν είναι τόσο η εξωτερική πολιτική με την παραδοσιακή της έννοια, όσο ένα σχέδιο για τη διάδοση των αξιών, τις οποίες τα άλλα έθνη πιστεύεται ότι επιδιώκουν να αναπαράγουν».
Παρόλο που στη συνύφανση συμφερόντων και στρατηγικών εθνικής ασφάλειας είναι κάποτε δύσκολο να διακρίνουμε ένα μοναδικό, βασικό και αποφασιστικό στοιχείο, επειδή όλα είναι σημαντικά, όπως, π.χ., ο χρόνος πτήσεως και η προσέγγιση της στρατιωτικής υποδομής του αντιπάλου στα σύνορά σας, ο ενεργειακός ανεφοδιασμός και οι έγχρωμες επαναστάσεις, η υποστήριξη της αντιπολιτεύσεως από το εξωτερικό, φαίνεται ότι όλα αυτά ανάγκασαν τον Ρώσο πρόεδρο να συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε κάποια αδιαμφησβήτητη δικαιολογία για να αποφύγει την αναζωπύρωση του «ρωσικού ζητήματος».
Η αξιοπρεπής διαβίωση των Ρώσων στα ιστορικά τους εδάφη, το δικαίωμα στην πολιτιστική και γλωσσική αυτονομία, η ανάπτυξη των οικογενειακών και πολιτισμικών παραδόσεων από τα εκατομμύρια των Ρώσων ορθοδόξων της Ουκρανίας δεν ενδιαφέρει απολύτως καμία εκ των υπολοίπων εμπλεκομένων πλευρών.
Αυτό αποδεικνύει και η απολύτως ασυλλόγιστη απόφαση του πολιτικά αγράμματου προέδρου της Ουκρανίας να αφαιρέσει από την εκκλησιαστική οργάνωση του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία το δικαίωμα χρήσεως της Λαύρας των Σπηλαίων στο Κίεβο, ενώ από ότι φαίνεται επίκειται να ληφθεί παρόμοια απόφαση και για τη Λαύρα του Ποτσάγιεφ.
Απόφαση, η οποία όχι μόνο πλήττει ανεπανόρθωτα την κοινωνική ειρήνη, αλλά συνάμα υπονομεύει, από τη μια πλευρά, κάθε προσπάθεια προσεγγίσεως των δυο ορθοδόξων εκκλησιαστικών οργανώσεων, δηλαδή της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας και της οργανώσεως του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία, ενώ, από την άλλη, δημιουργεί ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην αναγνώριση της κανονικής Εκκλησίας από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Όπως και να το κάνουμε η όζουσα πανικού απόφαση του πολιτικά αγράμματου Ζελένσκι παραβιάζει κάθε έννοια θρησκευτικής ελευθερίας στην πολυτάραχη χώρα του, ένα γεγονός που αφήνει τους μέντορές του παγερά αδιάφορους.
«Ίλιγγος από τις επιτυχίες», για να θυμηθούμε το άρθρο του Ι. Β. Στάλιν που δημοσιεύθηκε στο 60ο φύλλο της εφημερίδας PRAVDA, στις 2 Μαρτίου 1930 («Головокружение от успехов. К вопросам колхозного движения»); Όμως, ορθώς θα διερωτηθεί ο απορημένος αναγνώστης της ΚΑΘΕΔΡΑΣ, πού είναι κρυμμένες αυτές οι… «επιτυχίες»;
Έτσι, η απάντηση του Ρώσου προέδρου στο «ρωσικό ζήτημα» μπορεί να χαρακτηρισθεί και ως κίνητρο υπαρξιακής σημασίας.
Ο κόσμος, που χάριν ευκολίας ονομάζουμε «δυτικό», έχοντας διαγράψει από την ιστορική του μνήμη σχεδόν ολόκληρο τον 20ο αιώνα εξαιτίας μιας παιδείας, η οποία σκοπίμως άγεται και φέρεται από τις αίολες αρχές ενός κίβδηλου και ασυνάρτητου καθωσπρεπισμού, δεν ήταν και δεν είναι σε θέση να κατανοήσει την αδυναμία του Ρώσου προέδρου να ενεργήσει διαφορετικά από ότι ενήργησε στην Ουκρανία.
Εδώ λοιπόν πρέπει να αναζητηθούν οι λόγοι για την αδιαλλαξία του Πούτιν και τις αναποτελεσματικές προσπάθειες ηγετών από τον Μακρόν και τον Μπάιντεν μέχρι τον Σι και τον Μόντι, να τον πείσουν να αλλάξει τις προτεραιότητές του.
Σε σχέση με το παραπάνω είναι επίσης εντυπωσιακό ότι, σε αυτόν το ένα και πλέον χρόνο της πολεμικής επιχειρήσεως το «ρωσικό ζήτημα» ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο δημόσιας συζητήσεως των επικριτών του Πούτιν και αυτό ουσιαστικά ακυρώνει ηθικά την οποιαδήποτε «ρωσική αντιπολίτευση».
Όσο η «ρωσική αντιπολίτευση» θα υποκύπτει στον «πειρασμό» των δυτικών ερμηνειών της ρωσικής πραγματικότητας, αρνούμενη να συμπεριλάβει το «ρωσικό ζήτημα» στις πολιτικές της προτεραιότητες και θα συνεχίσει να παρασύρεται από την αρρωστημένη ρωσοφοβία που προβάλλεται ως ένα από τα εργαλεία αντιμετωπίσεως της ρωσικής γεωπολιτικής, με άλλα λόγια αν δεν αρχίσει να στοχάζεται το πολιτικό μέλλον της Ρωσίας σε εθνική κλίμακα, θα είναι καταδικασμένη να ικανοποιείται από τα θλιβερά ποσοστά δημοτικότητας των αυτοεξόριστων ηγετών της.
Οι δυτικοί πολιτικοί, και ο γράφων το παρόν πόνημα επιμένει στον προσδιορισμό δυτικοί, εφόσον όπως έδειξε το ουκρανικό πρόβλημα ο άλλος, ο μακράν της Δύσεως κόσμος, έχει ήδη προ πολλού χαράξει τη δική του, εκτός των μονοπολικών πλαισίων πολιτική, πρέπει επιτέλους να αντιληφθεί ότι, η ειρήνη στην Ουκρανία δεν θα έλθει στη βάση μιας απολύτως χιμαιρικής βεβαιότητας για την ήττα της Ρωσίας, αλλά στην αποδοχή της πραγματικότητας μιας νέας «πολυφωνικής» παγκόσμιας πολιτικής.
Ουσιαστικά αυτή είναι και η απάντηση της Ρωσίας στο «ρωσικό ζήτημα»: είναι σαφές ότι, η βολική για πολλούς, αλλά όχι και για την ίδια τη Ρωσία, παλαιά και φθίνουσα τάξη πραγμάτων δεν μπορεί πλέον να «λειτουργεί» στο σύγχρονο κόσμο, εφόσον το εθνικό συμφέρον, το κάθε εθνικό συμφέρον, δεν συμπίπτει πλέον με το, ούτως ειπείν, οικουμενικό γεωπολιτικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ως θιασώτης του ορθού λόγου, ο υπογράφων το παρόν πόνημα θεωρεί ότι, κάθε άνθρωπος είναι όχι μόνο μοναδικός, αλλά συνάμα είναι και εντεταγμένος στην αντικειμενική πραγματικότητα.
Ως εκ τούτου αυτός είναι υπεύθυνος για την εκπλήρωση της αποστολής του στη γη. Και όχι μόνο δεν μπορεί να επιρρίψει το βάρος της δικής του ευθύνης σε άλλους, αλλά ούτε μπορεί και να την αποκηρύξει.
Ο υπογράφων αυτές τις προσωπικές και συνεπώς απολύτως υποκειμενικές σκέψεις, πιστεύει ότι, το παραπάνω, δηλαδή η συνείδηση της ιστορικής ευθύνης ενώπιον του ρωσικού έθνους και όχι των ιδίων συμφερόντων, αποτελεί εκείνη την αρχή, στην οποία στηρίζει τις επιλογές του ο Ρώσος πρόεδρος.
Οι παραπάνω απόψεις κάθε άλλο παρά πρέπει να ερμηνευθούν ως δικαιολογία της στρατιωτικής επεμβάσεως της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά να αναγνωσθούν ως συνέχεια του προσφάτου πονήματος του γράφοντος που φιλοξένησε η ΤΡΙΜΠΟΥΝΑ, δηλαδή μιας προσπάθειας να σκιαγραφηθεί το πολυσχιδές ιδεολογικό πλαίσιο, στο οποίο εντάσσεται η ρωσική «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση» και το οποίο της προσδίδει μια σχεδόν εσχατολογική διάσταση.