Πριν από λίγες δεκαετίες ο Τύπος αποτελούσε την φωνή της κοινωνίας των πολιτών.
Είχε αντικαταστήσει την Αγορά και το ελεύθερο Βήμα των δημοκρατικών πόλεων της Αρχαιότητας που είχαν ξεπεραστεί από τον ταχύ βηματισμό της ιστορίας.
Απαιτήθηκαν αιώνες καταπίεσης και η ανακάλυψη της τυπογραφίας που έδωσε πάλι φωνή στους πολίτες για να οργανωθούν και να αντισταθούν στις αυθαιρεσίες και στην εκμετάλλευση των ισχυρών.
Οι εξελίξεις οδήγησαν πάλι, μετά από δύο χιλιετίες, στην εξουσία τους εκπροσώπους των πολιτών.
Η συμβολή του Τύπου ήταν καθοριστική και ο ρόλος του προσδιορισμένος.
Η αντικειμενική ενημέρωση των πολιτών και ο έλεγχος των εξουσιών.
Υπήρξε το δημοκρατικό ανάχωμα στην κατάχρηση της πολιτικής εξουσίας, στην οικονομική εκμετάλλευση και στην δικαστική μεροληψία.
Αυτά την παλιά εποχή -που για την χώρα μας τελείωσε με την αποχώρηση της Ελένης Βλάχου– πριν από την έλευση του Κοσκωτά και των επιγόνων του οι οποίοι σήμερα έχουν εκπορθήσει σχεδόν το σύνολο των ΜΜΕ.
Παρακολουθώντας, η χειμαζόμενη κοινωνία, την διαμάχη που μαίνεται γύρω από την -την αδιαφανή-διανομή των 20 εκατομμυρίων στα ΜΜΕ αδυνατεί να κατανοήσει ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την «γαλαντομία» την κυβέρνηση.
Η απορία εντείνεται και από το γεγονός μιας αρχικής διγλωσσίας που δημιούργησε την εντύπωση ότι πρόκειται για fake news -όταν μάλιστα εκτός των διαψεύσεων στα τηλεοπτικά μηνύματα επισυναπτόταν και η διευκρίνιση ότι: «αυτό το μήνυμα μεταδίδεται δωρεάν από…»-.
Σε κάθε περίπτωση εκείνο που προκαλεί μεγαλύτερα ερωτηματικά είναι η ηθική πλευρά του ζητήματος.
Γιατί έπρεπε σε μια περίοδο που επιχειρήσεις έκλειναν –αρκετές από αυτές ανεπιστρεπτί- και εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έμεναν άνεργοι, να ενισχυθούν με αυτό το ποσό επιχειρήσεις που -τουλάχιστον στην περίπτωση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης- όχι μόνο δεν έχασαν το κοινό τους αντίθετα το αύξησαν λόγω του αναγκαστικού εγκλεισμού;
Ανεξάρτητα από αυτό, δημιουργεί ερωτηματικά το γεγονός ότι –στην αντιμετώπιση της πανδημίας που ακόμα και από εκπροσώπους του τύπου χαρακτηρίστηκε, έστω και καθ’ υπερβολή, πόλεμος- δεν αισθάνθηκαν την υποχρέωση να συμμετάσχουν σε αυτόν αφιλοκερδώς.
Οι πολίτες έχοντας παρακολουθήσει, πριν από λίγα χρόνια, να διατίθενται 60 και 70 εκατομμύρια για την εξασφάλιση μια τηλεοπτικής άδειας, εκ μέρους εκπροσώπων της οικονομικής ολιγαρχίας, αναρωτιόνται πως κανένας από αυτούς δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να διασώσει την τιμή του τύπου αποποιούμενος την «χορηγία».
Είναι απίθανο να είχαν ανάγκη τα χρήματα όταν δαπανούν πολλαπλάσια σε άλλους τομείς «εξαγοράζοντας» προβολή και πολιτική ισχύ.
Όταν δαπανούν αλλού αντίστοιχα ποσά για να διασφαλίσουν «κοινωνικό» προφίλ.
Ίσως τελικά η εξήγηση βρίσκεται στην επιθυμία προστασίας του «χορηγού».
Προκαλεί βεβαίως μεγαλύτερη εντύπωση το γεγονός ότι τα κομματικά έντυπα της Αριστεράς -αλλά και οι περιφερειακοί υποστηρικτές της- δεν αποποιήθηκαν αυτά τα χρήματα.
Η «τιμή» των ΜΜΕ έχει πληγεί ανεπανόρθωτα ανεξάρτητα από τις όποιες χορηγίες.
Οι καταγγελίες της διαπλοκής, ήδη από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1992, ήταν όχι απλώς βάσιμες αλλά σχετικά ήπιες.
Όσο και αν επιχειρεί ο Παπαχελάς με το χθεσινό άρθρο του να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους -τονίζοντας ότι οι «σύγχρονοι Ροβεσπιέροι» και οι «ακροδεξιοί λαϊκιστές» δημιουργούν συμπληγάδες από τις οποίες δύσκολα ξεφεύγουν όσοι «τολμούν να πουν την αλήθεια»- δεν έχει δίκιο όταν ρίχνει την κύρια ευθύνη γι’ αυτό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το γεγονός ότι σε αυτά πραγματικά ο κάθε ένας βγάζει τα εσώψυχά του δεν αναιρεί την πραγματικότητα μιας δημοκρατικής λειτουργίας η οποία ξαναδίνει φωνή στους πολίτες.
Την φωνή που τους στέρησαν οι εξελίξεις στα ΜΜΕ.
Την φωνή που τους ξαναέδωσε ο δημοκρατικός και κοινωνικός Τύπος όταν δεν είχε ακόμα καταλήξει να γίνει όργανο εξουσίας στα χέρια της οικονομικής ολιγαρχίας και της διαπλοκής.
Αν σε αυτά εκφράζονται «σύγχρονοι Ροβεσπιέροι» και «ακροδεξιοί λαϊκιστές» δεν αναιρείται το γεγονός ότι επίσης εκφράζεται ένα πολλαπλάσιο πλήθος με αναλύσεις και απόψεις που σε καμία περίπτωση δεν υστερούν σε σοβαρότητα και σε τεκμηρίωση ακόμα και από τους συντάκτες της εφημερίδας την οποία διευθύνει ο κύριος Παπαχελάς.
Έχοντας επιπλέον το τεκμήριο της ανεξαρτησίας από τα όποια δεσμά της «εκδοτικής σκοπιμότητας» και της «ορθοδοξίας» της σύνταξης του εντύπου.
Με άλλα λόγια δεν είναι μισθωτοί με τον κίνδυνο της ανεργίας να επικρέμαται, ούτε «παρασύρονται από την αδυναμία να γεμίσουν μια στήλη με βαθιές σκέψεις» με αποτέλεσμα να καταλήγουν σε «καφενειακές αναλύσεις».
Βέβαια, έχει δίκιο ο κύριος Παπαχελάς όταν διαπιστώνει ότι:
«Ο τόπος παρασύρεται από πλαστές πραγματικότητες γιατί κανείς δεν τολμούσε να πει την αλήθεια.
»Οι λίγοι πολιτικοί που το τόλμησαν έχουν ως μόνη παρηγοριά την υστεροφημία τους».
Είναι σαφές -από την χρήση του Ενεστώτα- ότι αναφέρεται σε ζώντες πολιτικούς και με δεδομένο ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναπτύχθηκαν κυρίως την τελευταία δεκαετία η όποια «δολοφονία χαρακτήρα», στην οποία αναφέρεται, δεν μπορεί να πραγματοποιήθηκε από αυτά.
Αντίθετα τα ΜΜΕ από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, κυρίως, είναι εκείνα που συστηματικά και αδιάντροπα προχωρούσαν σε «αγιογραφίες» και σε «δολοφονίες χαρακτήρων», μάλιστα όχι κατευθυνόμενα από «Φασισμό» ή «Μακαρθισμό» αλλά από τον Μαμωνά.
Είναι επομένως πασιφανές ότι αυτός που κυρίως έχει υποστεί την επίθεση των επ’ αμοιβή «δολοφόνων χαρακτήρων» είναι ο Κώστας Καραμανλής ο οποίος έχει αποτελέσει στόχο και αρκετών σταθερών συνεργατών-αρθρογράφων της Καθημερινής.
Άλλωστε δεν υλοποιούνται μόνο «συμβόλαια δολοφονίας χαρακτήρων» αλλά και αντίστοιχα δολοφονίας ολόκληρων κλάδων.
Είναι πρόσφατο το παράδειγμα με τις επιθέσεις που δέχθηκαν οι εκπαιδευτικοί της χώρας.
Ανεξάρτητα από τις όποιες αστοχίες των ηγεσιών τους, οι ανιστόρητες, σε βαθμό αθλιότητας, επιθέσεις που δέχθηκε το σύνολο των εκπαιδευτικών από «τακτοποιημένους» εκπροσώπους του Τύπου είναι χαρακτηριστικές.
Ανάμεσά τους ακραία παραδείγματα η αναφορά σε εκπομπή της ΕΡΤ («Στα Άκρα», 6/5/2020) ότι «εκπαιδευτικοί γίνονται οι χειρότεροι μαθητές» και σε άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/5) ο οποίος αναφερόμενος στους εκπροσώπους των εκπαιδευτικών ισχυρίζεται απαξιωτικά ότι: «το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας(sic) τους, δεν είναι σε θέση να υποστεί την διαδικασία της αξιολόγησης».
Όσον αφορά δε την λογοτεχνία, «μεγάλη εξόριστη της εκπαίδευσης» κατά τον ίδιο, έχει δίκιο αλλά με δύο παρατηρήσεις.
Πρώτον η μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό δεν βαρύνει τους εκπαιδευτικούς αλλά αυτούς που διαμορφώνουν τα προγράμματα και τα μέσα της εκπαιδευτικής πολιτικής και δεύτερον η λογοτεχνία, η ανάγνωση, ο διάλογος σε τελική ανάλυση η κριτική σκέψη είναι οι μεγάλοι εξόριστοι των νέων κοινωνικών συνθηκών(τηλεόραση, διαδίκτυο, υπέρμετρες υποχρεώσεις).
Οι εκπαιδευτικοί, ήταν αριστούχοι προερχόμενοι κυρίως από τις τάξεις των αγροτών και των εργαζομένων.
»Δεν φοίτησαν στα σχολεία των προνομιούχων ούτε περιέφεραν την ανία τους στην Rive Gauche.
Δίχως να αποτελούν εξαίρεση στα γενικότερα προβλήματα της εποχής δεν αξίζουν σε καμία περίπτωση να γίνονται στόχος απαξιωτικών επιθέσεων οι οποίες ναρκοθετούν το λειτούργημά τους.
Είναι καιρός οι λειτουργοί του Τύπου, αναλογιζόμενοι το «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω», να ασχοληθούν σοβαρά με την «τιμή» του οίκου τους.