23 Απριλίου 1827, Φάληρο.
Η δολοφονία του Αρχιστράτηγου Γεωργίου Καραΐσκάκη σφραγίζει τη μοίρα της Επανάστασης και την πορεία της νεότερης Ελλάδας.
Ο «Γιός της Καλογριάς» πυροβολείται από πίσω, δηλαδή από «ελληνικό» χέρι, καθώς κάλπαζε προς την πρώτη γραμμή της μάχης.
Ο Καραΐσκάκης ήταν το δεύτερο εμπόδιο στον σχεδιασμό των Άγγλων και των «Ελλήνων» πολιτικάντηδων για μια «ανεξαρτησία» περιορισμένη στα όρια της Πελοποννήσου, ουσιαστικά για ένα «ελεύθερο» κρατίδιο υπό κηδεμονία.
Τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, το πρώτο εμπόδιο, είχαν καταφέρει να τον εξουδετερώσουν από την αρχή.
Ο Καραΐσκάκης όμως ήταν παρών και τους «χάλαγε τη σούπα».
Προσπάθησαν να τον βγάλουν από την μέση με όλους τους τρόπους-μέχρι και «δίκη» έστησε ο Μαυροκορδάτος λίγο πριν από την δολοφονία της 23ης Απριλίου 1827, με την κατηγορία της… προδοσίας και τον καταδίκασαν σε θάνατο!
Αλλά τρόμαξαν και οι ίδιοι με τις συνέπειες που θα είχε η εκτέλεση του Καραΐσκάκη, καθώς μάλιστα στο πεδίο των μαχών η απουσία του Αρχιστράτηγου είχε προκαλέσει τεράστια προβλήματα και αναγκάστηκαν να τον επαναφέρουν άρον-άρον και να του αναθέσουν να αντιμετωπίσει τους Τούρκους στην Αθήνα.
Εκεί όμως είχαν ήδη στήσει το σκηνικό της «τελικής λύσης», ορίζοντας τους δύο Άγγλους στρατηγούς, τον Κόχραν και τον Τσωρτς, ως… αρχηγούς των ελληνικών δυνάμεων, με σαφή εντολή να οδηγήσουν τους επαναστατημένους Έλληνες, οι οποίοι πολεμούσαν σε σχηματισμό αντάρτικων σωμάτων, σε μετωπική επίθεση εναντίον του οθωμανικού τακτικού στρατού.
Ο Καραΐσκάκης αντέδρασε, αρνήθηκε και δολοφονήθηκε.
Την επομένη ημέρα, οι δύο Άγγλοι οδήγησαν τους Έλληνες στην Μάχη του Αναλάτου (περίπου εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η Νέα Σμύρνη) που είχε ως φυσικό αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή.
Έτσι, ο ρόλος της Αγγλίας και της Γαλλίας ως «εγγυητριών» της ελληνικής Ανεξαρτησίας, κατοχυρώθηκε οριστικά, με την Ρωσία να παίρνει κι αυτή το «κομμάτι» της.
Ακολούθησαν το Ναβαρίνο και η Συνθήκη του Λονδίνου και, φυσικά, οι συνεχείς εξωτερικοί δανεισμοί που είχαν ξεκινήσει ήδη από την αρχή της Επανάστασης.
Και οι αντίστοιχοι «πολιτικοί ηγέτες» από τον Μαυροκορδάτο μέχρι τους σύγχρονους που έστησαν το «κράτος» των νέο-ραγιάδων, με δανεικό χρήμα, μπόλικη «εθνικοφροσύνη», ασύλληπτη (κυριολεκτικά και μεταφορικά) διαφθορά και διαρκή υποτέλεια στους ξένους.
Το τρίτο μεγάλο εμπόδιο εκείνης της Γενιάς, ο Κολοκοτρώνης, τη «γλίτωσε» με μια καταδίκη σε θάνατο που δεν εκτελέστηκε ποτέ.
Τραγική ειρωνεία, την ώρα που ο Καραΐσκάκης ψυχορραγούσε τυλιγμένος σε μια κουβέρτα στο κατάστρωμα του αγγλικού πλοίου όπου τον μετέφεραν μετά τον θανάσιμο τραυματισμό, έφτανε το γράμμα του Κολοκοτρώνη που τον συμβούλευε να προσέχει και να μην μπαίνει διαρκώς πρώτος στην μάχη…
Ήξερε ο Γέρος, ότι ο πιο μεγάλος κίνδυνος ήταν πάντα οι «Έλληνες».
«Ταιριαστός» επίλογος στην εθνική τραγωδία της δολοφονίας:
Τα οστά του Καραΐσκάκη που βρίσκονταν στο γνωστό μνημείο στον Πειραιά, πετάχτηκαν κατά λάθος στη θάλασσα από ιδιωτικό συνεργείο στο οποίο ο Δήμος Πειραιά είχε αναθέσει εργασίες… αναβάθμισης του μνημείου!
Πότε; Επί χούντας, επί δημαρχίας Σκυλίτση, τότε δηλαδή που ξεχείλιζε η… «εθνικοφροσύνη».
19 Ιανουαρίου 1828, Βιέννη, οδός Λαντ Στράσσε, αριθμός 31
Στο ισόγειο του πανδοχείου έπαιζε κάποτε πιάνο ο Μπετόβεν…
Σε ένα δωμάτιο του πρώτου ορόφου, η ψυχή του Αλέξανδρου Υψηλάντη αποχωρίστηκε εκείνη την ημέρα από το τσακισμένο σώμα του ύστερα από το πολύχρονο μαρτύριο στη φοβερή φυλακή του Μουνκάς.
Το όραμά του για μια Πατρίδα και μια Ευρώπη χωρίς «Ιερές Συμμαχίες» και τυράννους, είναι ζωντανό σήμερα όσο και τότε.
Ο Αρχηγός της Επανάστασης, ο Πόντιος από τα Ύψηλα, αυτός που διάβηκε τον Προύθο με τον Ιερό Λόχο για να σταθεί στις Θερμοπύλες του ΄21, παραμένει ένας «ενοχλητικός» Ήρωας -ίσως γιατί αν διαβαστεί προσεκτικά το «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», το εναρκτήριο σάλπισμα της Εθνεγερσίας, θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τους διαχρονικούς κήρυκες της υποταγής στους εκάστοτε «προστάτες», «συμμάχους» και… «εταίρους».
25 Σεπτεμβρίου 1849, Πειραιάς.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος» όπως τον αποκάλεσαν μετά τα Δερβενάκια, ο πολεμιστής που ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς του Ναπολέοντα τον χαιρέτισε ως τον «κορυφαίο ξιφομάχο της Ευρώπης», ανταμώνει ξανά στον ουρανό με τον θείο του, τον Γέρο του Μωριά.
Ο Νικηταράς μετά την Απελευθέρωση στάθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια.
Όταν επικράτησαν οι Βαυαροί, τον φυλάκισαν ως «ρωσόφιλο».
Κάθε πρωί τον έβγαζαν από το κελί του και τον περιέφεραν αλυσοδεμένο στα σοκάκια της Αίγινας.
Η μικρή του κόρη, βλέποντας τον καθημερινό διασυρμό του πατέρα της, έχασε τα λογικά της.
Ο ίδιος έμεινε τυφλός από τις κακουχίες.
Βγήκε από τη φυλακή βαριά άρρωστος.
Καθώς ήταν πάμπτωχος, τον συντηρούσαν ο θείος του ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης.
Στα στερνά του, κατάφερε και εξασφάλισε μία άδεια να… επαιτεί κάθε Παρασκευή στα σκαλιά της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά.
Εκεί τον βρήκε μία μέρα ένας ξένος Πρέσβης που είχε μάθει για τις περιπέτειες του.
Τον πλησιάζει και τον ρωτά γιατί βρισκόταν εκεί, αν είχε κάποια ανάγκη…
Ο Νικηταράς, αντιλαμβανόμενος ότι μιλούσε με ξένο του απαντά:
«Είμαι εδώ χάρη στην Πατρίδα που με φρόντισε και μου έβγαλε σύνταξη και ζω καλά.
»Κι έρχομαι να δω αν ζουν το ίδιο καλά και οι συμπατριώτες μου».
Ο Πρέσβης κάνει να φύγει και, τάχα κατά λάθος, αφήνει να του πέσει ένα πουγκί με λίρες.
Ακούει ο Νικηταράς τον θόρυβο, καταλαβαίνει και του φωνάζει:
«Γύρνα πίσω, σου έπεσαν τα λεφτά σου».
Ο ξένος Πρέσβης γύρισε και τα μάζεψε από κάτω.
Έπειτα στάθηκε προσοχή, χαιρέτησε στρατιωτικά και έφυγε…