Όλοι οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους. Έτσι, στην περίπτωση της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα το «θαύμα» διατηρείται άθικτο εδώ και δεκαετίες.
Κάθε φορά που χαμηλώνει το αφορολόγητο τα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών και διαφόρων άλλων «αναξιοπαθούντων» της «αγοράς» παίζουν κρυφτούλι με την εφορία.
Αν εφαρμοστεί από το 2020 η ρήτρα του μνημονίου για μείωση του αφορολόγητου είναι σίγουρο ότι οι «συνήθεις ύποπτοι», για μια ακόμα φορά θα «βιώσουν» τεράστια απώλεια εισοδήματος.
Αντικριστά οι δύο ολοσέλιδες ειδήσεις στις οικονομικές σελίδες της Καθημερινής(22/3/19) προκαλούν.
Στην μία ο τίτλος: «Το 50% του φόρου εισοδήματος πληρώνει το 5% των φορολογουμένων», με υπότιτλο «Έξη εκατομμύρια καταβάλουν κατά μέσον όρο 92 ευρώ στην εφορία» και στην άλλη -παρέχοντας εμμέσως μια από τις ερμηνείες του φαινομένου- «Διακοσμητικό το POS για 1 στους 4 επαγγελματίες» με την διευκρίνιση μάλιστα ότι «δεν έχουν πραγματοποιήσει καμία συναλλαγή με κάρτες»!
Στην κατηγορία των φορολογικών «υποζυγίων» καταβάλλοντας τα 4,5 δίσ. από τον συνολικό φόρο εισοδήματος (8,3 δισ.) ανήκουν 2.078.750 -εισόδημα 10.000-20.000€- και 504.327 –εισόδημα 20.000-30.000€- πολίτες από τους 8,9 εκατ. φορολογουμένους.
Φυσικά ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς είναι μισθωτοί και συνταξιούχοι οι οποίοι μάλιστα είναι οι μόνοι που δεν έχουν την δυνατότητα να αποκρύψουν εισοδήματα από αυτές τις πηγές.
Το γεγονός ότι στα 6.085.204 πολιτών που φέρονται να έχουν εισοδήματα κάτω των 10.000€ ανήκει η μεγάλη μερίδα των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων δεν αλλάζει την ουσία του προβλήματος.
Η επιμονή στην μη χρήση των POS είναι ενδεικτική του παρασιτισμού της οικονομίας.
Το γεγονός ότι από τα 700.000 POS τα 175.000 παραμένουν ανενεργά δεν σημαίνει ότι τα υπόλοιπα λειτουργούν κανονικά αφού είναι συχνό το φαινόμενο του ισχυρισμού ότι «είναι προσωρινά εκτός λειτουργίας».
Πίσω από την ουσιαστική «άρνηση» επαγγελματιών και εμπόρων να χρησιμοποιήσουν τα POS στις συναλλαγές τους συχνά δεν κρύβεται μόνο η προσπάθεια φοροδιαφυγής–φοροκλοπής αν έχουν εισπράξει τον Φ.Π.Α. από τους πελάτες- αλλά ακόμα χειρότερα τα χρέη προς το Δημόσιο.
Όταν μάλιστα, μέσω της φοροδιαφυγής, οι επιτήδειοι καθίστανται και «δικαιούχοι» κοινωνικών παροχών, ενισχύσεων και «προστασίας» από τα κόκκινα δάνεια η ανάγκη λήψης μέτρων γίνεται επιτακτική.
Όσον αφορά τέλος τις επιχειρήσεις, το γεγονός ότι από τις 255.018 οι 100.018 ήταν «ζημιογόνες» (χρήση 2917) ενώ οι 62.255 δήλωσαν μηδενικά κέρδη δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά για την Ελληνική εκδοχή της «οικονομίας της αγοράς» αλλά και για τους «εραστές» της.