Και ξαφνικά η Ελλάδα των μυρίων προβλημάτων έρχεται στο προσκήνιο της διεθνούς επικαιρότητας.
Αυτό που δεν κατάφερε η κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες – για την ακρίβεια, αυτό που εδώ και πολύ καιρό καταφέρνει, αλλά δυστυχώς αρνητικά, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του ΔΝΤ προσφάτως – το πετυχαίνει η θρησκευτική ηγεσία του τόπου.
Και μάλιστα με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, ο οποίος καθ’ όλη την μέχρι σήμερα αρχιεπισκοπική του θητεία δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για τις διαχριστιανικές, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις και τις διορθόδοξες, σχέσεις.
Η τεράστια και ομολογουμένως θετική συμβολή του παρέμενε η βελτίωση των σχέσεων με την πολιτεία, και κυρίως η πανελληνίως και διεθνώς αναγνωρισμένη κοινωνική δραστηριότητα της Εκκλησίας, της οποίας ηγείται.
Όλα ξεκίνησαν από αυτήν ακριβώς την ξεχασμένη δυστυχώς στα εκκλησιαστικά και θεολογικά μας πράγματα διάσταση της ιεραποστολικής ευθύνης της εκκλησίας.
Με αφορμή την προσφυγική κρίση ο Αρχιεπίσκοπος απέστειλε πριν από λίγες μέρες επιστολή εξ ονόματος της Εκκλησίας της Ελλάδος «προς τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης, το Π.Σ.Ε. και τους επικεφαλής των Ορθόδοξων και άλλων Εκκλησιών, ώστε να ευαισθητοποιηθούν για το προσφυγικό πρόβλημα» (από το τελευταίο ανακοινωθέν της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου [Δ.Ι.Σ.] της Εκκλησίας της Ελλάδος).
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) αμέσως ανέδειξε το ζήτημα μεταφράζοντας την επιστολή αυτή και διακινώντας την urbi et orbi.
Το επίσημο, βέβαια, ανακοινωθέν του Βατικανού κάνει λόγο για «αποδοχή προσκλήσεως από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας» – πράγμα που έμμεσα υπονοείται και στην ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου – στην οποία ανταποκρίθηκε ασμένως ο εγνωσμένης κοινωνικής ευαισθησίας Πάπας Φραγκίσκος.
Σύμφωνα, βέβαια, με το ανακοινωθέν της ΔΙΣ, ο Αρχιεπίσκοπος ενημερώθηκε επίσημα από τις αρμόδιες αρχές του Βατικανού, οι οποίες του μετέφεραν την «επιθυμία του Πάπα Φραγκίσκου, να επισκεφθεί την πατρίδα μας. Σκοπός της επισκέψεώς του… η συμβολή του Πάπα στην ευαισθητοποίησή της παγκόσμιας κοινότητας για την άμεση παύση των πολεμικών συγκρούσεων στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής που πλήττουν σφόδρα τις χριστιανικές κοινότητες, αλλά και στην ανάδειξη του μείζονος ανθρωπιστικού προβλήματος που έχει προκληθεί από τους απεγνωσμένους πρόσφυγες, οι οποίοι αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον στην ευρωπαϊκή ήπειρο».
Παράλληλα, η Δ.Ι.Σ. αποφάσισε «να απευθύνει πρόσκληση στον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, ώστε αυτός να τιμήσει με την παρουσία του το νησί της Λέσβου την ημέρα επίσκεψης του Πάπα Φραγκίσκου.
Η προσωπικότητα και το κύρος του Οικουμενικού Πατριάρχη, σε συνδυασμό με την βαρύτητα της παρουσίας του Πάπα Φραγκίσκου, στέλνει στα πέρατα του κόσμου ένα πολύ ηχηρό μήνυμα αφύπνισης της παγκόσμιας κοινότητας, προς την κατεύθυνση της ανακούφισης των προβλημάτων των προσφύγων και, ταυτόχρονα, της ανάληψης των δεουσών ενεργειών για την προστασία των χριστιανών που πλήττονται βάναυσα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και των λοιπών δοκιμαζόμενων συνανθρώπων μας» (από την ίδια ανακοίνωση).
Όποια και αν είναι η πραγματικότητα, η επίσημη πλέον απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος να συναινέσει στην εξαιρετικής σπουδαιότητας αυτή επίσκεψη καταδεικνύεται, με αρκετά νομίζω εύλογο τρόπο, από την αντίδραση του Μητροπολίτη Πειραιώς, που χαρακτήρισε σε ανακοίνωσή του άστοχη και εσφαλμένη την απόφαση, γιατί η παρουσία του «αιρεσιάρχη Φραγκίσκου Μπεργκόλιο» (!) «προκαλεί την Ορθόδοξη συνείδησή μας και πρέπει η Δ.Ι.Σ. άμεσα να ανακαλέσῃ την απαράδεκτον απόφασί Της».
Δυστυχώς υπάρχουν τέτοιοι ιεράρχες και μέσα στην Δ.Ι.Σ. Αλλιώς, δεν εξηγείται η ατυχής πρόταση του συνοδικού ανακοινωθέντος, ότι «η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απεδέχθη την πρόταση να επισκεφθεί ο Πάπας Φραγκίσκος ένα νησί του Αιγαίου, εφόσον πρόκειται για μία ολιγόωρη, εκτός πρωτοκόλλου και καθαρά ανθρωπιστικού και συμβολικού χαρακτήρα επίσκεψη».
Θα θυσίαζε δηλαδή το μείζον, κατά την ίδια την ανακοίνωση, για το έλασσον; Προφανώς το ανακοινωθέν θέλησε να ικανοποιήσει όσους, από αντι-οικουμενικό οίστρο και «ου κατ’ επίγνωσιν» ζήλο, θα ήθελαν να αποφύγουν μια κανονική μετά πρωτοκόλλου επίσκεψη του θρησκευτικού ηγέτη ενός δισεκατομμυρίου και διακοσίων εκατομμυρίων χριστιανών, «ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ᾿ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα» (Ιω 18:28)!
Και μια και ο λόγος για το Πάσχα, φέτος εμείς οι Ορθόδοξοι, για λόγους ιδεοληψιών και απολύτως αθεολόγητων προκαταλήψεων του παρελθόντος, θα το εορτάσουμε κατά παράβαση των αποφάσεων της Α΄Οικουμενικής Συνόδου, «της αγίας και μεγάλης συνόδου», όπως χαρακτηρίζεται στην παράδοση (κατά μία εκδοχή αυτή η ονομασία συνέτεινε ώστε η Πανορθόδοξη Σύνοδος της Κρήτης τον Ιούνιο να ονομαστεί έτσι).
Όχι δηλαδή την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία, αλλά μετά την «δεύτερη» Πανσέληνο, και φυσικά ενάντια στο πνεύμα της μεγάλης αυτής Συνόδου της Χριστιανοσύνης, που ήταν ο κοινός εορτασμός του Πάσχα από όλους τους χριστιανούς!
Στον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, λοιπόν, πιστώνεται αυτή η συναίνεση της οικουμενικής συνάντησης, ενώ παράλληλα εκδηλώνεται και το ενδιαφέρον του για την ενότητα της Ορθοδοξίας, «ιδιαίτερα σε μία περίοδο που δίδεται η εικόνα ότι η ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών δοκιμάζεται» (όπως τονίζεται στο ίδιο ανακοινωθέν).
Παρά την μεμψιμηρία περί «ολιγόωρης και εκτός πρωτοκόλλου» αυτής συνάντησης οι πάντες πλέον κατανοούν τη σημασία δύο γεγονότων, εκτός φυσικά του ανθρωπιστικού και κοινωνικού της χαρακτήρα, για τον οποίον ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας) σε συνέντευξή του από την Κωνσταντινούπολη στο AsiaNews ευφυώς αναφέρει, ότι «το θέμα των προσφύγων είναι η κορυφή του παγόβουνου της βαθιάς κρίσης που πλήττει τον κόσμο, αποτέλεσμα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αλλά και της αλλοτρίωσης και περιφρόνησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
Και τα δύο αυτά γεγονότα είναι: (α) η επικείμενη Πανορθόδοξη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και (β) η συνειδητή επιλογή των Προκαθημένων της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης για «κοινή χριστιανική μαρτυρία», και – όχι σε μεγάλο βάθος χρόνου – το όραμα σύγκλησης στη Νίκαια μιας πραγματικά «Οικουμενικής» συνόδου το 2025, 1.700 χρόνια μετά την Πρώτη.
Για το πρώτο ο Αρχιεπίσκοπος έκανε σαφή αναφορά, και με τις τελευταίες του ενέργειες διέλυσε τα όποια σύννεφα διαφάνηκαν στον ορίζοντα το τελευταίο διάστημα, πριν και μετά την τελευταία Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στη Γενεύη τον περασμένο Ιανουάριο.
Αλλά και κύκλοι του Βατικανού παρατήρησαν, ότι «η συνάντηση είναι ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση μιας κοινής οικουμενικής συμπόρευσης, που αργά αλλά σταθερά έχει φέρει όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, μετά από σχεδόν 13 αιώνες, στην επικείμενη Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης, που αρχίζει στις 18 Ιουνίου».
Το δεύτερο, όμως, την οικουμενική δηλαδή σημασία αυτής της συνάντησης, άμεσα ανέδειξε ο Πάπας, όπως άλλωστε το έπραξε και για την επίσης σημαντική συνάντησή του με τον Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών κ. Κύριλλο τον περασμένο Φεβρουάριο στην Κούβα.
Για τον προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας, πέραν του γνησίου ενδιαφέροντός του για την έμπρακτη κοινή μετά των άλλων χριστιανών μαρτυρία του ευαγγελίου, η συνάντηση αυτή αποτελεί έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των σημαντικών γεγονότων της παποσύνης του, που άρχισαν με την αυτοπρόσωπη παρουσία του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην ενθρόνισή του, συνεχίστηκαν με την επίσκεψή του στο Φανάρι, την συνάντηση των δύο προκαθημένων Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα για την επέτειο των 50 χρόνων από την άρση των αναθεμάτων και την ιστορική επίσκεψη στην ίδια πόλη του Πάπα Παύλου VI και του Πατριάρχη Αθηναγόρα, αλλά και την για πρώτη φορά επίσημη συνάντηση Πάπα Φραγκίσκου και Πατριάρχη Κυρίλλου στην Αβάνα.
Ασφαλώς, η συνάντηση αυτή θα προσελκύσει τα φώτα της δημοσιότητας. Γι’ αυτό και θα παραστεί και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος κ. Τσίπρας. Οι τρεις θρησκευτικοί και πνευματικοί ηγέτες θα αγκαλιάσουν τους πρόσφυγες στην ελληνική γη, ως σύμβολα των θυμάτων των πολιτικών επιλογών των κοσμικών ηγετών του σημερινού κόσμου, και θα αποτίσουν φόρο τιμής στους χιλιάδες ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους ή αγνοούνται στα νερά της Αιγαίου, αλλά και ολόκληρης της Μεσογείου.
Η συνάντησή τους, όμως, δεν παύει να είναι στις καρδιές των τριών εκκλησιαστικών ηγετών, αλλά και όλου του σώφρονα θρησκευτικού κόσμου, η πρώτη απτή δράση από την άποψη της κοινής χριστιανικής μαρτυρίας για την πολύ-επίπεδη κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία μας.
Μετά τη συμφωνία, που υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία, και ουσιαστικά καταλύει ένα ακόμη κεκτημένο από το χάρτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι τρεις τους θα στείλουν ένα κρίσιμο μήνυμα στους ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι δυστυχώς υιοθετούν όλο και πιο άγονες πολιτικές προτάσεις.