Μέσα σ’ ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον σύγχυσης γύρω από το προσφυγικό, είναι αναγκαίο να φωτίσουμε ορισμένες πτυχές του προβλήματος στους συμπολίτες μας, που το τελευταίο διάστημα διχάζονται από αντικρουόμενες απόψεις και πολιτικές.
Προσωπικά, από τότε που το προσφυγικό, εν είδει χιονοστιβάδας, επηρέασε απ’ άκρο σ’ άκρο ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, έχω αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της κοινοβουλευτικής μου δραστηριότητας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ευαίσθητο αλλά και πολύπλοκο αυτό ζήτημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ανέκαθεν επισημαίνω ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που απαιτεί λήψη μέτρων σε όλα τα επίπεδα: επείγοντα μέτρα έκτακτης ανάγκης, μέτρα ανθρωπιστικού χαρακτήρα αλλά και βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο σχεδιασμό ουσιαστικής διαχείρισης του προβλήματος με χαρακτήρα μονιμότητας και δεσμευτικότητας για όλα τα κράτη μέλη.
Μόνο τότε, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε (σ.σ. σύντομα θέλω να πιστεύω) για μία ολοκληρωμένη κοινή ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική ασύλου, βασιζόμενη στην αλληλεγγύη και την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, που σήμερα δεν υφίσταται.
Θεσμικές αποφάσεις, που στοχεύουν σε μία ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη μετανάστευση, έχουν ανακοινωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση.
Ωστόσο, η εφαρμογή των περισσότερων και πιο σημαντικών από αυτές, ομολογουμένως, έχει αποτύχει.
Ειδικότερα, καθυστερεί – ελλείψει πολιτικής βούλησης – η υλοποίηση των προγραμμάτων μετεγκατάστασης και επανεγκατάστασης προσφύγων σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη μέλη αναλογικά, το κοινό σχέδιο δράσης ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό και οι κοινές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις για την καταπολέμηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών.
Στο ίδιο πλαίσιο, υπό διαπραγμάτευση τελούν ακόμα η ευρωπαϊκή συνοριοφυλακή-ακτοφυλακή, η αναθεώρηση του Κανονισμού του Δουβλίνου καθώς και το κοινό ευρωπαϊκό ταξιδιωτικό έγγραφο για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.
Αυτή η αποθαρρυντική εικόνα έχει διαμορφωθεί μέχρι στιγμής σε επίπεδο ΕΕ και αποδεικνύει ότι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στην πράξη δεν υπάρχει. Οι ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν σε όλες τις πλευρές και δη:
α) Στη δυστροπία ορισμένων κρατών μελών, που τεχνηέντως εφευρίσκουν επιχειρήματα, για να αποφύγουν τις πολιτικές ή κοινωνικές συνέπειες της προσφυγικής κρίσης, αν και υποχρεούνται να αναλάβουν αυτό το βάρος και το συνακόλουθο πολιτικό κόστος,
β) από ελληνικής πλευράς, στην αποσπασματική και ερασιτεχνική αντιμετώπιση του προβλήματος από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που έδωσε αφορμή σε τέτοιου είδους επιχειρήματα. Μην ξεχνάμε, ότι ουδέποτε κατατέθηκε ένα ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχέδιο διαχείρισης του προβλήματος από την Ελλάδα, με την ταυτόχρονη άσκηση πολιτικών πιέσεων προς όλες τις κατευθύνσεις, καίτοι η χώρα μας αποτελεί τη βασική πύλη εισόδου μεταναστών και προσφύγων με προορισμό την Ευρώπη,
γ) στη στάση της Τουρκίας, που εκμεταλλεύεται την απροθυμία των ευρωπαίων πολιτικών στο προσφυγικό, προκειμένου να προωθήσει τις πολιτικές της επιδιώξεις στα ζητήματα που την απασχολούν (ενταξιακές διαπραγματεύσεις, χρηματοδοτήσεις, κατάργηση βίζας), ασκώντας μία πολιτική άμεσων ή έμμεσων εκβιασμών, και
δ) στη γενικότερη ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, που αναλώθηκε επί μακρόν σε αντεγκλήσεις μεταξύ των κρατών μελών, ελλείψει μηχανισμών αναγκαστικής συμμόρφωσης στις επείγουσες αποφάσεις της με πρόβλεψη κυρώσεων, ενώ υπέκυψε στους εκβιασμούς της Τουρκίας και δέχτηκε το αίτημά της για εμπλοκή του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο.
Μέσα σε αυτό το αρνητικό κλίμα, οι συμπολίτες μας οφείλουν να γνωρίζουν ότι ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ήταν και παραμένει ενωτικός και η στήριξη στην Ελλάδα σημαντική. Στην Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, όπου συμμετέχω, εργαζόμαστε σκληρά, για να ολοκληρωθούν άμεσα – το αργότερο μέχρι το καλοκαίρι – όλοι οι σημαντικοί φάκελοι που άπτονται του προσφυγικού με πνεύμα συνεννόησης και συνεργασίας.
Άλλωστε, οι εξελίξεις δεν επιτρέπουν περαιτέρω καθυστερήσεις. Η προσφυγική κρίση μετατρέπεται ραγδαία σε μια πρωτοφανή διεθνή ανθρωπιστική κρίση. Δεν είναι τυχαία η σημερινή απόφαση της ΕΕ για άμεση και κατεπείγουσα χρηματοδοτική ενίσχυση στην Ελλάδα, βάσει του άρθρου 122 της Συνθήκης Λειτουργίας ΕΕ, με σκοπό τη στήριξη των τεράστιων προσφυγικών πληθυσμών, που σχεδόν έχουν εκφύγει κάθε ελέγχου.