Πάγια τακτική της Τουρκίας ήταν και είναι να βάζει στο τραπέζι διάφορες επεκτατικές διεκδικήσεις και εκ των υστέρων να καλεί την Αθήνα να τις συζητήσουν.
Από το 1996 υπάρχει στην χώρα μας μια αλλαγή στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία.
Από την πολιτική της ανάσχεσης της τουρκικής προκλητικότητας που είχε εκφραστή τον Ανδρέα Παπανδρέου, περάσαμε στην πολιτική της προσέγγισης μέσω της «συζήτησης» και της φλύαρης διπλωματίας.
Αυτή η πολιτική μπορεί πλέον να κριθεί.
Έχουν περάσει 20 χρόνια και μπορούμε να μετρήσουμε τα αρνητικά και τα θετικά της.
Τι προσφέραμε τα τελευταία αυτά 20 χρόνια στην Τουρκία;
Την συμφωνία του Ελσίνκι που συναινούμε στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ. Αυτό δεν είναι τυπικό ζήτημα, γιατί κατά την ενταξιακή διαπραγμάτευση, η Τουρκία εισπράττει αυξημένα κονδύλια από την ΕΕ.
Την αδιαμφισβήτητη υποστήριξη μας για την ενταξιακή προοπτική της γείτονος χώρας στην ΕΕ.
Την απαράδεκτη κατ’ εμέ συμφωνία της Μαδρίτης, που για πρώτη φορά η Ελλάδα αναγνωρίζει δικαιώματα της Τουρκίας στο Αιγαίο.
Αν δούμε τι κερδίσαμε από αυτή την πολιτική το αποτέλεσμα είναι αρνητικό.
Αντιθέτως χάσαμε γιατί τα τελευταία 20 χρόνια η Τουρκία έχει αυξήσει τις διεκδικήσεις της απέναντι στη χώρα μας.
Στις 29 Γενάρη του 1996 π.χ. η Τουρκία ανάφερε ως “γκρίζες ζώνες” τα Ίμια την Ψέριμο και τους Φούρνους.
Από το 2003 έβαλε στις “γκρίζες ζώνες” και το Αγαθονήσι και το Φαρμακονήσι.
Η επεκτατική της προσπάθεια μεγάλωνε όσο τη στηρίζαμε και χορεύαμε ζεμπεκιές και κάναμε κουμπαριές.
Η Τουρκία αρνείται από το 2005 που υπέγραψε, να εφαρμόσει την τελωνειακή σύνδεση με την Κύπρο την οποία, όπως δηλώνει δεν αναγνωρίζει.
Ενώ δηλαδή συζητά και εμείς ως Ελλάδα υποστηρίζουμε αυτή την συζήτηση με την ΕΕ, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κύπρο η οποία είναι μέλος της ΕΕ.
Να υπενθυμίσουμε εδώ πως η Τουρκία δεν συζητά την ένταξη της με την Κομισιόν η κάποιο άλλο όργανο της ΕΕ αλλά με τα κράτη μέλη, δηλαδή και την Κύπρο.
Με λίγα λόγια οι ελληνικές κυβερνήσεις έκαναν εκπτώσεις όσο αφορά τις υποχρεώσεις της Άγκυρας και την ίδια στιγμή υποχωρούσαν και εγκλώβιζαν την χώρα αφήνοντας την Τουρκία να αυξάνει τις απαιτήσεις απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Κάνοντας λοιπόν μια αποτίμηση της επίσκεψης Ερντογάν, αλλά και το τι συνέβη στην Γενεύη στη διάσκεψη για το Κυπριακό, η ελληνική διπλωματία, ορθώς αποφάσισε να μην συνεχίσει την αδιέξοδη και επικίνδυνη πολιτική που ασκούσαμε απέναντι στην Τουρκία τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Τα πρώτα δείγματα είναι θετικά, αν αναλογισθεί κανείς ότι τόσο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ όσο και η ΕΕ έβαλαν φρένο στις απαιτήσεις του Ερντογάν.
Η συγκυρία είναι ευνοϊκή για την ελληνική διπλωματία και οι μέχρι τώρα κινήσεις της έχουν θετικό αντίκτυπο στη χώρα μας.
Για τα ανατολίτικα παζάρια (Συνθήκη Λωζάνης) που θέλει ο Ερντογάν, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια πήρε ως απάντηση ένα μεγαλοπρεπές όχι.
Η προσπάθεια μέρους της ελληνικής ελίτ, να παρουσιάσει ως λάθος αυτήν την προσέγγιση θα πέσει στο κενό.
Όλοι γνωρίζουμε πως τα συγκεκριμένα άτομα είναι οι ίδιοι που κατά καιρούς στο παρελθόν μιλούσαν για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο με την Άγκυρα, οι ίδιοι που υποστήριξαν το σχέδιο Ανάν και οι ίδιοι που χαρακτήριζαν το 2002 τον Ερντογάν ως τον δημοκρατικό αναγεννητή της Τουρκίας.
Αν ξαναπεράσαμε στην πολιτική της ανάσχεσης της Τουρκικής προκλητικότητας θα το δείξει ο χρόνος.
Εύχομαι να περάσαμε για το καλό της πατρίδας αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου.
Γιατί το πρόβλημα στην Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι οι διαφορές που έχουμε εμείς με την Τουρκία.
Είναι η στάση της Τουρκίας που αποσταθεροποιεί την περιοχή.
Αυτό νομίζω πως πρέπει να αποτελέσει και την αιχμή του δόρατος της ελληνικής διπλωματίας. Το Τουρκικό πρόβλημα στην Ανατολική Μεσόγειο, με όλες τις προεκτάσεις και τις εκφάνσεις του.