«…ο λαός μας, […] αντιμετώπισε πάντοτε με νοσηρό συναισθηματισμό τα πολιτικά του προβλήματα, κατατρύχεται ήδη από ψυχώσεις. […] ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά […] θα ήθελαν να είναι εκεί που βρίσκονται, αν μπορούσαν να καθορίσουν λογικά τη θέση τους […] δεν είναι αρκετό να κερδίσουμε τις εκλογές. Πρέπει να τις κερδίσουμε κατά τρόπον ώστε να γίνουμε ικανοί να αντιμετωπίσουμε τη μετεκλογική περίοδο που θα είναι ίσως δυσκολότερη από τη σημερινή».
Κ. Καραμανλής 1945
Η αγωνία που κατατρύχει κάθε υπεύθυνο πολιτικό, εν όψει της ανάληψης της διακυβέρνησης, είναι το «στοίχημα της επόμενης μέρας». Γιατί, όταν η εξουσία και η νομή της δεν είναι αυτοσκοπός, η σύνταξη και υλοποίηση ενός ρεαλιστικού προγράμματος που θα προωθεί την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του κοινωνικού συνόλου, είναι το πεδίο στο οποίο ξεχωρίζουν οι ηγέτες από τους λαοπλάνους.
Ο Καραμανλής στα πλαίσια του Λ.Κ. αγωνιούσε και ρωτούσε: «Όταν όμως θάχει σβήσει η εντύπωση από τα Δεκεμβριανά και θάχει τερματισθεί η εθνική μας κρίση, τι θα είναι εκείνο που θα μας συνδέσει με τη λαϊκή ψυχή;»
Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης το πολιτικό marketing που εισήγαγε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., στοχεύοντας κυρίως στον «νοσηρό συναισθηματισμό» και τις «ψυχώσεις», μετέτρεψε τα κυβερνητικά προγράμματα σε εκθέσεις ιδεών. Η άλωση της 4ης εξουσίας από κρατικοδίαιτα οικονομικά συμφέροντα σκέπαζε, με «λευκό σεντόνι» συνένοχης σιωπής, την αθέτηση των προεκλογικών δεσμεύσεων.
Ούτε τα κόμματα προβληματίζονταν σοβαρά ούτε οι πολίτες, στην πλειονότητα τους, έδιναν «δεκάρα τσακιστή» για όσα περιλαμβάνονταν στα προγράμματα. Έτσι στο δρόμο που χάραξε η «Αλλαγή» και ο Ανδρέας ο «Μαυρογιαλούρος» αποτέλεσε το πρότυπο της πολιτικής επιτυχίας.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η «έλλειψη βάθους» στη δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων που αντιμετωπίζονταν ως εκλογικοί μηχανισμοί με περιορισμό του πολιτικού ρόλου των οργανώσεων και των οργάνων τους γεγονός που είχε ως συνέπεια και την αξιακή «έκπτωση» των στελεχών τους.
Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει, στα πλαίσια του συνεδρίου της Ν.Δ., είναι ο βαθμός συμμετοχής των κομματικών οργανώσεων στα τεκταινόμενα. Η «εμπορική» διαδικασία των ερωτηματολογίων έχει ασφαλώς την αξία της η οποία όμως είναι κατά βάση επικοινωνιακού χαρακτήρα.
Ο ζωντανός διάλογος επάνω σε γραπτές εισηγήσεις είναι η ουσιαστική και αναντικατάστατη δημοκρατική διαδικασία. Ο παραγκωνισμός της Πολιτικής Επιτροπής, η οποία αποτελεί «το κορυφαίο όργανο μεταξύ δύο τακτικών συνεδρίων», δεν προδιαθέτει θετικά. Σε οποιαδήποτε σοβαρή συλλογική διαδικασία τα κείμενα που εισάγονται σε συνέδρια για συζήτηση είναι εισηγήσεις του κεντρικού οργάνου.
Το επόμενο κρίσιμο ερώτημα είναι οι βασικές αποφάσεις που θα κληθεί το συνέδριο να λάβει. Το ζήτημα των δημοκρατικών θεσμών πρέπει να είναι κυρίαρχο. Συνεπώς δεν μπορεί να μην τεθεί το θέμα της στρέβλωσης του ρόλου της 4ης εξουσίας.
Τα εκδοτικά συγκροτήματα, που κατά την ταραγμένη δεκαετία του 60 έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις ίντριγκες που άνοιξαν την πόρτα στη χούντα, απέκτησαν την δεκαετία του 90 ανεπίτρεπτη δύναμη αμφισβητώντας την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης της Ν.Δ. το 2004 να επιβάλλει αυτονόητους κανόνες δεοντολογίας προσέκρουσε στα διαπλεκόμενα εντός και εκτός της χώρας συμφέροντα. Σήμερα διαφαίνεται ότι η «νέα διαπλοκή» δεν επιδιώκει απλά την συγκυβέρνηση, αλλά διεκδικεί τον κυρίαρχο ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας.
Οδηγό για το πρόγραμμα πρέπει να αποτελέσει το απόφθεγμα του Μπίσμαρκ ότι «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού».
Τα ερωτήματα της εκλογής και των αρμοδιοτήτων του Π.τ.Δ., του περιορισμού του αριθμού των βουλευτών, της διαίρεσης των μεγάλων εκλογικών περιφερειών και της συνένωσης άλλων (επιβάλλεται και για εθνικούς λόγους), της ουσιαστικής αποκέντρωσης αρμοδιοτήτων και ευθυνών σε κεντρικό και σε τοπικό επίπεδο, των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι ζητήματα που πρέπει να τεθούν στο περιεχόμενο του πολιτικού πλαισίου αλλά δεν φαίνεται να είναι ρεαλιστικοί στόχοι για το κυβερνητικό πρόγραμμα.
Σήμερα η πολιτική συγκυρία όπως και το 1945 ευνοεί ιδιαίτερα την Ν.Δ.. Όμως παρά τις ευνοϊκές συνθήκες δεν εμφανίζεται να έχει ιδιαίτερο ρεύμα με πιθανό αποτέλεσμα την παγίδευσή της στις σκοπιμότητες και τους εκβιασμούς του ΚΙΝ.Α.. Σε κάθε περίπτωση όμως, αφού δεν φροντίσαμε να στηρίξουμε την ιστορία της παράταξης, το αγωνιώδες ερώτημα του Καραμανλή είναι το ίδιο επίκαιρο όπως τότε.
Όταν θα έχει σβήσει ο απόηχος από το «λεφτά υπάρχουν» του Παπανδρέου και τις κυβιστήσεις του Τσίπρα τι θα μας συνδέει με τη λαϊκή ψυχή;