Οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί αποτελούν κρίσιμο μέγεθος για την απασχόληση, την ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Οι εργαζόμενοι προφανώς αποτελούν το πλέον βασικό στοιχείο της δυναμικής τους με την εξειδίκευση, την εμπειρία και τις ικανότητες που διαθέτουν.
Η αποτελεσματική αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί ένα από τα βασικά καθήκοντα των εχόντων την ευθύνη διοίκησης των δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων. Παράλληλα με την υποχρέωση να ασκούν χρηστή διοίκηση, να βελτιώνουν ποιοτικά τις παρεχόμενες υπηρεσίες και να αναπτύσσουν τους φορείς που εποπτεύουν, οι νέες διοικήσεις πρέπει να έχουν στόχο να βελτιώσουν τις εργασιακές σχέσεις, να υπάρξει επιτέλους γόνιμη συνεργασία και διαβούλευση με τους εργαζομένους.
Σε κάποιες περιπτώσεις τουλάχιστον, αυτή η δημιουργική και προοδευτική αλλαγή δεν γίνεται ακόμη ορατή. Ένα χρόνο κυβέρνησης της Αριστεράς οι εργαζόμενοι δεν μπορεί να λένε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Γιατί θα έπρεπε να έχει αλλάξει.
Διαμορφωμένοι σε βάθος χρόνου μηχανισμοί που ελέγχουν τους χώρους εργασίας θα έπρεπε να έχουν ήδη πάρει το μήνυμα ότι πέρασε η εποχή που αποτελούσαν τα πραγματικά και αδιαφανή κέντρα των αποφάσεων.
Σε έναν βαθμό η ισχύς τέτοιων μηχανισμών έχει διαπεράσει το σύνολο του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το φαινόμενο δεν είναι στενά ελληνικό, έχει μελετηθεί διεθνώς ως «η αυτονόμηση της γραφειοκρατίας από την πολιτική διοίκηση». Και ενώ στο ξεκίνημά του στη Δυτική Ευρώπη πριν από έναν αιώνα είχε θετικά χαρακτηριστικά, δηλαδή τη διασφάλιση μιας ουδετερότητας της κρατικής μηχανής από την ευμετάβλητη πολιτική διοίκηση, σύντομα παρουσιάστηκαν οι αρνητικές πλευρές του.
Ο έμφυτος συντηρητισμός των μηχανισμών αυτών, η ενστικτώδης αντίθεση σε κάθε αλλαγή μέχρι να βεβαιωθούν όλοι ότι δεν επηρεάζει κάποια «κεκτημένα», αποτέλεσε συν τω χρόνω ζωτικό στοιχείο επιβίωσής τους. Η ύπαρξη ατζέντας, στοχοθεσίας των μηχανισμών αυτών μέσα στις υπηρεσίες και τους οργανισμούς λειτούργησε συχνά αυτόνομα και ανεξέλεγκτα από τις επιλογές της πολιτικής διοίκησης.
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν η δημιουργία πολλαπλών προβλημάτων στη λειτουργία τους. Αφενός τίθενται προσκόμματα στην υλοποίηση των πολιτικών που κατά τεκμήριο διαθέτουν δημοκρατική νομιμοποίηση αφού προτείνονται από μια διοίκηση στηριγμένη στη λαϊκή βούληση, αφετέρου συντηρούν τις σχέσεις πολιτών – γραφειοκρατικών μηχανισμών και ενισχύουν στο εσωτερικό των εργαζόμενων στον δημόσιο τομέα την απάθεια και την αδιαφορία όσων δεν εκπροσωπούνται -και είναι πολλοί- από τέτοιους μηχανισμούς.
Η απάντηση σε αυτά τα προβλήματα μιας προοδευτικής διοίκησης πρέπει να εδράζεται στην εμπέδωση και ενίσχυση της δημοκρατίας εντός του χώρου εργασίας. Δημοκρατία προς τα μέσα, δηλαδή στις σχέσεις διοίκησης και εργαζομένων. Δημοκρατία προς τα έξω, δηλαδή δυνατότητα προώθησης των πολιτικών που έχουν νομιμοποιηθεί μέσω της λαϊκής βούλησης.
Το σπάσιμο των στεγανών και αδιαφανών διαδικασιών συνδέεται με την αναβάθμιση των σχέσεων διοίκησης – εργαζόμενων σε κάθε φορέα. Έτσι ώστε η απαραίτητη και αυτονόητη υλοποίηση των κατευθύνσεων της διοίκησης να μην σημαίνει λιγότερη δημοκρατία, αλλά το αυτονόητο σε κάθε χώρο δουλειάς.
Το κλίμα, η ψυχολογία, το μοντέλο διοίκησης πρέπει να αλλάξουν μετά από δεκαετίες λειτουργίας ενός κράτους που συνδύαζε το πελατειακό μοντέλο με την αδιαφάνεια στη λήψη των αποφάσεων. Αυτή είναι η κρίσιμη τομή στη διαχείριση των φορέων του Δημοσίου και του ανθρώπινου δυναμικού του.
Προϋπόθεση επιτυχίας είναι οι διακριτοί ρόλοι. Ανάμεσα στη διοίκηση, τους εργαζόμενους ως σύνολο, τα ανώτερα υπηρεσιακά στελέχη και τους συνδικαλιστές ως ομάδα ειδικής επιρροής.
Η διοίκηση θα πρέπει να έχει ανοιχτή και άμεση επαφή με τους εργαζόμενους και όχι να αφήνει ως μόνους διαμεσολαβητές τους συνδικαλιστές, οι οποίοι φυσικά δεν μπορεί να συνδιοικούν μέσω του σφιχτού εναγκαλισμού τους με την εκάστοτε διεύθυνση προσωπικού. Διαδικασίες δηλαδή καθαρά πελατειακού τύπου που αναπαράγουν εκφυλιστικά φαινόμενα του παρελθόντος.
Αντίστοιχα βέβαια και η διοίκηση δεν νοείται, ιδιαίτερα σε συνθήκες αριστερής διακυβέρνησης, να παρεμβαίνει στο εσωτερικό του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος και να διαμορφώνει συσχετισμούς κατά το δοκούν. Η Αριστερά δεν επιδίωξε και δεν θα επιδιώξει ποτέ τον εργοδοτικό συνδικαλισμό.
Φαινόμενα και πρακτικές που κυριάρχησαν στο παρελθόν πρέπει να μείνουν οριστικά εκεί. Στόχος μας πρέπει να είναι η λειτουργία επιχειρήσεων και οργανισμών του Δημοσίου με κύρια χαρακτηριστικά τη συμμετοχή, τη δημοκρατία και την αποτελεσματικότητα για την κοινωνία και τους πολίτες, πηγή έμπνευσης για τα ίδια τα στελέχη του. Και στην αλλαγή αυτή δεν χωρούν και δεν δικαιολογούνται καθυστερήσεις.