Η Γαλλία έχει νέο πρόεδρο και νέο κυβερνητικό κόμμα. Το La Republique en Marche του Εμανουέλ Μακρόν κερδίζει την απόλυτη πλειοψηφία στην Βουλή. Αλλά η αποχή που έφτασε σε ύψος ρεκόρ (57%) αποτελεί κακό μαντάτο για τη Δημοκρατία. Έχει δίκιο επί του προκειμένου ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν που δήλωσε ότι: «το υψηλό ποσοστό αποχής είναι σαν γενική απεργία από το πολιτικό καθήκον». Η αποχή αποτελεί απόδειξη ότι μπορεί το εκλογικό σώμα να είναι απογοητευμένο από τα παλιά πολιτικά πρόσωπα και κόμματα αλλά δεν ελπίζει (η πλειοψηφία) σε κάτι καλύτερο από τον νέο ένοικο του Μεγάρου των Ηλυσίων.
Μπορεί η Γαλλία να απέφυγε τα χειρότερα (Λεπέν ή Μελανσόν), μπορεί το εκλογικό σώμα να βρήκε καλύτερη διέξοδο από το αδιέξοδο στο οποίο οδήγησαν ο Φάραντζ, ο Τζόνσον και οι λοιποί λαϊκιστές το Ηνωμένο Βασίλειο, μπορεί οι Γάλλοι να αποδείχθηκαν ωριμότεροι από τους Έλληνες το 2009 («λεφτά υπάρχουν») και το 2015 («θα διαγράψω το επαχθές χρέος») αλλά οι δυσκολίες της εποχής θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Ο «καθοδικός κύκλος» της ευμάρειας και του βιοτικού επιπέδου, σε μια ανεπιστρεπτί παγκοσμιοποιημένη και άκρως ανταγωνιστική οικονομία, θα εξακολουθεί να υφίσταται για τις χώρες του παλαιού «Δυτικού Κόσμου». Κατά συνέπεια η λάμψη του φαινομένου Μακρόν δεν πρόκειται να μακροημερεύσει.
Μπορεί ο νέος ένοικος του Μεγάρου των Ηλυσίων να απέφυγε τους λαϊκισμούς και τις εξωπραγματικές δεσμεύσεις αλλά ο κουρασμένος – και καλομαθημένος – κόσμος εξακολουθεί να περιμένει το «θαύμα» που θα τον οδηγήσει στη «γη της Εδέμ». Δηλαδή στην εξασφάλιση της εργασίας, στην αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους, στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης, στην θωράκιση απέναντι στο έγκλημα και την τρομοκρατία, με άλλα λόγια στον ειρηνικό και ευημερούντα «παράδεισο» που βίωσαν οι Δυτικό-Ευρωπαίοι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά βέβαια θαύματα δεν γίνονται. Η Γαλλία θα εξακολουθήσει να πορεύεται κάποια βήματα πίσω από τη Γερμανία, η παραγωγή της θα υφίσταται την πίεση των ανερχόμενων οικονομιών της Άπω Ανατολής και των χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ (ενδεχομένως αργότερα και της Νότιας Αμερικής), το κοινωνικό κράτος θα συνεχίσει να υφίσταται πλήγματα και η ασφάλεια να είναι ζητούμενο.
Μπορεί το πολιτικό προσωπικό να ανανεώθηκε – παρά το γεγονός ότι δεν χαρακτηριζόταν από την οικογενειοκρατία και το εξωφρενικά εξωθεσμικό «πατρονάρισμα» του πολιτικού προσωπικού της Ελλάδας – αλλά μήπως τελικά το ουσιαστικό ζητούμενο είναι να «αλλάξει η κοινωνία». Γιατί κάθε λαός «έχει την ηγεσία που του αξίζει». Γιατί αν οι απαιτήσεις της κοινωνίας είναι μη ρεαλιστικές τότε μοιραία θα πέφτει θύμα των φανατικών, των καιροσκόπων και των επικοινωνιακών «σούπερ νόβα» που υπόσχονται έξοδο από την κρίση δίχως να διευκρινίζουν με ρεαλισμό και υπευθυνότητα τον τρόπο και το κόστος.
Αυτά με τη Γαλλία. Η οποία «ζει το μύθο της» με την νέα εποχή του REM. Με την Ελλάδα όμως τι γίνεται; Υπάρχει η πιθανότητα κάποιου Έλληνα Μακρόν; Είναι αλήθεια ότι κάποιοι κάνουν «φιλότιμες» προσπάθειες. Η, κατά τα δημοσιεύματα, πρόταση-προσπάθεια του κυρίου Σημίτη να προωθήσει τον κύριο Στουρνάρα στην ηγεσία ενός Κεντροαριστερού σχηματισμού εντάσσεται σε αυτό το σχέδιο. Η άρνηση του τελευταίου δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως οριστική. Ούτε βεβαίως η εμφάνιση ενός άλλου νέου «Μεσσία» που θα αναλάβει να βγάλει την «Μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη» από την λαϊκή απομόνωση στην οποία την οδήγησαν τα εγκλήματα που έκανε στο παρελθόν με αποτέλεσμα την θεσμική, κοινωνική και οικονομική χρεωκοπία της χώρας. Που θα την κάνει πάλι κυρίαρχη στο πολιτικό σκηνικό βάζοντας στο περιθώριο τις κυβερνητικές φιλοδοξίες της Ν.Δ. και εκτοπίζοντας τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. από τον χώρο της Κέντρο-Αριστεράς. Όταν μάλιστα οι τεράστιες αδυναμίες και της κυβέρνησης αλλά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφήνουν τεράστια περιθώρια για αναπτύσσονται αυτοί οι σχεδιασμοί και να έχουν σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας είναι φυσικό οι διεργασίες του παρασκηνίου να εντείνονται.
Όσο και αν τα «ορφανά» της «αλλαγής» και του «εκσυγχρονισμού» δεν αποτελούν ελκυστική επιλογή για το εκλογικό σώμα και δεν προσφέρονται για τη «βιτρίνα» ενός νέου σχήματος δεν παύουν να λειτουργούν ευνοϊκά σε μια τέτοια προοπτική τα «σύνδρομα» ενός εκλογικού σώματος εθισμένου στο λαϊκισμό και καταδικασμένου στην ακρισία. Επιπλέον οι εξωθεσμίκοι οικονομικοί και επικοινωνιακοί μηχανισμοί οι οποίοι την περίοδο του «εκσυγχρονισμού» συγκρότησαν την πανίσχυρη «διαπλοκή» εξακολουθούν, αν και σχετικά αποδυναμωμένοι, να υφίστανται. Δεμένοι με ακατάλυτους δεσμούς συμφέροντος με πλήθος επώνυμων πολιτικών στελεχών (οι Άκης, Μαντέλης, Τσουκάτος, Παπαντωνίου είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου) συμμετέχουν στους σχεδιασμούς που μηχανεύονται την επάνοδο στις παλιές «ημέρες της δόξας». Αυτό που προς το παρόν φαίνεται να λείπει είναι η front line του νέου εγχειρήματος. Το καινούργιο πρόσωπο ή καλύτερα προσωπείο.
Όμως, αν στην περίπτωση της Γαλλίας, παρά τις τεράστιες διαφορές που υφίστανται, στην οικονομία, την Δημόσια Διοίκηση, τα Δημόσια Οικονομικά και την κοινωνική νοοτροπία σε σύγκριση με την Ελλάδα, οι πιθανότητες επιτυχίας της «νέας πολιτικής» του REM είναι ελάχιστες στη χώρα μας είναι ανύπαρκτες.
Γι’ αυτό όποιον και αν επιχειρήσουν να εμφανίσουν σαν τον «Έλληνα Μακρόν» ένα είναι σίγουρο ότι θα πρόκειται απλώς για μια νέα καρικατούρα η οποία όχι μόνο δεν θα δώσει λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας αλλά αντίθετα θα το διαιωνίσει. Διαιωνίζοντας ταυτόχρονα και τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα.