H περίοδος στην οποία εισήλθαμε πυκνή εξελίξεων θα αποτελέσει το τέλος μιας πενταετίας που την χαρακτήρισε η ωμή επικυριαρχία της “τρόικας” και των πολιτικών της με συνεργάτες της πολιτικές και κοινωνικές εγχώριες δυνάμεις του συντηρητικού τόξου, που στην ιστορική εξέλιξη της χώρας θα φέρουν αυτό το στίγμα βαρύ κι ανεξίτηλο.
Η νέα περίοδος που προδιαγράφεται με αφορμή την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, είτε με επίσπευση της, με πρόωρες εκλογές το Νοέμβρη 2014, είτε με εκλογές στις αρχές Μαρτίου 2015, θα είναι η μετα-τρόικα εποχή.
Αλλά, θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις να είναι και μία νέα εποχή για την πατρίδα και την κοινωνία της.
Ως πολιτικός πρωταγωνιστής αυτής της περιόδου, ήδη, αναγνωρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, με ειδικό βάρος στον πρόεδρο του Α. Τσίπρα.
Η συγκυρία, τα στοιχεία της οποίας σε πρώτη ανάγνωση την δείχνουν απογοητευτική (και στην τρέχουσα εξέλιξη της είναι, πράγματι), διαμορφώνει, λόγω της πραγματικής αποτυχίας των πολιτικών της πενταετίας με την ταυτόχρονη βύθιση της οικονομίας και τη συσσώρευση μιας πλατιάς δυσαρέσκειας σ΄όλη την κλίμακα της κοινωνίας, καίριες και μοναδικού χαρακτήρα, -μετά από πέντε χρόνια-, προϋποθέσεις για μια σημαντική μια ουσιώδη αλλαγή στόχων, πολιτικών και πορείας.
Η νέα ηγεσία της χώρας, αξιοποιώντας την οριακή στιγμή των επερχόμενων εθνικών εκλογών, οφείλει να αναδείξει και στην Ευρώπη και παντού αυτά τα στοιχεία: την αποτυχία της ασκηθείσας πολιτικής που συσσώρευσε βαριά και τραγικά αδιέξοδα και στην οικονομία και στην κοινωνία και, ταυτόχρονα την ανάγκη, αλλά και την ετοιμότητα ύπαρξης και πραγματοποίησης μιας άλλης πολιτικής, ενός άλλου σχεδίου.
Η νέα ηγεσία της χώρας οφείλει να έχει πάνω σε μία τέτοια βάση και σε μια τέτοια προοπτική την έγκριση και υποστήριξη του ελληνικού Λαού, μέσω της ετυμηγορίας του. Το νέο “κοινωνικό συμβόλαιο” δεν μπορεί παρά να είναι πρόγραμμα στον αντίποδα των πολιτικών που εφαρμόσθηκαν, ανάταξης της οικονομίας, επαναθεμελίωσης και ανάπτυξης της παραγωγικής βάσης και εξόδου από την πολύμορφη ανθρωπιστική κρίση.
Το νέο “κοινωνικό συμβόλαιο” δεν μπορεί να είναι και να εξαντλείται σε μία (εκ)λογικίστικη λίστα παροχών, αλλά να είναι σχέδιο ανασυγκρότησης του έθνους, της οικονομίας και της κοινωνίας.
Πολύ περισσότερο αυτό το σχέδιο δεν μπορεί να έχει τα ίδια κοινωνικά και οικονομικά υποκείμενα της καταστροφικής περιόδου που κλείνει, δεν μπορεί να στηρίζεται στους ίδιους πρωταγωνιστές ή σε νέες τους μεταμορφωμένες συμπράξεις των κυρίαρχων κέντρων οικονομικής και μιντιακής εξουσίας της τελευταίας πενταετίας, για να μην πούμε, ορθότερα, της τελευταίας 30ετίας (από την εποχή των “νέων τζακιών” και εντεύθεν).
Οποιαδήποτε συσχέτιση και όποιες επιλογές στήριξης σε δυνάμεις τέτοιας φύσης και ποιότητας θα ακυρώσει κάθε δυναμική αλλαγής και απονευρώνει, σχεδόν εν τη γενέσει της, κάθε προοπτική εναλλακτικού σχεδίου εξόδου και ανάταξης.
Ταυτόχρονα, η ανάγκη ενός πραγματικού κοινωνικού -λαϊκού συσχετισμού (οργανωμένου, πολιτικοποιημένου, γεωγραφικά διαρθρωμένου και κοινωνικά διακλαδισμένου), που είναι ,- και πρέπει να εννοείται-, ως μία συνθήκη διαφορετικής ποιότητας και βάθους από την καταγραφή ενός μεγάλου εκλογικού ποσοστού, αποτελεί τη σημαντικότερη παράμετρο στήριξης σε περίοδο σκληρών διαπραγματεύσεων, έντονων μεταβολών και εφαρμογής μίας νέας πολιτικής παραγωγικής ανασυγκρότησης με νέες δυνάμεις και νέα προοπτική.
Παράλληλα, η Ευρώπη της αφύπνισης , των προοδευτικών συμμαχιών και των αγωνιστικών μετώπων πρέπει να αποτελεί μόνιμη, σταθερή και έμπρακτη στόχευση, που θα εγγραφεί την ύπαρξη και το βάρος της σε νέες αποφάσεις και διαρκείς ανατροπές για την αλλαγή της πορείας και την ακύρωση του νεο-φιλελευθέρου, επικυρίαρχου γερμανικού της μοντέλου.
Επιγραμματικά, επιδιώξαμε, σε αντιδιαστολή με την δημοσιογραφία των κυρίαρχων κέντρων και την αφοπλισμένη από τις σκοπιμότητες “κριτική” να θίξουμε σημεία για μια άλλη, πραγματικά θετική για την κοινωνία και την πατρίδα στρατηγική.
Θα επανέλθουμε (και για τα άλλα θέματα: της ουσίας των πολιτικών, των συμμαχιών, των άλλων κομμάτων, των αναγκαίων πρωτοβουλιών, της εναλλακτικής δυνατότητας)…