Το Αφιερωματικό Έτος Ελλάδος – Ρωσίας είναι μια διακρατική συνεργασία, η οποία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις βαθιές ιστορικές σχέσεις μεταξύ των λαών των δύο χωρών.
Αναδεικνύει, δηλαδή, το σταθερότερο και, υπό την έννοια αυτή, τον κυριότερο, ίσως, παράγοντα της ελληνορωσικής φιλίας.
Γενικευμένη είναι η εκτίμηση ότι η διοργάνωση πέτυχε. Στον εξαιρετικά περίπλοκο κόσμο της εποχής μας, ανανέωσε τις παρακαταθήκες μιας υπερχιλιετούς κοινής διαδρομής, στη διάρκεια της οποίας οι Ρώσοι και οι Έλληνες μοιράστηκαν μερικά από τα υψηλότερα δημιουργήματα της ανθρώπινης ευφυΐας και θέλησης, από την πολιτισμική ενότητα της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης μέχρι την κοινή νίκη επί του ναζισμού, τον αγώνα για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Το Αφιερωματικό Έτος δεν στρέφεται εναντίον κανενός. Η συμβολή του στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι υπογραμμίζει το υπόδειγμα εκείνων των αμοιβαίων δεσμών και της επικοινωνίας, από τα οποία ο σύγχρονος κόσμος και, ιδίως, η σύγχρονη Ευρώπη έχουν ανάγκη.
Κατά τη διάρκεια του προηγουμένου έτους, η αναθέρμανση των διακρατικών σχέσεων προεκάλεσε ποικίλες αναταράξεις τόσο στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, όσο και την εσωτερική πολιτική ζωή της Ελλάδος.
Σε αμφότερα αυτά τα πολιτικά πεδία, εκφράστηκαν τάσεις, οι οποίες ανέλυαν την ελληνορωσική προσέγγιση ακόμη και ως αμφισβήτηση των δομών της ευρωπαϊκής συνεργασίας.
Στη Δύση, δεν ήταν βεβαίως η πρώτη φορά που η επίσκεψη Έλληνα Πρωθυπουργού στη Μόσχα διήγειρε αντιδράσεις.
Φαντάζομαι ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με πολλή ειρωνεία, θα είχε πληροφορηθεί την ανησυχία των Ευρωπαίων φίλων του, όταν είχε επισκεφθεί τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ, τον Οκτώβριο του 1979.
Αλλά και στην Ελλάδα, πέρσι, ακραίες δυνάμεις του εθνικισμού και του λαϊκισμού υποστήριζαν ότι η τυχόν μεταβολή του διεθνούς προσανατολισμού της, ίσως, μέσα από ένα ρωσικό δάνειο, θα απέτρεπε τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, από τις οποίες εξακολουθεί να έχει ανάγκη ο προοδευτικός εκσυγχρονισμός της χώρας μας.
Ήταν μια δύσκολη συγκυρία, η οποία επέβαλε να εξουδετερωθεί η εκμετάλλευση της ελληνορωσικής φιλίας, η μετατόπισή της στο θολό κόσμο, έξω από την ιστορία και την προοπτική της Ευρώπης.
Εκπληρώνοντας την αποστολή του, ο Ελληνορωσικός Σύνδεσμος είχε αισθανθεί την υποχρέωση να υπογραμμίσει τότε ότι, εν αντιθέσει προς τις διεθνείς και τις εσωτερικές σκοπιμότητες, η ελληνορωσική συνεργασία αποτελεί παράγοντα δημοκρατικού εκσυγχρονισμού των διεθνών σχέσεων στην Ευρώπη.
Η ελληνορωσική φιλία δεν απειλεί, αλλά ολοκληρώνει την Ευρώπη και τις δομές των διεθνών εταιρικών της σχέσεων.
Δεν είναι «άλλος κόσμος», αλλά γέφυρα που μπορεί να ενοποιήσει τις αντιθέσεις στον παρόντα κόσμο της ευρωπαϊκής συνεργασίας.
Οι θεσμοί της πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών, όπως διαμορφώθηκαν επί μακρά σειρά ετών, από τη Συνθήκη της Ρώμης, το 1958, μέχρι τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, το 2007, συνθέτουν ένα επίτευγμα των διεθνών σχέσεων στην Ευρώπη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο πρώτος οργανισμός με υπερεθνικές αρμοδιότητες, υποσχέθηκε τη συγχώνευση των διαφορετικών συμφερόντων των εθνικών κρατών σε ένα κοινό μέλλον ειρήνης και ευημερίας.
Αυτός ο ισχυρός πόλος δημιουργούσε, επίσης για πρώτη φορά στην ιστορία, την προσδοκία μιας ανεξάρτητης πορείας της Ευρώπης, οι ανθρωπιστικές αξίες της οποίας θα αποτελούσαν κριτήριο για τη συλλογική συμβολή της στην επίλυση των διεθνών διαφορών.
Αυτή ήταν «η Ευρώπη που θέλαμε».
Αυτή η νέα ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν θα εξαφάνιζε, ασφαλώς, τις κοινωνικές και γεωπολιτικές αντιθέσεις. Δεν θα θεσμοθετούσε την ουτοπία.
Αλλά, θα παρέσχε εργαλεία, ώστε η Ευρώπη να προβεί σε ένα συλλογικό βήμα μπροστά.
Ένα μεγάλο ιστορικό βήμα, που θα απαιτούσε ισχυρή θέληση και νέους αγώνες, ώστε η εθνική κυριαρχία να μη υπερασπίζεται πια μόνο σύνορα, αλλά τη γενική τιμή των κοινών αξιών.
Αυτό το σχέδιο είχε από την αρχή μια δομική αδυναμία. Δεν ήταν άλλη από την απροθυμία των ευρωπαϊκών ελίτ να κατανοήσουν ότι στην ευρωπαϊκή ιστορία δεν υπάρχει κανένα βήμα προόδου, χωρίς τη συμμετοχή της Ρωσίας ή με τη Ρωσία ηττημένη.
Αυτή η πολιτική δεν είναι πια ευρωπαϊκή. Δεν αντιστοιχεί στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, της τεχνολογικής έκρηξης, της διεθνούς αμοιβαίας εξάρτησης.
Απόδειξη είναι ότι, αντιμέτωπη με την προσφυγική κρίση, η ΕΕ δοκιμάζεται σήμερα σκληρά από τις αντιρωσικές προθέσεις, οι οποίες σε ικανό βαθμό εισχώρησαν στη μεγάλη διεύρυνση του 2004 και τις επόμενες έως και το 2013.
Στην εποχή μας, η απάντηση στο ερώτημα «ποια Ευρώπη θέλουμε» δεν εξαντλείται στην τοποθέτηση ανάμεσα σε στρατόπεδα. Εάν «η Ευρώπη που θέλουμε», δεν είναι η Ευρώπη της ισόρροπης ανάπτυξης, των δημοκρατικών θεσμών και του δικαίου, τότε δεν είναι ορατός άλλος διεθνής παράγων, ικανός να διασφαλίσει την ευημερία των εθνών της, την ανανέωση των ανθρωπιστικών της αξιών.
Είτε η Ευρώπη θα είναι ενιαία και δημοκρατική, είτε θα αποσυρθεί από τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τον οποίο επί αιώνες διεδραμάτισε στην ιστορία.
«Η Ευρώπη που θέλουμε» δεν οικοδομείται σε σύγκρουση, πολύ δε περισσότερο, χωρίς τη Ρωσία. Αυτό το συμπέρασμα υποδεικνύουν η ιστορία και η σύγχρονη πραγματικότητα των ελληνορωσικών σχέσεων, έχοντας και οι ίδιες διέλθει από τις πλέον δραματικές διεθνείς και εσωτερικές ανακατατάξεις.
Το επιβεβαιώνουν η σταθερή προσήλωση στην τήρηση των διεθνών κανόνων δικαίου στο Αιγαίο, όπως και η συνεπής υποστήριξη της Ρωσίας στη δίκαιη λύση του κυπριακού προβλήματος.
Όσοι το αμφισβητούν, θα πρέπει να δώσουν πειστικές απαντήσεις:
– Η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη διεθνή οικονομική κρίση συρρικνώνοντας τα δικαιώματα της εργασίας προς όφελος αυτών του κεφαλαίου. Αλλά, γιατί η παρεμπόδιση της οικονομικής συνεργασίας με τη Ρωσία θα οδηγήσει σε ανάκαμψη και στην αποκατάσταση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους;
– Η Ευρώπη τηρεί αντιρωσική σιωπή για τον πόλεμο στη Συρία και το Ιράκ. Αλλά, γιατί αυτή η στάση θα μειώσει τις προσφυγικές ροές και θα παύσει τη ντροπή στη «Ζούγκλα του Καλαί»; Γιατί θα περιορίσει τον επικίνδυνο για την ειρήνη αναθεωρητισμό της Τουρκίας;
– Ο συνασπισμός του Βίσενγκραντ υψώνει φράχτες για τους πρόσφυγες και συντηρεί τις αντιρωσικές διαθέσεις. Φλερτάρει με το φασισμό, ενώ κατηγορεί την Ελλάδα που εκπληρώνει με κόπους και μεγάλες θυσίες το ανθρωπιστικό της καθήκον.
Αλλά, γιατί αυτά θα κάνουν τους λαούς της Τσεχίας, της διηρημένης Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Σλοβακίας πιο πλούσιους;
– Η Ευρώπη ανησυχεί για την ασφάλεια της Ουκρανίας και των Βαλτικών Δημοκρατιών. Αλλά, πότε στην ιστορία της στρατιωτικοί εξοπλισμοί, στηριγμένοι στον εθνικισμό και το ναζιστικό παρελθόν, ενίσχυσαν την ασφάλεια των ευρωπαϊκών κρατών;
Η σύγχρονη ευρωπαϊκή ταυτότητα ευρίσκεται αντιμέτωπη με την αμφισβήτηση του ίδιου του επιτεύγματος της συνεργασίας. Γυρίζοντας το χρόνο πίσω, ακόμη και στο ύφος της ψυχροπολεμικής διαίρεσης, κάνει την Ευρώπη πιο μικρή.
Οι ελληνορωσικές σχέσεις υπογραμμίζουν ότι η δική μας ιστορία είναι μπροστά.
Τώρα, είναι η ώρα ενός νέου κινήματος της φιλίας ανάμεσα στους λαούς.
Αυτού που με τον πλούτο των χαρακτηριστικών και των ιδεών του θα δώσει το νόημα και τις προσδοκίες της σύγχρονης εποχής στην παλιά πεποίθηση ότι η Ευρώπη μπορεί να είναι ενιαία από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια.