Από την πρώτη στιγμή που στην εξουσία ανέβηκε η αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξαν αντιδράσεις από μερίδα εκκλησιαστικών παραγόντων, που θεωρούσαν ότι οι αριστεροί «άθεοι» θα επιδίδονταν σε μια προσπάθεια να διαχωρίσουν την Εκκλησία από το Κράτος.
Πάγιο αίτημα υπήρξε πάντα από την Αριστερά για τον διαχωρισμό της Πολιτείας και της Εκκλησίας.
Όμως αλήθεια είναι κι ότι ένα μεγάλο μέρος ιερωμένων αλλά και λαϊκών που βρίσκονται κοντά στην Εκκλησία, είναι πιο κοντά σε συντηρητικές εκφάνσεις της πολιτικής ζωής.
Τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, όσο και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, έδειξαν στο ξεκίνημα της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν θέλουν πόλεμο μεταξύ τους, αλλά έναν έντιμο συμβιβασμό.
Οι συναντήσεις των δυο ανδρών, έγιναν κάτω από πολύ καλές συνθήκες και υπήρξε μια σταθερή σχέση συνεργασίας και αλληλοκατανόησης.
Το άρθρο 13 του Ελληνικού Συντάγματος περί «Θρησκευτικής Ελευθερίας» είναι σαφές:
Άρθρο 13: (Θρησκευτική Ελευθερία)
1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.
2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. O προσηλυτισμός απαγορεύεται.
3. Oι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας.
4. Kανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Kράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους.
5. Kανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο, που ορίζει και τον τύπο του.
Η ελευθερία στην έκφραση των θρησκευτικών πεποιθήσεων κάθε άλλο παρά επηρεάζεται ή εμποδίζεται από την επικρατούσα θρησκεία. Κι όταν λέμε επικρατούσα θρησκεία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Συντάγματος, είναι η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού.
Άρθρο 3: (Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας)
1. Eπικρατούσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατολικής Oρθόδοξης Eκκλησίας του Xριστού. H Oρθόδοξη Eκκλησία της Eλλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Kύριο ημών Iησού Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Eκκλησία του Xριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Eίναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Iερά Σύνοδο των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Tόμου της κθ΄ (29) Iουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
2. Tο εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Kράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3 .Tο κείμενο της Aγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. H επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Aυτοκέφαλης Eκκλησίας της Eλλάδας και της Mεγάλης του Xριστού Eκκλησίας στην Kωνσταντινούπολη.
Όπως γίνεται κατανοητό, Συνταγματικά δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στην επικρατούσα θρησκεία και την Πολιτεία.
Οι ρόλοι τους είναι σαφείς και διακριτοί και είναι αδόκιμο να συζητάμε για διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας.
Το πιο σωστό θα ήταν να ήταν να συζητούμε για διαχωρισμό στην Κρατική και την Εκκλησιαστική Διοίκηση.
Εκείνο που πρέπει να διερευνηθεί είναι κατά πόσον ταυτίζονται και επικαλύπτονται η εκκλησιαστική και κρατική διοίκηση, οπότε σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να γίνει ο χωρισμός.
Και αυτό είναι απαραίτητο γιατί μια ταύτιση εκκλησιαστικής και κρατικής διοικήσεως οδηγεί αναπόφευκτα ή στον παποκαισαρισμό ή στον καισαροπαπισμό, τα οποία αναπτύχθηκαν στον δυτικό χώρο και χαρακτηρίζονται από τη θεοκρατία ή την πολιτειοκρατία.
Σε μερικά λεπτομερειακά θέματα, είναι η αλήθεια ότι, πρέπει να γίνει μια περαιτέρω διασάφηση της διακριτότητας των ρόλων κι αυτό πρέπει να επιτευχθεί με νηφάλιο διάλογο, μέσα από τον σεβασμό της όλης διαχρονικής παράδοσης του τόπου.
Ποιους εξυπηρετεί όμως αυτός ο πόλεμος που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στα στελέχη της Εκκλησίας και της Κυβέρνησης;
Σίγουρα ένα συντηρητικό ακροατήριο, στο οποίο έχει λόγο και πρόσβαση η Εκκλησία, δεν θέλει με κανέναν τρόπο να διαρραγεί το δίπτυχο Πατρίδα και Θρησκεία.
Εκεί έχει δομηθεί ένα ιστορικό παρελθόν αλληλεξάρτησης, που από την μια μεριά για κάποιο τρόπο δίνει νόημα υπαρξιακό και αποτιμάτε με συντηρητικές επιλογές τόσο στον τρόπο ζωής όσο και στις πολιτικές τοποθετήσεις κι από την άλλη νέμεται την εξουσία.
Μια «απεξάρτηση» μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, θα αποδυναμώσει τις σχέσεις αυτού του κοινωνικού συνόλου με την εξουσία.
Γιατί το ζητούμενο δεν είναι η «επουράνια βασιλεία» αλλά η νομή της εξουσίας και η δύναμη που κρύβει η Εκκλησία ως κατάλοιπο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Διοίκησης της.
Από την άλλη μεριά, η διαμάχη ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος, εξυπηρετεί και τους «αριστερούς» που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θέλουν να επιδείξουν εύκολη «αριστεροφροσύνη» χωρίς κόστος. Και το πεδίο αυτό είναι εύκολα προσβάσιμο και ανοιχτό για αντιπαράθεση.
Η ένταση που έχει οξυνθεί τις τελευταίες μέρες, δεν έχει κι ούτε θα έχει κάποιο απτό αποτέλεσμα ούτε στην οικονομική ούτε στην λειτουργική καθημερινότητα των πολιτών.
Η παράταση της έντασης αυτής, προκαλεί σύγχυση στους πολίτες κι απαξιώνει τόσο την Πολιτεία όσο και την Εκκλησία.
Ευχής έργον θα ήταν οι ηγέτες Εκκλησίας και Πολιτείας να παραμερίσουν τις εμμονές τους και να προχωρήσουν σε διασάφηση της διακριτότητας των ρόλων τους στην κοινωνία.