Πολλά ακούγονται και γράφονται τις τελευταίες μέρες για το άδοξο τέλος της ελληνικής εταιρείας “Ηλεκτρονική Αθηνών” που εκτός όλων των άλλων δεινών, και κυρίως αυτό της ανεργίας που οδηγεί εκατοντάδες εργαζόμενους, διογκώνει και το πρόβλημα του αφελληνισμού της αγοράς.
Το λουκέτο στην μεγαλύτερη ελληνική εταιρεία του κλάδου των ηλεκτρικών ειδών δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί επιφανειακά ούτε βέβαια αρκούν τα ειλικρινή για κάποιους και τα κροκοδείλια για άλλους δάκρυα.
Η διοίκηση της εταιρείας δηλώνει ότι έπεσε θύμα των capital controls και της κρίσης που μαστίζει την ελληνική οικονομία και την αγορά.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτή η αιτία. Ούτε ευθύνεται αποκλειστικά η λανθασμένη διαχείριση της εταιρείας, όπως κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν.
Στην επίσημη ανακοίνωση της εταιρείας για την πτώχευση της υπάρχει μια αναφορά, αλλά όχι τόσο δυνατή και ξεκάθαρη όπως θα έπρεπε, που δίνει το στίγμα της σοβαρότερης αιτίας του αφανισμού της.
«Η σημερινή εξέλιξη αφανίζει τη μεγαλύτερη ελληνική εταιρεία του κλάδου, τη μόνη που ανταγωνίστηκε ευθέως τις πολυεθνικές, οι οποίες θα είναι και οι μόνες ευνοημένες από αυτή τη συγκυρία», όπως τονίζει η Ηλεκτρονική Αθηνών.
Και αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια.
Οι πολυεθνικές εταιρείες διεθνώς, και βεβαίως και αυτές που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, προσφεύγουν συχνά πυκνά στην τακτική των λεγόμενων ενδοομιλικών συναλλαγών, αναπτύσσοντας ένα σύστημα φοροαποφυγής, που τις ευνοεί απέναντι στις εγχώριες επιχειρήσεις με αθέμιτο τρόπο.
Εξαιτίας του διασυνοριακού τους χαρακτήρα οι πολυεθνικοί όμιλοι πραγματοποιούν συναλλαγές που διενεργούνται σε πολλές χώρες με διαφορετικά φορολογικά συστήματα και διαφορετικούς φορολογικούς συντελεστές φορολόγησης. Για αυτό έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο οι επιχειρήσεις να μετατοπίζουν τα φορολογητέα κέρδη τους σε χώρες με χαμηλότερη φορολόγηση μέσω της τιμολόγησης των ενδοομιλικών συναλλαγών τους και να επιτυγχάνουν μείωση της συνολικής φορολογικής τους επιβάρυνσης.
Η πρακτική αυτή κατέστησε επιτακτική την παρέμβαση των διεθνών οργανισμών για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου νομοθετικού πλαισίου και τον έλεγχο των συναλλαγών αυτών. Ετσι η ενδοομιλική τιμολόγηση αποτελεί πλέον αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης σε πάνω από 60 χώρες στον πλανήτη, μέσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η Ελλάδα.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι χρόνια τώρα οι πολυεθνικοί όμιλοι στην κυριολεξία άλωσαν τις αγορές των χωρών ανά τον κόσμο και εξαφάνισαν τις εγχώριες επιχειρήσεις, που υφίσταντο αθέμιτο ανταγωνισμό, αφού αυτές πλήρωναν τους φόρους τους -στην Ελλάδα δε ιδιαίτερα υψηλούς- ενώ οι πολυεθνικές φοροαπέφευγαν παράτυπα, αποκτώντας έτσι ένα μεγάλο πλεονέκτημα απέναντι στους τοπικούς ανταγωνιστές τους.
Αυτό λοιπόν που πρωτεύει είναι η κυβέρνηση να εξετάσει ενδελεχώς το πρόβλημα και επιτέλους να ελέγξει τις πολυεθνικές, καθώς άλλωστε από το 2014 έχουν εισαχθεί στην ελληνική νομοθεσία κανόνες κατά της φοροαποφυγής για τις Αλλοδαπές Εταιρείες (CFC rules).
Το ζήτημα είναι αν αυτοί οι κανόνες εφαρμόζονται στην χώρα μας ή ακόμη περισσότερο αν είναι αρκετοί και ικανοί για την αντιμετώπιση της φοροαποφυγής, που εκτός από αθέμιτο ανταγωνισμό και λουκέτα σε ελληνικές επιχειρήσεις, δημιουργεί και τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα, το οποίο αποτελεί και την βασική αιτία των δεινών της χώρας μας και της επιβολής των μνημονίων.