Μετά την κατάργηση (1971) του συστήματος σταθερών ισοτιμιών (Bretton Woods) η πορεία που ακολούθησε η δραχμή μέχρι την κατάργησή της (2001) απεικονίζει την πορεία της οικονομίας.
Από το 1971 (1$=30δρχ.) μέχρι το 1980 (1$= 42 δρχ.) η ισοτιμία είχε διολισθήσει κατά 30%.
Αυτή η πτώση απεικόνιζε την απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας.
Το 1990 η ισοτιμία διαμορφώθηκε σε 1$=158δρχ. ως αποτέλεσμα τόσο της συνεχούς διολίσθησης όσο και των δύο υποτιμήσεων – 1983 (15,5%) και 1985 (15%) – οι οποίες έγιναν σε μια προσπάθεια να συγκρατηθεί το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών και να αποφευχθεί η χρεωκοπία.
Η δραματική υποτίμηση μέσα σε μια δεκαετία του εθνικού νομίσματος ήταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα μιας πολιτικής την οποία ο ίδιος ο Παπανδρέου (υπεύθυνος για την εφαρμογή της) καταδίκαζε.
Σε συνέντευξή του τόνιζε: «If we stimulate consumer purchasing power here in Greece, we create jobs in Italy and Germany.» (Αν εμείς τονώσουμε την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών εδώ στην Ελλάδα, δημιουργούμε θέσεις εργασίας στην Ιταλία και τη Γερμανία).
Φυσικά, για να επιβεβαιώσει τον αμοραλισμό και την ανευθυνότητά του, λίγους μήνες μετά έδινε το σύνθημα «Τσοβόλα δώστα όλα» απογειώνοντας το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών.
Η καταστροφική πορεία συνεχίστηκε και την επόμενη δεκαετία αλλά με μειωμένη ταχύτητα.
Έτσι μέχρι την ένταξη της χώρας στην Ο.Ν.Ε. η ισοτιμία είχε εκτοξευθεί στο 1$=365δρχ..
Εκτός από τη ραγδαία διολίσθηση είχε μεσολαβήσει (1998) η τρίτη υποτίμηση (12,6%) του εθνικού μας νομίσματος.
Η υποτίμηση μάλιστα κατά τους Γερμανούς – οι οποίοι επέμεναν για καθορισμό της ισοτιμίας 1€=500δρχ. (αντί για το 1€=340,75δρχ.) – ήταν ανεπαρκής, μη ανταποκρινόμενη στην κατάσταση, τις δυνατότητες και τις προοπτικές της οικονομίας.
Με την ένταξη της χώρας στην Ο.Ν.Ε. χάσαμε την δυνατότητα εξισορρόπησης του ισοζυγίου πληρωμών.
Χάσαμε δηλαδή τη δυνατότητα, μέσω της διαδικασίας των ισοτιμιών, να διορθώνουμε τα προβλήματα της ανταγωνιστικότητας που παρουσίαζε η οικονομία, (αν αυτή η δυνατότητα δεν υπήρχε θα είχαμε χρεοκοπήσει ήδη από τη δεκαετία του 80).
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2001 οι εξαγωγές έμειναν στάσιμες ενώ το 2002, έτος εφαρμογής του ευρώ, μειώθηκαν κατά 8,4%.
Μέσα σε 8 χρόνια από την εισαγωγή του ευρώ η ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας είχε μειωθεί κατά 25%!!!
Ήδη η χώρα, αδυνατώντας να αμυνθεί λόγω του ευρώ, είχε εισέλθει ανεπιστρεπτί στο δρόμο της καταστροφής.
Η λύση της αύξησης της παραγωγικότητας είχε ήδη ναρκοθετηθεί από τον εγκληματικό χειρισμό του χρηματιστηρίου τα χρόνια που προηγήθηκαν με υπεύθυνο τον κύριο Σημίτη.
Αντί να κατευθύνει τις επενδύσεις σε παραγωγικές μονάδες, με εξαγωγικό κυρίως χαρακτήρα, διευκόλυνε με κάθε τρόπο τους τυχοδιώκτες και τους κερδοσκόπους στη λεηλασία των αποταμιευτών.
Η επέκταση του μεταπρατικού και εν πολλοίς παρασιτικού, φοροκλεπτικού και «δανειόβιου» χαρακτήρα της οικονομίας ήταν εκρηκτική.
Ενώ η αγοραστική δύναμη μισθωτών και συνταξιούχων υπονομεύθηκε από την εκρηκτική αύξηση των τιμών προϊόντων χαμηλής τιμής αλλά καθημερινής κατανάλωσης (τρόφιμα, ποτά, τσιγάρα, κ.λπ.) και υπηρεσιών (καφετέριες, εστιατόρια, τεχνικοί, ιατρικές υπηρεσίες, κ.λπ.) παράλληλα μεγάλες κατηγορίες πολιτών είδαν τα εισοδήματά τους να εκτοξεύονται.
Ο παράγοντας αυτός σε συνδυασμό με την μείωση των τιμών των εισαγομένων βιομηχανικών προϊόντων (κυρίως από χώρες εκτός Ε.Ε. λόγω της ανατίμησης του ευρώ) και την εκρηκτική απελευθέρωση του δανειακού και του πλαστικού χρήματος δημιούργησε τις συνθήκες που όπως επεσήμαινε ο Ανδρέας θα οδηγούσαν στην καταστροφή, «Today a Keynesian would run Greece into bankruptcy within a couple of years!»!!!
Με άλλα λόγια, με συνέργεια του κράτους αλλά και του ιδιωτικού τομέα, τονώθηκε η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και λειτούργησε στην πράξη ένα στρεβλό Κεϋνσιανό μοντέλο.
Όμως η θεωρία του Κέυνς η οποία εφαρμόστηκε με επιτυχία στο παρελθόν και εφαρμόζεται και σήμερα για το ξεπέρασμα της κρίσης σε άλλες χώρες (Η.Π.Α. αύξηση κυκλοφορίας δολαρίου, Ε.Ε. ποσοτική χαλάρωση) προϋποθέτει ότι η ζήτηση που θα δημιουργηθεί από την αυξημένη καταναλωτική δυνατότητα θα εξυπηρετηθεί κυρίως από την εσωτερική παραγωγή οδηγώντας στην ανάπτυξη.
Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η κατανάλωση στέφεται σε εισαγόμενα, ενισχύεται η παραγωγή άλλων χωρών. Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα με δανεικά δημιούργησε θέσεις εργασίας σε άλλες χώρες.
Η ένταξη στην Ο.Ν.Ε. της υπερχρεωμένης και με στρεβλή ανάπτυξη Ελληνικής οικονομίας άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την χρεωκοπία.
Όπως επισημαίνει ο Μ. Ιγνατίου, «Η Ελληνική οικονομία είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση […] του τι συμβαίνει σε μια χώρα με τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας όταν εισέρχεται σε μια νομισματική ένωση παραχωρώντας την εθνική της κυριαρχία.».
Με λίγα λόγια πήγαμε «ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια» σε μια πορεία που μπορεί να χαρακτηριστεί ο «δρόμος προς την καταστροφή».