Προσγειώθηκε τις προάλλες στα email μου η νεότερη δημοσκόπηση που πραγματοποιεί η YouGov ανά περίπου δεκαπενθήμερο (διενεργηθείσα στις 10 και 11 Φεβρουαρίου) γύρω από τα ποια ζητήματα θεωρούν οι Βρετανοί ως σημαντικότερα.
Πίσω από το συντριπτικό 54% της απάντησης «Οικονομία» και το 51% της απάντησης «Μεταναστευτικό», χτυπητό είναι και το 23% που συγκέντρωσε η απάντηση «Περιβάλλον».
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο τα παρατεταμένα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι καταστροφικές πλημμύρες ανησύχησαν τους Βρετανούς.
Ακούνε για αεροχειμάρρους που έχουν ξεστρατίσει, για θερμά ρεύματα που τράβηξαν για άλλες ακτές, για νερά που ανεβαίνουν και για αντιπλημμυρικά κονδύλια που κατεβαίνουν.
Κοιτάζω το αντίστοιχο ποσοστό στις τρεις προηγούμενες δημοσκοπήσεις: 9% στα τέλη Γενάρη, 8% στα μέσα του μήνα, 6% στις αρχές του χρόνου. Μα οι πλημμύρες είχαν αρχίσει από τα Χριστούγεννα.
Έλα όμως που οι πολιτικοί αρχηγοί άρχισαν να μιλούν περί απειλής από την κλιματική αλλαγή κάποια στιγμή μέσα στον Φλεβάρη, με τον Εντ Μίλιμπαντ να κάνει λόγο για «ζήτημα εθνικής ασφαλείας».
Όσον αφορά τις πλημμύρες στη Βρετανία, η αλήθεια είναι ότι δεν έχει προκύψει σαφής επιστημονική ετυμηγορία ότι όλα οφείλονται στην κλιματική αλλαγή. Μάλλον το γενικό συμπέρασμα είναι πως τα καιρικά φαινόμενα προσέλαβαν περισσότερη ένταση λόγω της κλιματικής αλλαγής – μέχρις εκεί.
Θα έλεγε κανείς ότι οι πολιτικοί σε αυτή την περίπτωση, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, εμφανίστηκαν βασιλικότεροι του βασιλέως, κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα από τους περισσότερους ειδικούς.
Εν πάσει περιπτώσει, κάπως έτσι το θέμα της κλιματικής αλλαγής ξανάγινε πρωτοσέλιδο και τηλεοπτική είδηση. Πριν ξεσπάσει η κρίση το 2008 στον εκτός ελληνικού μικρόκοσμου κόσμο οι κουβέντες ήταν συχνές περί φαινομένου του θερμοκηπίου, τρύπας του όζοντος, πάγων που λιώνουν.
Εδώ στη Βρετανία το Πρωτόκολλο του Κιότο και ο έβδομος βασικός στόχος των Στόχων Ανάπτυξης της Χιλιετίας ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Σε τούτη εδώ τη χώρα βρίσκονται ίσως οι πιο ένθερμοι τιμητές των θεωριών περί ανθρώπινης αλλοίωσης των κλιματικών συνθηκών, αλλά και οι πιο φανατικοί πολέμιοι (εντάξει, εκτός ίσως από τις ΗΠΑ). Το θέμα είναι ότι οι συζητήσεις γίνονταν και περιελάμβαναν πέρα από την κλιματική αλλαγή γενικότερα θέματα περιβάλλοντος, όπως βιοποικιλότητα ή εξάντληση των φυσικών πόρων.
Και μετά ήρθε η κρίση. Θα μου πεις ποιος να μιλήσει για περιβάλλον όταν ο κόσμος πεινάει, όταν δεν έχει δουλειά. Είναι όλα θέμα προτεραιοτήτων. Αλλά για τους πολιτικούς ηγέτες, δεν υπάρχει δικαιολογία.
Το περιβάλλον δεν μπορεί παρά να είναι πάντα στις προτεραιότητές τους. Διότι μπορεί οι συγκεκριμένες πλημμύρες να οφείλονται ή να μην οφείλονται στον ανθρώπινο παράγοντα και την αλλοίωση του κλίματος, αλλά στο μέλλον ο ανελέητος χιονιάς στις ΗΠΑ, οι πλημμύρες στην Αγγλία και σε λίγα χρόνια η ξηρασία στη Μεσόγειο θα είναι ο κανόνας ή έστω είναι το πιο πιθανό να είναι ο κανόνας.
Ο New Statesman κάνει μια χρήσιμη παρατήρηση. Οι δύο άλλες φορές που στις δημοσκοπήσεις το περιβάλλον βρισκόταν ψηλά στις ανησυχίες των Βρετανών πολιτών ήταν την περίοδο 1988-1992 και το 2006-2007.
Το ’88 ήταν που η Μάργκαρετ Θάτσερ μίλησε ίσως για πρώτη φορά περί «παγκόσμιας υπερθέρμανσης», πιέζοντας στη συνέχεια τα Ηνωμένα Έθνη να υιοθετήσουν μία διεθνή συνθήκη για το κλίμα.
Βέβαια κάποια χρόνια αργότερα η σιδηρά κυρία χαρακτήριζε τον κλιματικό ακτιβισμό ως «μια θαυμάσια δικαιολογία για την προώθηση του υπερεθνικού σοσιαλισμού», χλευάζοντας τον Αλ Γκορ. Το 2006 οι Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν απαντούσαν στις προσπάθειες των Συντηρητικών να «πρασινίσουν» αναθέτοντας στον λόρδο Στερν τη σύνταξη της ομώνυμης έκθεσης-βίβλου για την επικινδυνότητα της κλιματικής αλλαγής.
Συμπέρασμα; Μπορεί οι πολίτες να βιώνουν τις συνέπειες της καταστροφής του περιβάλλοντος, να ανησυχούν και να θέλουν δράση, αλλά είναι η έμφαση που δίνουν οι ηγέτες τους (και τα ΜΜΕ) αυτή που τροφοδοτεί την ανάληψη πρωτοβουλιών και την άσκηση πιέσεων.
Όταν ο πρώτος μεταπολεμικός πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο ευφυής και υποτιμημένος Κλέμεντ Άτλι ρωτήθηκε ποια ήταν η συνεισφορά του προκατόχου του Γουίνστον Τσώρτσιλ στις προσπάθειες των Βρετανών να αντισταθούν στους Ναζί, απάντησε χωρίς δόση σαρκασμού: «Μιλούσε για αυτές».