Η άρνηση της Γερμανίας και των «δορυφόρων» της να εγκρίνουν την έκδοση Ευρωομολόγου για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας του κοροναϊού φέρνει ακόμα πιο κοντά αυτό που φαίνεται να είναι αναπότρεπτο. Το τέλος του Ευρωπαϊκού Ονείρου.
Γιατί ασφαλώς το όραμα που αναδύθηκε από τις εκατόμβες των νεκρών και τους ποταμούς αίματος των δύο παγκοσμίων πολέμων ήταν η δημιουργία μιας ειρηνικής, δημοκρατικής, υπερεθνικής Ευρώπης των λαών.
Αυτό βεβαίως, όπως και σε αντίστοιχες κοινωνικές και πολιτικές ανασυγκροτήσεις στο παρελθόν, προϋπέθετε την εγκατάλειψη κάθε εγωιστικής περιχαράκωσης και την δημιουργία ενός «νέου υποκειμένου» στο οποίο η ενιαία αγορά δεν ήταν το κύριο ζητούμενο.
Αντίθετα το ζητούμενο ήταν η γέννηση μιας νέας ομόσπονδης οντότητας στο διεθνές στερέωμα βασισμένης στην δημιουργία της «Ευρωπαϊκής ταυτότητας».
Πολιτικά ήταν και τα κριτήρια που ώθησαν την Ελλάδα να γίνει η πρώτη χώρα που υπέβαλλε αίτημα για συμμετοχή στο εγχείρημα των έξη αρχικών μελών.
Η πρώτη διεύρυνση, το 1973, συμπεριλαμβάνοντας το Ηνωμένο Βασίλειο ίσως ήταν η πρώτη δυσχέρεια που προστέθηκε στην υλοποίηση του τελικού στόχου.
Το γεγονός, όμως, που αποτέλεσε τον καταλύτη στην ουσιαστική αποδυνάμωση του Ευρωπαϊκού Φεντεραλισμού ήταν η πτώση του Ανατολικού μπλοκ και οι επακόλουθες εξελίξεις.
Φαίνεται λογικό για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τότε, να ήταν η τελευταία ευκαιρία της να προχωρήσει στην ουσιαστική ενοποίηση που θα οδηγούσε στην δημιουργία μιας Ομοσπονδίας με ενιαίες δομές άμυνας, εξωτερικής πολιτικής, οικονομίας και εν τέλει με ενιαία σύνορα.
Μιας δομής στην οποία οι δηλώσεις περί «αλληλεγγύης» δεν θα είχαν ούτε την υποχρέωση της υποταγής ούτε την έννοια της ελεημοσύνης.
Επίσης μιας δομής στην οποία η δήλωση για τα «σύνορα της Ευρώπης» δεν θα ήταν κενό γράμμα αλλά επιβεβαίωση της ρητής κοινής υποχρέωσης υπεράσπισης τους που θα γινόταν κατανοητή από εχθρούς και «φίλους».
Μετά το 1989 ο πολιτικός στόχος υπερκεράστηκε ανεπιστρεπτί από τον οικονομικό.
Η λογική της «Ενιαίας Αγοράς» έγινε κυρίαρχη παραμερίζοντας την αναγκαιότητα της Ευρωπαϊκής πολιτικής ολοκλήρωσης.
Η δυναμική επικυριαρχία του οικονομικού επί του πολιτικού εκδηλώθηκε με την κατακλυσμιαία επιτάχυνση των διευρύνσεων και με την λανθασμένη προτεραιότητα στο ενιαίο νόμισμα.
Εκχωρήθηκαν στην Γερμανία δύο όπλα τα οποία την βοήθησαν να εξελιχθεί σε επικυρίαρχο της Ε.Ε. ή σε αυτό που κάποιοι αποκαλούν το 4ο Ράιχ.
Ήταν απόλυτα λογικό και δικαιολογημένο ο διχοτομημένος Γερμανικός λαός να διεκδικεί την επανένωσή του.
Ήταν φυσικό και δίκαιο οι λοιπές Ευρωπαϊκές χώρες να ικανοποιήσουν αυτό που εκ των πραγμάτων δεν ήταν απλά ένα κυρίαρχο αίτημα αλλά μια πολιτική και κοινωνική αναγκαιότητα.
Ήταν λάθος όμως και μάλιστα τεράστιο να θεωρηθεί «αντίδοτο» στην ενοποίηση η καθιέρωση κοινού Ευρωπαϊκού νομίσματος.
Όταν κάθισαν στο τραπέζι οι τέσσερις νικήτριες του Β’ Παγκοσμίου με τα δύο Γερμανικά κράτη για να συζητήσουν την ενοποίηση ο όρος που τέθηκε από τον Μιτεράν ήταν αυτός ακριβώς. Σύμφωνα με τον Dirk Muller («ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ», εκδόσεις Λιβάνη, 2013) ο, τότε, Καγκελάριος της Γερμανίας Χ. Κολ θεωρούσε λάθος αυτήν την εξέλιξη.
Συγκεκριμένα στις 6/11/91 δήλωνε στο Γερμανικό Κοινοβούλιο: «Δεν θα κουραστώ να το λέω.
»Η πολιτική ένωση είναι ο απαραίτητος αντίποδας στην οικονομική και νομισματική ένωση.
»Η πρόσφατη ιστορία –και μάλιστα όχι μόνο της Γερμανίας- μας διδάσκει ότι η ιδέα μιας βιώσιμης οικονομικής και νομισματικής ένωσης χωρίς την πολιτική ένωση είναι εσφαλμένη».
Ο Μιτεράν και η Γαλλία έκαναν το στρατηγικό λάθος αντί να αποδυναμώσουν, όπως πίστευαν, την Γερμανία αναγκάζοντάς την να εγκαταλείψει το μάρκο να την εξοπλίσουν με ένα ισχυρό οικονομικό όπλο. Το ενιαίο νόμισμα.
Το λάθος της Γαλλίας και του Μιτεράν προφανώς εξυπηρετούσε επιπλέον όλους εκείνους που δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να δουν την Ευρώπη να εξελίσσεται σε ολοκληρωμένη πολιτική οντότητα.
Ούτε η Ρωσία αλλά, φυσιολογικά, ούτε οι ΗΠΑ επιθυμούσαν άλλον έναν ανταγωνιστικό παίχτη στην γεωπολιτική σκακιέρα.
Εκτιμούσαν –και δεν είχαν άδικο- ότι ο οικονομικός δεσμός -που προωθούσε η ενιαία αγορά και το κοινό νόμισμα δίχως την πολιτική ένωση- θα δημιουργούσε σύντομα ανισορροπίες, εσωτερικές τριβές και αντιπαραθέσεις στα μέλη της Ένωσης αναβιώνοντας εθνικισμούς και δυναμώνοντας τις δυνάμεις που ήταν πάντοτε αντίθετες στην ιδέα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας. Οι εξελίξεις τους δικαιώνουν.
Αν το ενιαίο νόμισμα προσέφερε στην Γερμανία –και στους φανερούς και κρυφούς εχθρούς της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης- ένα βραδυφλεγές οικονομικό όπλο, η πολιτική που παρέδωσε την Ευρώπη στο Γερμανικό οικονομικό imperium ήταν η ραγδαία προώθηση της διεύρυνσης.
Τα 12 κράτη του 1990 έγιναν μέσα σε μόλις 17 χρόνια 28.
Το γεγονός αυτό δεν καθιστούσε μόνο, αυταπόδεικτα, πολύ πιο δυσχερή τον στόχο της πολιτικής ένωσης –εξέλιξη που εξυπηρετούσε τους εχθρούς της Ε.Ε.- αλλά παράλληλα -και περισσότερο καθοριστικά- προσέφερε στον Γερμανικό οικονομικό επεκτατισμό έναν ευρύ και φιλικό γεωγραφικό χώρο για να αναπτυχθεί.
Ταυτόχρονα και μοιραία αποδυναμώθηκε η αναπτυξιακή δυνατότητα των παλαιών μελλών αφού όχι μόνο οι νέες επενδύσεις, αναζητώντας ευκαιρίες, αλλά και πολλές παλιές παραγωγικές μονάδες κατευθύνθηκαν στις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ εκμεταλλευόμενες το φτηνό εργατικό δυναμικό και τις πιο ελαστικές σχέσεις εργασίας.
Χαρακτηριστικά, όπως παρατηρεί ο Μ. Ιγνατίου, μέσα σε έξη χρόνια(2002-2008), η ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας υποχώρησε κατά 25% ενώ οι εξαγωγές ήδη «το 2002, οπότε ξεκίνησε η χρήση του ευρώ, μειώθηκαν κατά 8,4%!»(Μ. Ιγνατίου, «ΤΡΟΪΚΑ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ»).
Η παγκόσμια οικονομική κρίση, -που ξέσπασε το 2008 αποκαλύπτοντας τη γύμνια οικονομικών κολοσσών όπως η Lehman Brothers αλλά και την τουλάχιστον ύποπτη λειτουργία των εταιρειών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας(Fitch, M.S., S&P) οι οποίες τα εύρισκαν όλα άριστα-, αποκάλυψε ότι ο «βασιλιάς είναι γυμνός».
Φυσικά η χρηματοοικονομική φούσκα κλόνισε την Ευρώπη φανερώνοντας τις αδυναμίες της.
Οφείλουμε όμως να παρατηρήσουμε ότι, αν η παγκοσμιοποίηση υπήρξε ο «ξενιστής» που μετέφερε τον ιό της χρηματοοικονομικής μόλυνσης, η λειτουργία του ευρώ δημιούργησε τις συνθήκες για την εξάπλωση αυτού του ιού στην Ευρώπη.
Η διευκόλυνση του δανεισμού, όχι τόσο του Δημόσιου όσο κυρίως του Ιδιωτικού Τομέα είναι αποτέλεσμα του ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα οι χορηγήσεις των τραπεζών, από 85,37 δισ. το 2002 αυξήθηκαν σε 233,35 δισ. ευρώ το 2008, δηλαδή σχεδόν τριπλασιάστηκαν με άλματα από χρόνο σε χρόνο.
Ενώ η πανδημία εξαπλώνεται, σκορπώντας τον θάνατο στην Ευρώπη, και ενώ η οικονομική δραστηριότητα έχει τεθεί σε αναγκαστικό κώμα, η δραματική έκκληση του Προέδρου της Ιταλίας όρισε το διακύβευμα:
«Ελπίζω όλοι να κατανοήσουν πλήρως, πριν να είναι πολύ αργά, την σοβαρότητα της απειλής για την Ευρώπη.
»Η αλληλεγγύη δεν απαιτείται μόνον από τις αξίες της Ένωσης, αλλά αποτελεί και κοινό συμφέρον» είπε, επισημαίνοντας ότι είναι το κοινό συμφέρον των μελλών της Ε.Ε. που επιβάλλει την αλλαγή στάσης.
Η αλλαγή στάσης, όμως, δεν πρέπει να εξαντλείται στην έκδοση ευρωομολόγων.
Αλλά να εκδηλωθεί με την έμπρακτη και αποφασιστική συμπαράταξη στα μέλη που απειλούνται ή των οποίων αμφισβητούνται τα εθνικά δίκαια και η εθνική κυριαρχία.
Η τελευταία επισήμανση αφορά και την Ιταλία.