Άνευ σημασίας
Άνευ ουσίας
Το φύλλο, η κούνια, ο μπάρμπας
(Δημήτρης Πουλικάκος, Μεταφοραί ο Μήτσος)
Στα τελευταία σχόλια που τόσο φιλόξενα είχε δημοσιεύσει η παρούσα ιστοσελίδα, ο γράφων είχε αναρωτηθεί κατά πόσον είναι νόμιμη εξ απόψεως χριστιανικής ηθικής η βαρύγδουπη απαγόρευση εισόδου στους ναούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που με τόσο φαιδρή σοβαρότητα επιθυμεί να επιβάλει στους πιστούς της η Ι. Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας.
Η απάντηση για οποιονδήποτε νηφάλια σκεπτόμενο χριστιανό είναι ολοφάνερη, ότι δηλαδή το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπως εξάλλου και κάθε Μυστήριο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν μπορεί να περιοριστεί στα διοικητικά ή δικαιοδοσιακά όρια κάποιας τοπικής Εκκλησίας, εφόσον η συμμετοχή στην Θεία Ευχαριστία είναι, πρώτα από όλα, πράξη ελεύθερης επιλογής του πιστού και όχι ο υποχρεωτικός όρος μιας διεστραμμένης περί υπακοής αντιλήψεως.
Ο πιστός, ανεξαρτήτως της εθνικής του προελεύσεως, είναι τέκνο της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όχι υποτελής της Εκκλησίας της Ρωσίας και για τον λόγο αυτόν η Σύνοδος δεν έχει κανένα δικαίωμα να του υπαγορεύει πώς θα χρησιμοποιήσει την ελευθερία του.
Εκτός αυτού, η απαγορευτική απόφαση της Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, με την ίδια ευκολία που η αντιπρόσωποί του προσάπτουν τις μύριες όσες αμαρτίες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και ως… αιρετική, εφόσον παραβιάζει κατάφορα το Σύμβολο της Πίστεως και συγκεκριμένα τον όρο «εις μίαν αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν».
Με άλλα λόγια, η συνοδική περί απαγορεύσεως απόφαση ουσιαστικά δεν αναγνωρίζει την καθολικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία «στριμώχνει» στα ασφυκτικά εθνικά όρια μιας συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας.
Τότε ποιος μας εμποδίζει να αλλάξουμε το Σύμβολο της Πίστεως, λέγοντας «εις την αγίαν Ρωσικήν, Σερβικήν, Αλεξανδρινήν κλπ. Εκκλησίαν» στην ακολουθία της Κατηχήσεως πριν το Μυστήριο του Βαπτίσματος;!
Ακούγονται υπερβολικά τα παραπάνω; Ίσως, μήπως όμως δεν είναι υπερβολή το γεγονός ότι, αντί το Πατριαρχείο Μόσχας να προσπαθήσει να βρει κάποιο κοινό σημείο αναφοράς με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την από κοινού επίλυση του ουκρανικού προβλήματος, όχι μόνο επιδίδεται σε αυτόν τον «νυν υπέρ πάντων αγώνα», αλλά ταυτόχρονα καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να διαμορφώσει και έναν, ούτως ειπείν, «ορθόδοξο άξονα», σκοπός του οποίου είναι, αφ’ ενός μεν, η δημιουργία ενός αντιπάλου δέους, αλλά και, αφ’ ετέρου, η απορρέουσα από αυτό όξυνση των διορθοδόξων σχέσεων γενικότερα, ώστε να παρουσιασθεί η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ως ο μοναδικός ένοχος για την διασάλευση της «νιρβάνας» του Πατριαρχείου Μόσχας;
Με άλλα λόγια αυτός ακριβώς ο αγώνας δρόμου για την δημιουργία ενός «ορθοδόξου άξονα», που με τόσο «ιερό ζήλο» προωθεί η ηγεσία της Εκκλησίας της Ρωσίας και όχι η προσπάθεια θεραπείας ενός μακροχρόνιου «καρκινώματος» στο σώμα της Εκκλησίας, κινδυνεύει να χωρίσει την Ορθοδοξία σε δυο ομάδες: τους καλούς δικούς μας και τους κακούς του Βαρθολομαίου.
Έτσι οι, ομολογουμένως, πανικόβλητες ενέργειες της Μόσχας παρουσιάζουν μια άξια θαυμασμού συνέπεια ως προς αυτό που σχεδιάσθηκε στην διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή την σταλινικής επινοήσεως πορεία προς την δημιουργία ενός «μοσχοβίτικου παπισμού», ο οποίος όφειλε να απομακρύνει τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Τότε η προσπάθεια απέτυχε, όμως αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι εγκαταλείφθηκε εντελώς.
Ας προσέξει ο φιλομαθής αναγνώστης της παρούσης ιστοσελίδας το εξής ιστορικό περίεργο.
Το 1906 ο καθηγητής του εκκλησιαστικού δικαίου του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου Μόσχας Nikolay Simeonovich Suvorov (†1909) υποστήριζε ότι, η εισαγωγή του θεσμού του πατριαρχείου στην Ρωσία είναι άχρηστη και ανώφελη:
«Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα στον πατριάρχη, τότε 1) όλα τα επιχειρήματα που έτυχε να ακούσω ή να διαβάσω υπέρ της αποκαταστάσεως του πατριαρχείου δεν με βοηθούν να καταλάβω, γιατί ο πρόεδρος της Συνόδου χωρίς των πατριαρχικό τίτλο δεν θα μπορούσε να πράξει αυτά που θα έπραττε ο πατριάρχης (…)· 4) εάν θεωρούν την εξουσία του πατριάρχη ως το στήριγμα εναντίον των εχθρικών προς την Εκκλησία δυνάμεων, τότε, κατά την άποψή μου, αυτή η προσέγγιση είναι λανθασμένη – το στήριγμα της ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ρωσία μπορεί να αποτελέσει μόνο η εξουσία του Αυτοκράτορα, με την πτώση της οποίας ουδείς αγιώτατος πατριάρχης θα σώσει την ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία από την διάλυση» (Από τα Πρακτικά των συνεδριάσεων της Προσυνοδικής επιτροπής / Журналы и протоколы заседаний Высочайше учреждённого Предсоборного присутствия. СПб., 1906, т. 1, с. 203).
Κάθε άλλο παρά τυχαία είναι λοιπόν η προσκόλληση της Εκκλησίας της Ρωσίας στο άρμα της εκάστοτε εξουσίας, εφόσον πίστευε, και από ό,τι φαίνεται συνεχίζει να πιστεύει, ότι μόνο έτσι θα κατόρθωνε να επιβιώσει.
Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ το Πατριαρχείο Μόσχας είχε την μοναδική στην ιστορία του ευκαιρία να αποτινάξει άπαξ δια παντός την ρετσινιά της χειραγωγημένης από το κράτος Εκκλησίας και να μετατραπεί σε μια ουδέτερη εξ απόψεως πολιτικών προτιμήσεων δύναμη, η οποία θα συμπλήρωνε το πνευματικό κενό που άφησε πίσω της η διάλυση της ψευδαισθήσεως του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και παρ’ ολίγο να το πετύχει, όμως ο πειρασμός του «αυτοκρατορικού στηρίγματος» ήταν τόσο μεγάλος, αλλά και τόσο γνώριμος…
Αναφερόμενος στο σχίσμα των λεγομένων «παλαιόπιστων» ο Suvorov έλεγε τα εξής:
«Σε ότι αφορά στην ηγεσία της Εκκλησίας αυτή δεν πρέπει να λησμονεί ότι η εμφάνιση του σχίσματος δεν αποτελεί αμαρτία μόνο για τους σχισματικούς, αλλά είναι αμαρτία όλης της Ρωσίας και όλης της Εκκλησίας.
»Δεν φταίει το σχίσμα για το ότι η διοίκηση της Εκκλησίας αντί να αντιμετωπίσει τους ζηλωτές της παλαιάς πίστεως με τον μοναδικά ωφέλιμο τρόπο, δηλ. την διδασκαλία του Ευαγγελίου και την διάδοση της παιδείας, κατέφυγε στα αναθέματα και στις ποινικές διώξεις, εξωθώντας με αυτόν τον τρόπο τους σχισματικούς στον ενοχλητικό φανατισμό».
«Παλιά μου τέχνη – κόσκινο», λέει μια ελληνική παροιμία.
Ας μη λησμονούμε ότι, το ουκρανικό σχίσμα δεν εμφανίσθηκε μόνο εξ αιτίας της επιθυμίας του μητροπολίτου Φιλαρέτου για την ίδρυση μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας, το ουκρανικό σχίσμα αποτελεί επίσης και το «πνευματικό τέκνο» της αδιαλλαξίας που επέδειξε τότε η Εκκλησία της Ρωσίας (συνειδητά ή καθ’ υπόδειξη δεν έχει πλέον και τόση σημασία) που είχε ήδη κάνει τις πολιτικές της επιλογές.
Και αυτή η αδιαλλαξία, όπως επίσης και η αδυναμία παραδοχής του γεγονότος ότι ο ορθόδοξος κόσμος έχει πλέον αλλάξει (μια εκ των πολλών παρενεργειών του μοσχοβίτικου παπισμού), είναι οι δυο συνιστώσες που πρόσθεσαν σε αυτό το καθαρά εκκλησιαστικό ζήτημα και τον αποκρουστικό πολιτικό παράγοντα.
Φαίνεται ότι το Πατριαρχείο Μόσχας δεν άκουσε το «ξυπνητήρι της νέας εποχής».
Ας ελπίσουμε ότι το «κρύο ντους» της Ουκρανίας θα καταφέρει αυτό που δεν κατάφερε ένα άλλο «κρύο ντους» στην Εσθονία και θα το συνεφέρει για να αποδεχθεί επιτέλους την ύπαρξη αυτού του νέου και γεμάτου με πολλές και συναρπαστικές προκλήσεις για την Ορθοδοξία κόσμου.
Στο κάτω κάτω αυτό δεν επαναλαμβάνει συνεχώς ότι ένας «πάπας» δεν έχει θέση στις Ορθόδοξες Εκκλησίες;