Στις 25 Δεκεμβρίου 1995 ξεκίνησε η κρίση των Ιμίων με την προσάραξη του τουρκικού φορτηγού πλοίου Φιγκέν Ακάτ σε αβαθή ύδατα κοντά στην Ανατολική Ίμια.
Το Ακάτ εξέπεμψε σήμα κινδύνου αλλά αρνήθηκε την βοήθεια ρυμουλκού από το λιμεναρχείο Καλύμνου με την αιτιολογία ότι βρισκόταν σε τουρκικά ύδατα, άρα στην αρμοδιότητα της τουρκικής ακτοφυλακής.
Ακολούθησε η επίσημη διακοίνωση του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών στις 29 Δεκεμβρίου ότι οι νησίδες Ίμια ανήκουν στην Τουρκία, παρά το γεγονός ότι το πλοίο είχε αποκολληθεί ήδη από την προηγούμενη ημέρα από ελληνικά ρυμουλκά και η υπόθεση κλιμακώθηκε τις επόμενες εβδομάδες με την γνωστή κατάληξη.
Η κρίση των Ιμίων είναι ο προάγγελος αυτών που ζει σήμερα ο Ελληνισμός στην Ελλάδα και στην Κύπρο καθώς κλιμακώνεται η τουρκική επιθετικότητα.
Η ανακάλυψη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στον θαλάσσιο χώρο της ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου είναι προφανώς η αιτία που η άρχουσα τάξη της Τουρκίας έχει επιλέξει την ολομέτωπη επίθεση που εκδηλώνεται προς το παρόν με την απειλή χρήσης βίας αλλά θα κλιμακωθεί με πειρατικές «εμφανίσεις» τόσο του τουρκικού πολεμικού ναυτικού όσο και των «ερευνητικών» σκαφών της γείτονος.
Την παράνομη συμπεριφορά της Τουρκίας αποθρασύνουν τόσο η στήριξη ή η ανοχή του «διεθνούς παράγοντα», όσο και η διάρρηξη του εσωτερικού μετώπου από τους διαχρονικούς κήρυκες του «κατευνασμού», ο οποίος έχει αποδειχθεί ολέθριος για τα εθνικά μας δίκαια.
Η εγχώρια άρχουσα τάξη, σε αντίθεση με την τουρκική, δεν απέκτησε ποτέ εθνική συνείδηση.
Υπήρξε πάντα ξενόδουλη, κουβαλά πάντα την παράδοση του «κοτζαμπασισμού» και του ραγιαδισμού.
Γι αυτό και από την τραγική κατάληξη της «Μεγάλης Ιδέας» το 1922 μέχρι σήμερα, με μικρά χρονικά διαλείμματα, η Ελλάδα δεν ανέπτυξε ποτέ αυτόνομη, εθνοκεντρική εξωτερική πολιτική και εναπόθεσε μοιρολατρικά την υπεράσπιση των δικαίων της στους εκάστοτε «προστάτες».
Αντιθέτως, η γειτονική χώρα, ήδη από την δεκαετία του 1950, άρχισε το μεθοδικό «ξήλωμα» της Συνθήκης της Λωζάνης, πραγματοποίησε σε δύο κύματα στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο με τα γνωστά επακόλουθα και διατηρεί, ανεξαρτήτως των εσωτερικών πολιτικών της συσχετισμών, σε μόνιμη βάση την ψυχροπολεμική της στρατηγική με μόνιμο στόχο την «επαναδιαπραγμάτευση» του συνόλου των θεμάτων που η ίδια θεωρεί «ανοιχτά».
Σε αυτή την πορεία διολίσθησης, η κρίση των Ιμίων και τα επακόλουθά της είναι το μοιραίο «σταυροδρόμι».
Με τους «χειρισμούς» του Σημίτη και της παρέας του, η τότε κυβέρνηση παραιτήθηκε από την εθνική κυριαρχία επί ελληνικού εδάφους, ενώ με την Διακήρυξη της Μαδρίτης το 1997 αναγνώρισε… «νόμιμα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο»!
Ποια «συμφέροντα»; Αυτά για τα οποία η Τουρκία έχει επισήμως από το 1982 προειδοποιήσει ότι η… «αμφισβήτησή» τους από την Ελλάδα αποτελεί «casus belli» -όπου «αμφισβήτηση» κατά την Τουρκία είναι η άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και συγκεκριμένα από το Δίκαιο της Θάλασσας.
Οφείλουμε προφανώς να αντιμετωπίσουμε την τουρκική απειλή με επίγνωση των συσχετισμών δύναμης, αλλά δεν οφείλουμε και, κυρίως, δεν δικαιούμαστε να παραδοθούμε στον τουρκικό επεκτατισμό επειδή αυτό μας υποδεικνύει η εγχώρια άρχουσα τάξη που βιάζεται να κάνει «μπίζνες συνεκμετάλλευσης» στις πλάτες του Ελληνισμού.
Απέναντι στις φωνές της δήθεν «σύνεσης» πρέπει να ορθώσουμε ένα τείχος εθνικής ομοψυχίας απαιτώντας από την διεθνή κοινότητα την έμπρακτη καταδίκη της τουρκικής απειλής και να απομονώσουμε τις «φωνές» που προάγουν την ηττοπάθεια και την λογική του ανέντιμου «συμβιβασμού».
Και πάνω από όλα, οφείλουμε να στηρίξουμε αποφασιστικά, ηθικά και υλικά, τις Ένοπλες Δυνάμεις μας που αποτελούν την εγγύηση της υπεράσπισης των εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και της Ελευθερίας του Λαού μας.