Το swap, η ανταλλαγή των 20 «βενιζελικών» ομολόγων του PSI+ ονομαστικής αξίας 29,7 δισ. ευρώ, πέτυχε.
Αυτά αντικαταστάθηκαν, λοιπόν, σε ποσοστό 86%, με πέντε νέα, ίσης αξίας, ύψους 25,5 δισ. ευρώ.
Έτσι, όμως χάθηκε το πλεονέκτημα των εγγυήσεων των ESM και EFSF σε περίπτωση ατυχήματος, κάτι που δεν ισχύει για τα πέντε καινούργια.
Βέβαια, έναντι της επερχόμενης μεταμνημονιακής αβεβαιότητας, οι κάτοχοί τους κέρδισαν τη δυνατότητα ρευστοποίησης.
Ήταν μια κίνηση που μας είπαν ότι προετοιμάστηκε σχολαστικά σε τεχνικό επίπεδο, ενώ παράλληλα στηρίχτηκε σθεναρά από τις συστημικές δομές της διεθνούς οικονομίας και των αγορών.
Οι Έλληνες μικροομολογιούχοι ακολούθησαν, μάλλον στα τυφλά.
Ας εξετάσουμε τη διαδικασία: Το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του ΟΔΔΗΧ (Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους), προχώρησε σε πρόσκληση για ανταλλαγή ομολόγων συνολικού ύψους 29,7 δισ. ευρώ, τα οποία κατείχαν ιδιώτες. Ήταν οι 20 ετήσιες σειρές ομολόγων του PSI του Φεβρουαρίου του 2012 που έδωσαν τη θέση τους σε πέντε νέους τίτλους διαρκείας 5, 10, 15, 17 και 25 ετών.
Περίπου το 60% των παλαιών ομολόγων κατείχαν hedge funds ενώ το υπόλοιπο 40% βρισκόταν στα χαρτοφυλάκια της Τράπεζας της Ελλάδος, των ελληνικών ασφαλιστικών ταμείων και τραπεζών, αλλά και στην κατοχή φυσικών προσώπων (μικροομολογιούχων).
Η γκάφα της αρχικής έκδοσης
Κάθε ετήσια σειρά από τις παλαιές είχε σχετικά μικρή αξία, και επομένως περιορισμένη εμπορευσιμότητα.
Τα συγκεκριμένα ομόλογα αποτελούσαν εν πολλοίς παγκόσμια πρωτοτυπία, αφού δεν διέθεταν τα τυπικά χαρακτηριστικά της διεθνούς αγοράς ομολόγων σε ό,τι αφορά στη διάρκεια (πενταετής ή δεκαετής).
Η άστοχη, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, πρωτοτυπία είχε ως αποτέλεσμα αυτά να καταστούν ελάχιστα ελκυστικά στους επενδυτές μακροπρόθεσμης στόχευσης.
Οι συγκεκριμένοι επενδυτές συνέχισαν να προτιμούν την πεπατημένη στις διεθνείς αγορές ομολόγων, δηλαδή τη μακρόχρονη διακράτηση μεγάλου όγκου τίτλων με στόχο τον έλεγχο των ανεπιθύμητων διακυμάνσεων στις αποδόσεις.
Και, σε αυτό το σημείο, προκύπτει το πρώτο θεμελιώδες ερώτημα: Δεν τα γνώριζαν αυτά οι επαΐοντες τεχνοκράτες της διεθνούς οικονομίας και ο απεσταλμένος τους, αρχιτέκτονας του PSI Τσάρλς Νταλάρα, όταν συνέλαβαν την αλήστου μνήμης ιδέα για απομείωση του δημοσίου χρέους;
Ο τότε υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος συνεχίζει (δημόσια τουλάχιστον) να υπεραμύνεται της μοιραίας επιλογής που σφράγισε τη διαδρομή του στην πολιτική.
Οι επιπτώσεις, όμως, του PSI στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού και του τραπεζικού συστήματος, αλλά και η οικονομική καταστροφή των φυσικών προσώπων-αποταμιευτών δεν άφησαν περιθώρια για παραπλάνηση της κοινής γνώμης όσον αφορά τα δήθεν οφέλη του.
Η διορθωτική κίνηση της ανταλλαγής, λοιπόν, με όχημα την κοινή λογική των λιγότερων εκδόσεων και την ανταγωνιστική συμμετοχή των νέων ομολόγων στη δευτερογενή αγορά με όρους βελτιωμένης εμπορευσιμότητας, συνιστά πράγματι βήμα στην κατεύθυνση του στοιχειώδους ορθολογισμού.
Η δημιουργία λειτουργικής δευτερογενούς αγοράς ομολόγων είναι αναγκαία συνθήκη, «σκαλί» για την έξοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Η Δήλωση Επιφύλαξης
Παρά την πολυδιαφημισμένη ως επαρκή προετοιμασία για τη διαδικασία, τα συνηθισμένα ευτράπελα, οι προχειρότητες και το μπάχαλο δεν απουσίασαν.
Η σιγή ασυρμάτου του υπουργείου Οικονομικών, που απέφυγε ή παρέλειψε να ενημερώσει επαρκώς την κοινή γνώμη για την σκοπιμότητα του εγχειρήματος και η σχεδόν εκβιαστική προθεσμία λίγων μόλις ημερών για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ενίσχυσαν την καχυποψία των μικροομολογιούχων. Αυτοί, μετά την αγχόνη του PSI, είχαν κάθε λόγο να είναι επιφυλακτικοί.
Μπορεί η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών να μην προλαβαίνει ή να μην ενδιαφέρεται να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του πολίτη, που έτσι κι αλλιώς συμμετέχει σε μικρό βαθμό στην ανταλλαγή ως προς τα κεφάλαια.
Στην πολιτική, όμως, δεν είναι μονίμως όλα «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι…». Η ώρα του τελικού λογαριασμού, άλλωστε, είναι πάντα συνεπής στο ραντεβού της.
Σκηνές απείρου κάλλους
Σκηνές απείρου κάλους διαδραματίστηκαν και στις τράπεζες, καθώς διαφορετικά υποκαταστήματα των τεσσάρων τραπεζικών ιδρυμάτων που διαχειρίστηκαν την ανταλλαγή έλεγαν εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους πράγματα στους ομολογιούχους.
Οι υποψιασμένοι γνώριζαν βέβαια ότι η ανταλλαγή δεν σχεδιάστηκε με στόχο την προστασία των συμφερόντων τους.
Γι’ αυτό, άλλωστε, έσπευσαν, δια του συλλόγου τους, να συντάξουν Δήλωση Επιφύλαξης.
Φήμες της τελευταίας στιγμής ήθελαν τις τράπεζες να θέτουν ως προαπαιτούμενο της ανταλλαγής, υπογραφή σε έγγραφο παραίτησης των ομολογιούχων από κάθε απαίτηση ως ασφαλιστική δικλείδα έναντι των αγωγών κατά των τραπεζών που έχουν υποβάλει τα φυσικά πρόσωπα για τη ζημία που υπέστησαν από το PSI.
Κωμικοτραγικές σκηνές έζησαν ομολογιούχοι και τραπεζικοί υπάλληλοι.
Ας σημειωθεί ότι αυτοί έλαβαν τη σχετική καθιερωμένη ενημερωτική εγκύκλιο ώρες πριν την έναρξη της διαδικασίας.
Η νομική υπηρεσία μιας τουλάχιστον εκ των τεσσάρων τραπεζών δεν έκανε δεκτές τις Δηλώσεις Επιφύλαξης την ίδια στιγμή που η αντίστοιχη άλλης τράπεζας τις παραλάμβανε χωρίς προβλήματα.
Η ανταλλαγή των ομολόγων, άλλωστε, ουδεμία σχέση είχε με τις όποιες διεκδικήσεις του κοινού για τα «κουρεμένα».
Έλαμψε δια της απουσίας της, τέλος, η Τράπεζα της Ελλάδος που δεν θεώρησε σκόπιμο να εκδώσει κάποια σχετική οδηγία προς τις εμπορικές τράπεζες για την ομαλότερη δυνατή διεξαγωγή της διαδικασίας.