Για τον Νίκο Κοτζιά έχω ξαναγράψει προσπαθώντας να αποτιμήσω την παρουσία του ως υπουργού εξωτερικών της Ελλάδας.
Συνηγορώντας με «κάποια πράγματα» εκεί που εκτιμούσα ότι χρειαζόταν και κριτικά ως προς κάποια άλλα.
Γράφοντας για τόσο σοβαρά ζητήματα γίνεται προσπάθεια η συνηγορία ή η κριτική να κείται πέραν υποκειμενισμών και να στηρίζεται σε λογικά και ορθολογιστικά επιχειρήματα συμβατά με τα εθνικά συμφέροντα.
Αυτά τα «κάποια πράγματα» με τα οποία πολλοί συνηγορούμε, πάντως, οφείλω να το κάνω σαφές εξαρχής πως για το εξαρτησιακά καθηλωμένο εδώ και δύο αιώνες νεοελληνικό κράτος, μπορεί να θεωρηθούν και Επανάσταση ή αφετηρία μιας ορθολογιστικής εξωτερικής πολιτικής που θα εδράζεται πάνω σε μια κρατική θεωρία η οποία θα παράγει προσανατολισμούς εθνικής στρατηγικής.
Ως προς αυτά με νεοελληνικούς όρους είναι λογικό και αναπόφευκτο πολλοί να μην θέλουν τον Νίκο Κοτζιά στην ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών.
Οι καταβολές τους είναι από όλο το ιδεολογικό φάσμα.
Αφενός οι κομματικοί αντιπολιτευόμενοι και αφετέρου οι παγκοσμιόπληκτοι, οι κατευναστές και οι παντελώς άσχετοι με την δομή, τις λειτουργίες και τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος.
Όσοι δεν είναι ανεπίστροφα καταβυθισμένοι αξίζει να ξανασκεφτούν κάποια πράγματα.
Να δουν την Ελληνική εξωτερική πολιτική αντικειμενικά και χωρίς κομματικούς ή ιδεολογικούς φακούς.
Ακολουθούν λοιπόν αναφορές στην διπλωματία και τις προϋποθέσεις που απαιτείται να ισχύουν σε ένα οποιοδήποτε κράτος.
Θα γίνει προσπάθεια αντικειμενικής σύνδεσης αυτών των αναφορών με συγκεκριμένα ζητήματα της σημερινής Ελληνικής διπλωματίας και διατύπωσης αντικειμενικών εκτιμήσεων οι οποίες για κάποιους ίσως είναι και πρέπει να είναι ανελέητα σκληρές.
Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά: Κάποιοι νομίζουν ότι μπορούν να παίζουν με τις ζωές των ανθρώπων προκαλώντας αβάστακτες συμφορές.
Οι δράστες θα πρέπει, πλέον, να τυγχάνουν ακριβής περιγραφής για να τους διακρίνουμε όταν μεταμφιέζουν τις θανατηφόρες αντιλήψεις τους με θεωρήματα, ιδεολογήματα και υψηλά αμειβόμενα πολιτικάντικα άλματα. Ασφαλώς, σε ένα σύντομο κείμενο τα ζητήματα αυτά δεν εξαντλούνται.
Κατ’ αρχάς, οι νεοέλληνες της μεταπολίτευσης και ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν υποστεί πλήγματα από 1. από εθνομηδενισμούς, 2. από παγκοσμιοπληκτες φαντασιοπληξίες, 3. από ιδεολογήματα και θεωρήματα κάθε είδους ιδεολογικά προκατειλημμένα, 4. από σπουδαιοφανείς ασυναρτησίες φορέων επιστημονικών τίτλων, και 5. από «προτάσεις πολιτικής» κάποιων «ιδρυμάτων», οι οποίες, «προτάσεις», όλως περιέργως, αποδείχθηκε ότι στρέφονταν όλες κατά αυτού που σε όλα τα κράτη θεωρείται εθνικό συμφέρον συμβατό με το διεθνές δίκαιο και τον Χάρτη του ΟΗΕ.
Χαρακτηριστικά, ως προς το τελευταίο, είχαμε χειμάρρους «προτάσεων πολιτικής» κατά της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, κατά του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, κατά της ανάπτυξης μιας εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής κατά των αναθεωρητικών τουρκικών απειλών, κατά της στάσης της Ελλάδας απέναντι στον αναθεωρητισμό των Σκοπίων, υπέρ του Νταβούτογλου όταν κυκλοφόρησε το «Στρατηγικό βάθος», κατά μιας διεκδικητικής ευρωπαϊκής πολιτικής, υπέρ του φασιστικού, αντιδημοκρατικού, ανελεύθερου και γενοκτόνου σχεδίου Αναν, υπέρ των μνημονίων και πολλά άλλα που γεμίζουν πολλές σελίδες.
Τα πιο πάνω πασίγνωστα φαινόμενα για τα οποία συνοψίσαμε 5 πηγές ανορθολογισμού και παρακρούσεων δημιούργησε στρεβλώσεις σε όλο το νεοελληνικό πολιτικό και πνευματικό φάσμα για την έννοια κράτος, για τον πραγματικό χαρακτήρα της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής και για την αναγκαία στρατηγική εκπλήρωσης των έσχατων εθνικών συμφερόντων.
Εθνικά συμφέροντα που ιεραρχούνται ως έσχατες λογικές επιβίωσης, ζωτικά, μείζονα και δευτερογενή πλην συχνά εξαιρετικά σημαντικών.
Εκτιμάται ότι τις τελευταίες δεκαετίες, μεταξύ άλλων, στραβός δεν ήταν ο γιαλός αλλά εμείς στραβά αρμενίζαμε: Κατά πρώτον, ένα κράτος στον σύγχρονο ανελέητα ανταγωνιστικό κρατοκεντρικό κόσμο απαιτείται να είναι άψογα θεσμικά οργανωμένο και με μέριμνα για συνεχή ενδυνάμωση των εσωτερικών και εξωτερικών συντελεστών ισχύος.
Στο επίπεδο του Υπουργείου Εξωτερικών, και επειδή τυγχάνει να είχαμε πρωτογενή γνώση, τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί ικανοί διπλωμάτες ήταν κυριολεκτικά παροπλισμένοι ή άχαρα υποχρεωμένοι να υπηρετούν μια κατ’ ουσία ανύπαρκτη Ελληνική εξωτερική πολιτική.
Εκτιμώ ότι ο Νίκος Κοτζιάς ίσως και εκ του γεγονότος πως γνώριζε πρωτογενώς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, επιτυγχάνει υψηλά επίπεδα θεσμικής οργάνωσης και αξιοποίησης των ικανών διπλωματικών λειτουργών.
Επιπλέον, αν και λογικά δεν συμφωνώ με όλες τις επιλογές, οφείλω να επισημάνω ότι προχώρησε σε αποφάσεις που ισχύουν σε όλα τα καλά οργανωμένα κράτη.
Δηλαδή, την ενίσχυση της διπλωματίας με ad hoc επιτροπές ή και μονιμότερες που στελεχώνονται εκλεκτικά και ανάλογα με τις ανάγκες.
Κατά δεύτερον, ένα κράτος για να επιβιώσει στον ολοένα και πιο ανταγωνιστικό πολυπολικό κόσμο του 21ου αιώνα, απαιτείται να διαθέτει τόσο εσωτερικούς συντελεστές ισχύος όσο και εξισορροπητική διπλωματία.
Η εξισορροπητική διπλωματία προϋποθέτει συμμαχίες ή προσεκτικές αλλαγές συμμαχιών με όρους εθνικού συμφέροντος και όχι με όρους συναισθηματισμού και ιδεολογικών παρακρούσεων και διαπραγματεύσεις με τρίτα κράτη και ιδιαίτερα των ισχυρών με όρους εθνικού συμφέροντος και εθνικής ασφάλειας.
Εσωτερικοί συντελεστές ισχύος είναι η καλλιέργεια στο επίπεδο της κοινωνίας εδραίων πνευματικών και κοσμοθεωρητικών θεμελίων.
Επειδή οι πολιτικές παραδόσεις της διαχρονικής Ελληνικότητας ενσαρκώνουν την Δημοκρατία, την Ελευθερία και την Εθνική Ανεξαρτησία –όποιος απορεί μπορεί να διαβάσει τον Ρήγα ή τον Μακρυγιάννη και θα το καταλάβει τι κληρονομήσαμε και τι εξανεμίζεται– εμείς ιστορικά μιλώντας διαθέταμε αυτά τα θεμέλια.
Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, ροκανίστηκαν. Από ποιους;
Από τους κληρονόμους της νοοτροπίας ξένης εξάρτησης, από τους φορείς ιδεολογημάτων για την μια ή άλλη επικείμενη ένωση του πλανήτη, από το εθνομηδενιστικό κίνημα που φούντωσε τις τελευταίες δεκαετίες ιδιαίτερα μετά το 1996, από όσους μπερδεύτηκαν ή καταποντίστηκαν μέσα στις μίζερες μετά-Εμφυλιακές ιδεολογικές και κομματικές διενέξεις και από «διάφορα» «ιδρύματα» εξαρτημένα από το εξωτερικό με χρηματοδοτήσεις ακόμη και από τον Σόρος
Ασφαλώς, όλα αυτά δεν αφορούν ευθέως τον Νίκο Κοτζιά ως επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών πλην το ροκάνισμα των κοσμοθεωρητικών μας θεμελίων υποχρεώνει ένα οποιοδήποτε υπουργό εξωτερικών ο οποίος θέτει στόχους όπως αυτούς που έθεσε ο Κοτζιάς να είναι ένας μάλλον μοναχικός καβαλάρης.
Κινείται ευέλικτα και επιδέξια όπως για παράδειγμα η διόλου αμελητέα νέα διαπραγμάτευση με τις μεγάλες δυνάμεις με όρους γεωπολιτικής σημασίας της Ελλάδας και δυνητικού περιφερειακού ρόλου του Ελληνικού κράτους.
Ακόμη, στα πεδία αρμοδιότητάς του έχουμε μια νέα προσέγγιση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για αξιοποίηση της ισότιμης συμμετοχής στις αποφάσεις.
Στο Κυπριακό, έχουμε μια κυριολεκτικά Επαναστατική στάση, μια ενεργή κινητικότητα στα Βαλκανικά διπλωματικά πεδία και πολλές πρωτοβουλίες εκτός της περιφέρειάς μας.
Στέκομαι σε κάτι σπουδαίο που μόλις υπαινίχθηκα, μια προσπάθεια για πρώτη φορά μετά τον Βενιζέλο να αρχίσει επιτέλους μια διαπραγμάτευση με ισχυρότερα κράτη στην βάση ισόρροπων και συμμετρικών συναλλαγών.
Το τελευταίο είναι και θα είναι πάντα η δυσκολότερη στρατηγική που προϋποθέτει πολλά άλλα.
Τρίτον, ως επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής ο Νίκος Κοτζιάς αναδεικνύει ηγετικό διπλωματικό προφίλ σε μια χώρα όπου πάντα έπασχε διπλωματικά και από την οποία οι «παλαιοί πολιτικοί» παρά τα όσα ελαττώματά τους κάτι ήξεραν ενώ διέθεταν και στοιχειώδες ηγετικό ανάστημα.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας πιάσαμε πάτο, με αποτέλεσμα την συμφορά που μας έπληξε τόσο στην Ευρωπαϊκή πολιτική μας όσο και στο ευρύτερο διεθνή χώρο.
Αυτά τα κενά φαίνεται να τα αντισταθμίζει, σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό και όσο μπορεί στα πεδία της αρμοδιότητάς του, ο Νίκος Κοτζιάς.
Τέταρτον, για να είμαστε πιο ακριβείς, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες δεν είναι μόνο τα στελέχη του εκάστοτε κυβερνώντος συνασπισμού που έπασχαν γνωστικά όσον αφορά την διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά, σταδιακά τα στελέχη όλου του πολιτικού φάσματος.
Κυρίως εκείνοι που ατυχώς, κατά σύμπτωση ή συνειδητά περιστρέφονταν γύρω από ανάμεικτους αριστεροδεξιοκεντρώους άξονες οι οποίοι δυνάμωσαν με κύριες εισροές το εθνομηδενιστικό παραλήρημα το οποίο όπου και να εκδηλωθεί αποδυναμώνει ή και βλάπτει καίρια ένα κράτος και την κοινωνία του.
Επί αυτού πολλά γράψαμε (σε αναφορά με το soft power των μεγάλων δυνάμεων) και στην διαπάλη των ηγεμονικών δυνάμεων που όσο προχωρούμε στον 21ο αιώνα γίνεται ολοένα και πιο σκληρή.
Το soft power, συνοψίζω, αποτελεί κύριο μέσο αποδυνάμωσης και ελέγχου κρατών.
Δυστυχώς η πλειονότητα των λεγόμενων νεόκοπων ελίτ δεν γνώριζε στοιχειώδη πράγματα για την διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική και για όσους είχαν μάτια και στοιχειώδεις γνώσεις αυτό δεν κρυβόταν με τίποτα.
Ακόμη πιο σημαντικό στο επίπεδο των μελών της νεοελληνικής κοινωνίας με κύριους κράχτες φορείς επιστημονικών τίτλων και με την συνεπικουρία των «μαζικών μέσων» οι απόγονοι του Ρήγα, του Καποδίστρια και του Μακρυγιάννη, παρασύρθηκαν μέσα σε ένα Χείμαρρο παρακρούσεων και οικονομικού, πνευματικού και διπλωματικού ανορθολογισμού.
Εξοντώθηκαν πνευματικά και κοσμοθεωρητικά; Είναι ένα σημαντικό ερώτημα.
Κόντρα σε αυτό το ρέμα ο Νίκος Κοτζιάς έπραξε ήδη πολλά και αξιοπρόσεκτα που θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα εάν τουλάχιστον μετά το 2010 είχε γεννηθεί από τις στάχτες ένα συντελεστικό πνευματικό και κοινωνικό ρεύμα που θα στήριζε το κράτος και τις στρατηγικές του επιλογές.
Ο Νίκος Κοτζιάς, χαρακτηριστικά όταν ανάλαβε υπέξ, στο πρώτο Συμβούλιο της ΕΕ αξίωσε για τις αποφάσεις που στην ΕΕ είναι ομόφωνες η Ελλάδα να ερωτάται.
Ακόμη, παλεύοντας με γίγαντες ανορθολογισμού στην Ελλάδα και στην Κύπρο, αγωνίστηκε για το αυτονόητο στο Κυπριακό ζήτημα: Την θέση ότι με ξένες εγγυήσεις και ξένα στρατεύματα η «λύση» δεν θα είναι βιώσιμη.
Τώρα, όσον με αφορά, έχω ασκήσει κριτική για το γεγονός πως παρά το ότι επιτέλους άλλαξαν οι θέσεις στα ζητήματα των Τουρκικών στρατευμάτων και των «εγγυήσεων», το «Ελληνικό κράτος» δεν δηλώνει ρητά και αδιαπραγμάτευτα ότι θεωρεί την δημιουργία ενός μη βιώσιμου κράτος σε ένα νησί όπου υπάρχουν ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες ως ζωτικό εθνικό συμφέρον.
Αυτούς τους όρους και αυτές τις αξιώσεις ακόμη και εάν δεν συμφωνούν οι αξιωματούχοι των μεγάλων δυνάμεων και ιδιαίτερα των ΗΠΑ τις κατανοούν.
Προσεκτικά μόλις έγραψα «το Ελληνικό κράτος» (εντός εισαγωγικών).
Ένα κράτος και η στρατηγική του ιδιαίτερα σε ένα μείζον ζήτημα όπως αυτό, ποτέ δεν είναι υπόθεση ενός ανδρός ή ενός μοναχικού καβαλάρη.
Η χάραξη και εφαρμογή εθνικής στρατηγικής απαιτεί, μεταξύ άλλων, όπως συχνά γράφουμε, θεσμική οργάνωση, στέρεες κοσμοθεωρητικές παραδοχές που δημιουργούν κοινό στρατηγικό προσανατολισμό για όλη την κοινωνία και που παράγουν κρατική θεωρία, στέρεα κοινωνικοπολιτική υποστήριξη και ηγετικές ικανότητες από πρόσωπα που είναι πνευματικά και ψυχικά προσκολλημένοι στο εθνικό συμφέρον.
Η Εθνική Στρατηγική δεν είναι υπόθεση ενός μοναχικού καβαλάρη οι οποίος εάν δεν υπάρξουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις ενδέχεται να μοιάζει με Δον Κιχώτη.
Ως προς το επίμαχο ζήτημα που μόλις θίξαμε, ο ύστερος Χείμαρρος του νεοελληνικού ανορθολογισμού έχει βαθιές καταβολές.
Εκπηγάζει από το αμίμητο «η Κύπρος είναι μακριά» και «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συνεπικουρεί».
Δηλαδή προσφέρει συμπαράσταση ή και βοηθά τις αυτοκτονικές αποφάσεις της μικρής, αδύναμης και εγκαταλειμμένης Κύπρου.
Συμβόλιζε την απόφαση ανυπαρξίας εθνικής στρατηγικής γιατί κανείς δεν σε σέβεται εάν λες πως ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες είναι μακριά όταν κανείς μπορεί να πάει εκεί με μια βάρκα.
Όταν τόσο φρικτά πράγματα λέγονται ένα κράτος, εδώ το νεοελληνικό, θεωρείται και αυτό αναλώσιμο.
Τέτοιες στάσεις και αποφάσεις, επιπλέον, ενέχουν δευτερογενείς προεκτάσεις στα πεδία της πνευματικής ευρωστίας, της επίτευξης κοινωνικοπολιτικής συναίνεσης γύρω από έσχατα συμφέροντα και διπλωματικής αφασίας καθότι κανείς πλέον δεν σε παίρνει στα σοβαρά.
Τα πλήγματα κατά των νεοελλήνων αφορούν πολλά άλλα πράγματα.
Κάποιοι μερίμνησαν για αποδόμηση της γνώσης και των προσανατολισμών των πολιτών (για παράδειγμα η γνωστή υπόθεση των βιβλίων ιστορίας).
Πολλοί νέοι δεν ξέρουν που βρίσκεται γεωγραφικά η Κύπρος ή ακόμη και ότι υπάρχει, δεν ξέρουν τίποτα ή ξέρουν ελάχιστα ή και στρεβλά για τους αγωνιστές της Ελευθερίας της Ελληνικής Επανάστασης και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου και για την κλασική αρχαιότητα και την Βυζαντινή Οικουμένη μαθαίνουν ολοένα και λιγότερα.
Έτσι, αντί υψηλού και αδιαπραγμάτευτου φρονήματος φιλοπατρίας και αυτοθυσίας καλλιεργείται η θέση πως πάνω στον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη το κράτος δεν έχει πλέον σημασία ο δε πολιτισμός μας και οι πολιτικές παραδόσεις της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας είναι … εθνικισμός.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι αναλύσεις των τριών τελευταίων δεκαετιών για μια «Αποτρεπτική Εθνική Στρατηγική» δολοφονήθηκαν ως περίπου πολεμοχαρείς.
Ματαιοπονεί κανείς εάν προσπαθήσει να πείσει τους κράχτες κάποιων «ιδρυμάτων» ότι μιλάμε για «Αποτρεπτική» Στρατηγική κατά αναθεωρητικών απειλών που στην στρατηγική θεωρία ορίζονται επακριβώς (υπάρχει τυπολογία και μάλιστα Αμερικανική για τον ορισμό της απειλής στις διακρατικές σχέσεις).
Μάταιο είναι επίσης να πείσεις κάποιους πνευματικά εθνομηδενισμένους των οποίων η ψυχή και το πνεύμα είναι απελπιστικά αποδυναμωμένα.
Πώς να πείσει κανείς ασθενείς και αδύναμες ψυχές ότι ένα κράτος σε ένα ανταγωνιστικό κόσμο γεμάτο απειλές η εθνική στρατηγική είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα και ότι αποτελεί και προϋπόθεση για να είναι μια κοινωνία συλλογικά ελεύθερη (γιατί αυτό είναι η εθνική ανεξαρτησία που προασπίζεται μια οποιαδήποτε στρατηγική).
Για το ότι επίσης επιβάλλεται κάθε πολίτης να είναι έτοιμος να επιδείξει αυτοθυσία για την ασφάλεια και ακεραιότητα του εθνοκράτους του.
Τώρα, πιο συγκεκριμένα και όσον αφορά τις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού ζητήματος, καθώς και την κατ’ εμένα μυστήρια πρόσκληση του Ερντογάν στην Αθήνα, καλύτερα να σταματήσω εδώ, χωρίς πολλά σχόλια, καθότι το παρόν σύντομο κείμενο σκοπό έχει να αναδείξει άλλα πράγματα.
Συντομογραφικά μόνο, για το πρώτο, λέμε με νόημα, ο Νίκος Κοτζιάς μετά τις Κυπριακές προεδρικές εκλογές ακόμη και αν χρειαστεί μόνος του επιβάλλεται να αποτρέψει την αστάθεια και την συμφορά που θα προκύψει εάν γίνουν αποδεκτά αυτά που ήδη συμφώνησε στην Ελβετία ο κύριος Αναστασιάδης.
Εάν δεν το πράξει είτε αυτό οφείλεται σε μια γενικότερη κρατική πολιτική είτε είναι δική του επιλογή η στάση μας θα είναι εξαιρετικά κριτική.
Η Ελλάδα δεν έχει μόνο υποχρέωση αλλά και συμφέρον να μην αφήσει να δημιουργηθεί ένα κρατικό έκτρωμα-βασανιστήριο που θα εξελιχθεί σε πεδίο περιφερειακής αστάθειας και στρατηγικής παγίδευσης των νεοελλήνων.
Οι εγγυήσεις και τα στρατεύματα είναι η μια όψη του νομίσματος οι έποικοι και η βιωσιμότητα του κράτους είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Για το δεύτερο, την επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο 2017, δεν μπορώ κάτι να πω με βεβαιότητα καθότι ως προς κάποια ζητήματα χειρισμών για να μιλάς έγκυρα απαιτείται να γνωρίζεις τι υπάρχει μέσα σε κάποια αθέατα διπλωματικά κουτιά των πελατειακών διπλωματικών συναλλαγών (και εγώ υπηρέτησα σε διπλωματικά πεδία και το γνωρίζω πρωτογενώς).
Μολαταύτα, στεκόμαστε κριτικά για μια σειρά σημαντικούς λόγους.
Μεταξύ άλλων, στην βάση της δικής μας αντίληψης για το πως συμπλέκονται οι στρατηγικοί σκοποί και μεθοδεύσεις με διπλωματικές στάσεις όπως αυτή, μια τέτοια επίσκεψη θα ήταν νοητή μόνο εάν είχαν ήδη σταθεροποιηθεί συμφωνίες τερματισμού των διενέξεων στο Αιγαίο και στην Κύπρο στην βάση του διεθνούς δικαίου.
Προσκαλώντας ένα ακραία αμφιλεγόμενο αρχηγό κράτους με το βαρύ μητρώο του Ερντογάν και όλα τα θέματα να αιωρούνται είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργο.
Μόνο κριτικά μπορούμε να σταθούμε όσον αφορά μια τέτοια επίσκεψη.
Σε τελευταία ανάλυση, τα προαναφερθέντα «μαύρα κουτιά της διπλωματίας» θα είχαν κάποιο νόημα εάν ήταν ενταγμένα σε μια συνολική αποτρεπτική στρατηγική. Είναι; Δεν νομίζω.
Είναι ένα πράγμα η συνολικά και η με ιστορικούς όρους θετική αποτίμηση της παρουσίας του κ Κοτζιά στο πηδάλιο της Ελληνικής διπλωματίας και άλλο η αδήριτη πραγματικότητα ύπαρξης ενός ελλειμματικού κράτους το οποίο από τότε που ιδρύθηκε πριν δύο αιώνες μέχρι σήμερα στερείται εθνικής στρατηγικής.
[Παρενθετικά, επισημαίνεται ότι επικρατεί άγνοια όσον αφορά τις πελατειακές σχέσεις στην διεθνή πολιτική. Αφορούν, μεταξύ άλλων, συναλλαγές γύρω από εθνικά συμφέροντα και εννοιολογικά καμιά σχέση δεν έχουν με την αντίστοιχη έννοια «πελατειακό σύστημα» στο εσωτερικό του κράτους. Οι «πελατειακές σχέσεις» (patron-client relations) είναι η μισή στρατηγική θεωρία και αφορά κυρίως τις σχέσεις ισχυρών και λιγότερο ισχυρών κρατών στην προσπάθεια των τελευταίων να επιτύχουν συμμετρικές και ισόρροπες σχέσεις με τα ισχυρότερα κράτη]
Ολοκληρώνω λοιπόν λέγοντας ότι είτε κανείς συμφωνεί μαζί του σε όλα είτε όχι η εξ αντικειμένου επιβλητική παρουσία του Νίκου Κοτζιά στο πηδάλιο της Ελληνικής διπλωματίας εξελίχθηκε σε είδος «Επαναστατικού γεγονότος».
Με πολύ θετικό τρόπο ένωσε τα νήματα μιας μακράς και συχνά αμφιλεγόμενης διαδρομής του νυν υπουργού εξωτερικών.
«Αμφιλεγόμενης», καθότι δεν υπάρχει περίπτωση κανείς να είχε τοποθετηθεί μαχητικά στα κρατικά και διεθνή δρώμενα και να μην έχει βρεθεί μετά τον Ψυχρό Πόλεμο μπροστά σε πολλά διλήμματα.
Λίγοι μόνο πέρασαν τις Συμπληγάδες του Ψυχρού Πολέμου και των ιδεολογικών συγκρούσεων χωρίς ζημιές.
Και αυτοί οι λίγοι είναι όσοι αφενός ήταν υψηλών επιδόσεων στα πεδία του επιστημονικά δρομολογημένου περιγραφικού και αξιολογικά ελεύθερου πολιτικού στοχασμού και αφετέρου δεν είχαν αποφασίσει να είναι ταυτόχρονα στοχαστές και πολιτικοί δρώντες.
Όμως, αφήνοντας κατά μέρος αυτούς τους λίγους, είναι αστείο, άχαρο, αντί-δεοντολογικό, αυτοκτονικό και ζημιογόνο, εάν μπροστά στην κοσμογονία που έφερε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου στοχοποιούνται άτομα ή εάν συνεχίζονται εμφύλιοι με παρωχημένους όρους «δεξιός», «αριστερός», «προοδευτικός», «συντηρητικός» ή άλλα ιδεολογικά επίθετα.
Αγνοώντας μάλιστα ότι οι ανακατατάξεις στα στρατηγικά, περιφερειακά, κρατικά και πολιτικά πεδία είναι κοσμογονικές και ο αναστοχασμός αναγκαίος.
Γι’ αυτό, ο καθείς θα πρέπει να κρίνεται στην βάση όχι του παρελθόντος αλλά των θέσεων και των απόψεων σε παρόντα μεταψυχροπολεμικό χρόνο.
Το ζήτημα για όλους είναι κατά πόσο χωρίς παρωχημένα ιδεολογικά δόγματα, συμπλέγματα, σύνδρομα και μισόλογα, οι άνθρωποι προσαρμόζονται θετικά και όπως εξελίσσονται τα πράγματα.
Δεν μιλάμε για την γνωστή πλέον φράση κωλοτούμπα και το αστείο εκλογικευτικό σύστημα που στηρίζει τις κωλοτούμπες.
Μιλάμε για το γεγονός πως από καιρό γνωρίζουμε (Edward H. Carr) πως τα ιδεολογικά δόγματα ήταν μεταμφιέσεις αξιώσεων ισχύος των εκάστοτε ηγεμονικών κρατών.
Υπάρχουν μόνο Έλληνες, Τούρκοι, Γάλλοι, Γερμανοί και οι λοιποί.
Ως Έλληνες, Τούρκοι, Γερμανοί και όλοι υπόλοιποι, είναι νομιμοποιημένοι αφενός να παλεύουν αναζητώντας την βέλτιστη διανεμητική δικαιοσύνη που νομιμοποιεί τις πολιτικοοικονομικές ιεραρχίες και καθιστά το κράτος συνεκτικό, ευημερών και ανταγωνιστικό, και αφετέρου, στην εξωτερική πολιτική να συναινούν απαράβατα γύρω από την ασφάλεια του κράτους και την εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων.
Δίλημμα ανακύπτει μόνο όταν το κράτος τους είναι αναθεωρητικό και επιθετικό και κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με την Ελλάδα.
Εξάλλου, όταν μιλάμε για γήινους ανθρώπους των οποίων ο βίος και η διαδρομή είναι μια Οδύσσεια, το μείζον είναι κατά πόσο κατά βάση στον νου τους έχουν την Ιθάκη-Πατρίδα.
Ως προς τούτο, ένα τέταρτο του αιώνα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το σημαντικότερο κριτήριο είναι ένα και μοναδικό, τουτέστιν η ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑ.
Σε όλη την διαδρομή των ανθρώπων η ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑ ήταν το μείζον ζήτημα και η κύρια πηγή πνευματικού, κοσμοθεωρητικού, πολιτικού και οικονομικού ορθολογισμού.
Ας πούμε «διπλωματικά» ότι ενώ στο μεταψυχροπολεμικό νεοελληνικό πολιτικό και πνευματικό πεδίο υπάρχουν στάσεις και απόψεις που δημιουργούν ελπίδες πως κάτι θα αλλάξει, πολλές στάσεις και απόψεις δείχνουν πως υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος πριν πολλοί καταλάβουν την έσχατη λογική της φιλοπατρίας.
Υπάρχει επίσης πολύς δρόμος πριν κάποιοι εν μέσω κωλοτούμπων και μιας ρημαγμένης κοινωνίας αν και ιδεολογικά απάτριδες σταματήσουν να καπηλεύονται το κράτος ή να επικαλούνται έκτακτη ανάγκη συχνά εκτοξεύοντας και πατριωτικά δήθεν συνθήματα.
Όσον μας αφορά λοιπόν, λογικά και ορθολογιστικά, εκτιμούμε πως είναι προς το συμφέρων των νεοελλήνων ο Νίκος Κοτζιάς να βρίσκεται στο πηδάλιο της Ελληνικής διπλωματίας για πολύ ακόμη.
Ανεξάρτητα διαφωνιών για σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές διπλωματικές αποφάσεις –που όπως τονίσαμε δεν αφορούν μόνο τον εκάστοτε ΥΠΕΞ αλλά το κράτος στο σύνολό του– ταυτόχρονα επιβάλλεται υπεύθυνα και ορθολογιστικά να υπογραμμίζεται η πολύ θετική παρουσία του Νίκου Κοτζιά τα τελευταία χρόνια.
Δεν υποτιμούμε άλλα πρόσωπα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιτύχουν τις ίδιες επιδόσεις.
Πλην έλαχε στον Νίκο Κοτζιά να αναλάβει το πηδάλιο της Ελληνικής διπλωματίας σε μια ιστορική στιγμή που η Ελλάδα δεν βρίσκεται μόνο σε μετάβαση αλλά και σε μια κατάσταση κινούμενων σεισμικών πλακών εσωτερικά και διεθνώς.
Η ευθύνη είναι μεγάλη.
Η συνηγορία μας με ορθολογιστικούς προσανατολισμούς και αποφάσεις είναι επιβαλλόμενη και αναγκαία.
Καταληκτικά, η ανάλυση που προηγήθηκε ενώ συνηγόρησε με κάποιους νέους προσανατολισμούς του Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά αφότου ανέλαβε το πηδάλιο της Ελληνικής διπλωματίας ταυτόχρονα άσκησε κριτική για δύο αλληλένδετα ζητήματα.
Πρώτον, το έλλειμμα κράτους που θα παράγει στρατηγική και τα αίτια αυτού του ελλείμματος.
Δεύτερον, το γεγονός πως παρά την μεγάλης σημασίας διαφοροποίηση της Αθήνας για τα ζητήματα των λεγόμενων εγγυήσεων και των Τουρκικών στρατευμάτων, μένει ανοικτό το εξίσου σημαντικό ζήτημα του είδους λύσης που προωθείται στην Κύπρο.
Είναι αλήθεια, εν τούτοις, πως η κόντρα στο ρέμα υποστήριξη της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων και ο τερματισμός των Εγγυήσεων για τα Ελληνικά δεδομένα ήταν αποφασιστικής σημασίας.
Ονομάσαμε Επανάσταση ή αφετηρία διπλωματικής επανάστασης τον τρόπο διαπραγμάτευσης με την Ευρώπη και τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Η προσέγγισή μας δεν προσωποποιεί ενώ στέκεται κριτικά ακόμη και σε αυτά που συνηγορεί.
Ταυτόχρονα, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, απορρίπτονται δίκες και καταδίκες απόρροια εμφύλιων συνδρόμων του παρελθόντος.
Κύριο είναι στάσεις, αποφάσεις και προσανατολισμοί σε παρόντα χρόνο.
Επικεντρωθήκαμε περισσότερο στους προσανατολισμούς και τις προϋποθέσεις που δημιουργούνται και λιγότερο σε συγκεκριμένες αποφάσεις ή και σε πολλά ζητήματα που λιγότερο ή περισσότερο εμπίπτουν στα πεδία αρμοδιότητας ενός Υπουργού Εξωτερικών.
Αυτών λεχθέντων, όλα είναι δυναμικά και θα στεκόμαστε κριτικά, ιδιαίτερα εάν αλλάξουν οι προσανατολισμοί που πιο πάνω θεωρήσαμε επαναστατικούς ή αφετηρία μιας διπλωματικής επανάστασης που δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης μιας εθνικής στρατηγικής.
Αυτό απαιτεί, όπως είπαμε, ισχυρό κράτος, κρατική θεωρία συμβατή με τον σύγχρονο κόσμο και στρατηγικές επιλογές που εκπληρώνουν τα εθνικά συμφέροντα όπως ορίζονται.
Συνοψίζουμε κάποια σημεία για τα οποία θα πρέπει να καιροφυλαχτούμε:
Σταθερός προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής ενός βιώσιμου κράτους μέσα στο ανταγωνιστικό κρατοκεντρικό σύστημα είναι η αδιάλειπτη πάλη για την εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων.
Στην ΕΕ διαπραγματευόμαστε ως ισότιμο μέλος και όπως κάνουν όλα τα κράτη-μέλη εγείρουμε αξιώσεις συμβατές με τα εθνικά μας συμφέροντα.
Με τα ισχυρότερα κράτη διαπραγματευόμαστε εξεζητημένα για συμμετρικές και ισόρροπες σχέσεις.
Στα Βαλκάνια και όσον αφορά την Τουρκία απορρίπτουμε κάθε αναθεωρητική αξίωση και αποτρέπουμε τις απειλές που εγείρονται.
Στην Κύπρο η Ελλάδα εμμένει ακλόνητα όχι μόνο στην αποχώρηση όλων των στρατευμάτων και τον τερματισμό των εγγυήσεων αλλά και για μια βιώσιμη λύση σύμφωνα με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα.
Στρατηγικά μιλώντας η Κύπρος όπου ζουν ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες η Ελλάδα έχει ζωτικά εθνικά συμφέροντα και δεν αμελεί να το διακηρύσσει και να αποφασίζει ανάλογα.
Μη βιώσιμη λύση του Κυπριακού, εξάλλου, σημαίνει ομηρία του νεοελληνικού κράτους και ανεπίστροφη στρατηγική του παγίδευση.
Συνεχίζει να λέγεται ότι «το είδος της λύσης είναι υπόθεση των Κυπρίων».
Αυτό είναι μεγάλο λάθος μια σειρά λόγων ενώ είναι και εξωπραγματικό καθότι συνομιλούμε με την Τουρκία και όχι με τους Τουρκοκύπριους καθότι οι έποικοι είναι πλέον πλειοψηφία.