«Θα κάνωμεν πολιτικήν και εκλογικήν συνεργασίαν με τον Καραμανλήν. Τα στρατόπεδα θα είναι δύο: από το ένα μέρος θα είναι οι εθνικόφρονες και από το άλλο οι κομμουνισταί. Θα κάνωμεν τας εκλογάς με τους χωροφύλακές και με το πιστόλι στο χέρι» Γ. Παπανδρέου (Σπ. Λιναρδάτου, «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα»).
Όταν, μετά την εκλογική πανωλεθρία του 1958, ο Γ. Παπανδρέου θέλησε να προσχωρήσει στην Ε.Ρ.Ε. ο Καραμανλής τον απέτρεψε λέγοντας του ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα εξασθενούσε «μίαν εθνικήν αντιπολίτευση την οποίαν η χώρα επίσης χρειάζεται. Δύο ισχυρά κόμματα, […] Και γι’ αυτό εύχομαι τον σχηματισμό ενός συμπαγούς κόμματος του Κέντρου, ικανού να ενώσει τα ανομοιογενή στοιχεία του».
Ενστερνιζόμενος, κατ’ ανάγκη, αυτή την άποψη –την οποία εκτός του Καραμανλή ευνοούσαν επίσης οι Αμερικάνοι και το Παλάτι- ο Παπανδρέου τόνιζε στους στενούς συνεργάτες του όσα αναφέρονται στο προοίμιο. Όσα προηγήθηκαν των εκλογών του 1961 τα γνώριζαν και τα ενέκριναν και «…οι ηγέτες του Κέντρου, […]. Ο Κ. Καραμανλής αναφέρει ότι από το καλοκαίρι του 1959 ο Γ. Παπανδρέου του πρότεινε συνεργασία […] για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου […] δε δίστασε να επισημάνει στον αρχηγό της ΕΡΕ ότι “αν δε βοηθούν πολύ τα πράγματα, ημπορεί να μας βοηθήσουν οι χωροφύλακες”…». (www.rizospastis.gr 27/10/2002).
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Παπανδρέου «προσαρμοζόταν στις συνθήκες». Το 1943 «υποβάλλοντας τα διαπιστευτήριά του» στην Μ. Βρετανία έγραφε: «…η ταυτότης των συμφερόντων της Αγγλίας και της Ελλάδος, […] είναι απόλυτος […] Δύο παγκόσμια μέτωπα διαμορφούνται: ο Κομμουνιστικός Πανσλαβισμός και ο Φιλελεύθερος Αγγλοσαξoνισμός…» για να καταλήξει ότι η βοήθεια της Αγγλίας μπορεί να δώσει στην Ελλάδα «…το αίσθημα της ασφαλείας της απέναντι του καταθλιπτικού κινδύνου του Κομμουνιστικού Πανσλαβισμού…». Η «ταυτότης συμφερόντων» τον έκανε πρωθυπουργό (1944).
Πάλι η ταύτιση συμφερόντων τον οδήγησε στην αποδοχή της «βοήθειας των χωροφυλάκων»(1959). Και σε αυτήν την περίπτωση το τελικό κέρδος ήταν η πρωθυπουργία. Απαιτήθηκε να συνεργήσουν θεοί και δαίμονες προκειμένου να μονιάσουν προσωρινά οι καπεταναίοι του Κέντρου. Έτσι συστάθηκε στις 19/9/1961 η 8μελής «πολιτική εταιρεία» που ονομάστηκε Ένωση Κέντρου.
Η παραίτηση της κυβέρνησης και η προκήρυξη εκλογών την ίδια μέρα κάνει εμφανέστατη την γενικότερη συμπαιγνία. Στόχος της η εξουθένωση της Αριστεράς και η εξασφάλιση «εθνικόφρονος» αντιπολίτευσης.
Ο στόχος επετεύχθη και το Κέντρο -από την τρίτη θέση και το πολιτικό ναυάγιο (20,67% το 1958)- αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση με 33,66% αλλά ο Γ.Π. -«συνεπής» στην ιστορία του- άρχισε ένα μήνα μετά τις εκλογές τον «ανένδοτο» δίχως ενδοιασμούς για τις επιπτώσεις. Η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε και η «ταύτιση συμφερόντων» με εκείνους τους οποίους λίγα χρόνια πριν παρέδιδε στους χωροφύλακες τον οδήγησε -με την αμέριστη βοήθεια των Ανακτόρων- στην πρωθυπουργία. Αν η «εισβολή» του Ανδρέα στην πολιτική διατάραξε τις εύθραυστες ισορροπίες στο συνονθύλευμα της Ε.Κ., η εμπλοκή του στην υπόθεση Ασπίδα και η ανεξήγητη επιμονή του Παπανδρέου να αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο Άμυνας οδήγησε στην παραίτηση του και την «αποστασία».
Τα «Ιουλιανά καύματα» υπήρξαν απλώς ένας ενδιάμεσος σταθμός για τη δικτατορία. Το ¼ της Ε.Κ. έγιναν «αποστάτες» και το υπόλοιπο «πυρπολητές». Το «λαϊκό μέτωπο» που συγκρότησε ο οπορτουνισμός των Παπανδρέου την επομένη των εκλογών του 1961 αναβίωσε με μεγαλύτερη ένταση. Αγνοώντας τα πραγματικά δεδομένα και τους συσχετισμούς ισχύος της εποχής επεχείρησαν με τη δύναμη της «εξέγερσης» να επιβάλλουν τα «θέλω» τους. Αποδείχθηκαν μοιραίοι. Όπως ένας μεταφορέας αυγών που τρέχει σε χωματόδρομο με 150 χιλιόμετρα.
Την επομένη της επιβολής της δικτατορίας –όπως σημειώνουν πρωταγωνιστές και ιστορικοί (Ελλάδα 20ος αιώνας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)- το «λαϊκό κίνημα» κατέρρευσε. Σημειώνει ο Κωνσταντόπουλος «…δεν υπήρχε αντιστοιχία των μαζικών προδικτατορικών αγώνων με τις περιορισμένες αντιστασιακές προσπάθειες…» και ο Χατζησωκράτης επιβεβαιώνει, «…2.000-3.000, το πολύ, φοιτητές […] συγκροτούσαν το ενεργό αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα…», συμπληρώνοντας ότι στην ανάπτυξη του Πολυτεχνείου συνέβαλλαν «…οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις του καθεστώτος» και «ο δισταγμός του για άμεση καταστολή της εξέγερσης. Η αντίσταση «ανάλογα με τις πεποιθήσεις του εκάστοτε αφηγητή, είτε έχει υπερεκτιμηθεί, είτε έχει αναχθεί στα όρια του μύθου, είτε έχει θεωρηθεί σχεδόν αμελητέα» (Μαρίνος Καχρίλας-Αργυριάδης) αλλά είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι ακόμα και αυτή την χλωμή «φοιτητική Άνοιξη» των «2.000-3.000 το πολύ» φοιτητών την κατέστησε εφικτή «…η προσπάθεια του δικτάτορα να μεταβιβάσει περιορισμένες αρμοδιότητες σε μια μεταβατική κυβέρνηση πολιτικών…» (Θάνος Βερέμης).
Ο κύκλος της τραγωδίας έκλεισε με τα νέα Ιουλιανά καύματα. Την τραγωδία της Κύπρου.