Σήμερα, έχουν πλέον όλοι πολίτες αντιληφθεί πως η θέση της Ελλάδας απέναντι στους δανειστές, οι συντεταγμένες της πολιτικής μας γεωγραφίας ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης δεν αποτελούν μια και μοναδική στατική διαδικασία.
Αντίθετα, είναι ζήτημα διαρκούς κινητικότητας και διαπραγμάτευσης τόσο για την αλλαγή των όρων δανεισμού προς όφελος της χώρας μας όσο και για την υπέρβαση της ατελούς αρχιτεκτονικής της Ένωσης.
Των δομικών εκείνων αδυναμιών της που επέτρεψαν στην κρίση να βαθύνει αλλά και να αυξηθεί το «δημοκρατικό έλλειμμα» ως προς τη λήψη των αποφάσεων ανάμεσα στις πιο ανεπτυγμένες και οικονομικά εύρωστες χώρες σε σχέση με τις λιγότερο ισχυρές.
Ένα τέτοιο σύνθετο ζήτημα που όπως αντιλαμβάνεται κανείς δεν έχει να κάνει μόνο με το περιεχόμενο μιας σύμβασης δανεισμού αλλά με διεθνείς ισορροπίες και πολιτικούς συσχετισμούς δεν μπορεί να προσφέρεται για επικοινωνιακή κατανάλωση στο εσωτερικό ακροατήριο.
Άλλωστε η λογική αυτή της επικοινωνιακής διαχείρισης της κρίσης με τα μάτια στραμμένα στο εσωτερικό είχε δυσμενή αποτελέσματα.
Το ζήσαμε με τον πιο εμφατικό τρόπο με την αποτυχία της διαπραγμάτευσης «Βαρουφάκη», το ζούμε τώρα με το φερόμενο «παράλληλο πρόγραμμα» αλλά και νωρίτερα όταν ο κύριος Σαμαράς έσκιζε αρχικά το δικό του μνημόνιο προεκλογικά. Για να το «ξανακολλήσει» έπειτα, ως πρωθυπουργός ο ίδιος αλλά με επαχθέστερους όρους για τη χώρα και τους πολίτες.
Το ίδιο είχε πράξει και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, όταν σε μια κίνηση φτηνού εντυπωσιασμού έδιωχνε την τρόικα το Σεπτέμβρη του 2011 ζημιώνοντας όμως επί της ουσίας τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας που έχασε πολύτιμο χρόνο σε μια συγκυρία όπου είχαμε μεγάλη ανάγκη ρευστότητας.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα, οι Έλληνες πολίτες και κυρίως οι νέοι έχουν χάσει 5 χρόνια πολιτικής και οικονομικής κερδοσκοπίας όπου η κυριαρχία του λαϊκισμού, οι θεωρίες συνωμοσίας και η κοινωνική διαίρεση απέτρεψαν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, προσθέτοντας κι άλλα βάρη στις πλάτες των πολιτών.
Πέντε ολόκληρα χρόνια χρειάστηκαν για να αντιληφθούμε όλοι κάτι που το γνωρίζαμε εξαρχής.
Το γνωρίζαμε όταν φέρναμε για ψήφιση στη Βουλή μαζί με τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Α. Παπανδρέου 168 εφαρμοστικούς – εξωμνημονιακούς νόμους.
Γιατί καμιά Τρόικα, κανένας «θεσμός» και κανένας ξένος δεν σου επιβάλλει τη Διαύγεια, την ανάρτηση όλων των αποφάσεων της διοίκησης στο Διαδίκτυο ώστε να σταματήσει η πελατειακή σπατάλη.
Κανένας εξωτερικός παράγοντας δεν σου επιβάλλει την ηλεκτρονική συνταγογράφηση για τη μείωση της τιμής των φαρμάκων για όλους και κυρίως για τους πιο αδύναμους συμπολίτες μας.
Όπως επίσης κανένας δεν θα νομοθετήσει για σένα τον Καλλικράτη, το νοικοκύρεμα του κράτους, το ενιαίο μισθολόγιο που τερμάτισε την πελατειακή ευνοιοκρατία στο Δημόσιο και την άρση του απορρήτου των καταθέσεων για τον με κάθε τρόπο έλεγχο των μεγαλοφοροφυγάδων.
Κανείς δεν θα μιλήσει για τη φορολόγηση των off-shore επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας της εκκλησίας όπως έκανε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου με το Ν.3842/10. Μια προοδευτική ρύθμιση από τις πολλές που καταργήθηκαν από τη συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου με την αντιπολίτευση τότε να ψηφίζει «παρών».
Γι’ αυτό, εκείνο που πρέπει και οφείλουμε όλοι να κατανοήσουμε σήμερα, είναι πως οι όροι του κάθε δανείου μέσω της Ε.Ε., δηλαδή το «μνημόνιο» και το κάθε «μνημόνιο» δεν είναι ούτε ευαγγέλιο, ούτε δόγμα.
Είναι ίσως μια επώδυνη λύση απέναντι στον ξαφνικό θάνατο της χρεοκοπίας που δε σημαίνει όμως ότι θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα.
Είναι προπαντός ένα κείμενο στόχων.
Ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για αποτελέσματα κι όχι για τον τρόπο.
Άρα είναι πολιτική η επιλογή το αν για παράδειγμα θα επιλέξει κανείς τις αθρόες απολύσεις, τη λογική της πελατειακής διευθέτησης των επαγγελματικών κλάδων που έχει ισχυρή πολιτική παρουσία ή την κοινωνικά δίκαιη στρατηγική της σύγκρουσης με τον παρασιτισμό και της διαμόρφωσης μια ευνομούμενης πολιτείας που θα απελευθερώσει τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου και θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία νέου πλούτου μέσω της ανάπτυξης του υγιούς ανταγωνισμού.
Εδώ χωρεί και ο ρόλος των Σοσιαλιστών, ο ρόλος των προοδευτικών δημοκρατικών δυνάμεων στην διαμόρφωση ενός Ελληνικού Σχεδίου, ένα δικό μας “New-Deal” για την Έξοδο από την Κρίση.
Ένα σχέδιο με προοδευτικό περιεχόμενο που δεν θα υπαγορεύεται από τους εταίρους και τους δανειστές αλλά μονάχα από τις ανάγκες της χώρας και των πολιτών.
Ένας οδικός χάρτης για πραγματικά προοδευτικές διαρθρωτικές αλλαγές κι όχι υφεσιακά δημοσιονομικά μέτρα που υποβάλλουν τελικά τους πολίτες σε ένα αντίστοιχο “μαρτύριο του Σισύφου” με το να γεμίζουμε με μέτρα, μέτρα και άλλα μέτρα ένα βαρέλι που συνεχώς χάνει.
Αυτό που χρειάζεται για την ανάκαμψη και την ανακούφιση των ασθενέστερων είναι πραγματικές μεταρρυθμίσεις, αλλαγές στη φυσιογνωμία και την αρχιτεκτονική της Δημόσιας Διοίκησης και ρυθμιστικές παρεμβάσεις για την εξυγίανση της οικονομίας και τη λειτουργία του ανταγωνισμού προς όφελος των πολιτών.
Μόνο έτσι θα έρθει η επανεκκίνηση, το αναγκαίο «restart» όπως το ονομάζω, για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία.
Χρειάζεται επομένως από τη μια ένα σταθερό φορολογικό σύστημα, πάταξη της γραφειοκρατίας με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και μεταρρύθμιση της Διοικητικής Δικαιοσύνης με έμφαση στην ταχύτητα της δικαιοδοτικής διαδικασίας ιδιαίτερα των υποθέσεων που αφορούν επενδυτικές και αναπτυξιακές υποθέσεις.
Να δημιουργήσουμε δηλαδή ένα περιβάλλον σταθερότητας, ασφάλειας και διαφάνειας που θα αντιλαμβάνεται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας και θα είναι συγχρόνως πραγματικά ελκυστικό για νέες επενδύσεις που θα εκκινήσουν την οικονομία και θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.
Ταυτόχρονη πρέπει να είναι η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών εκεί που το «βαρέλι χάνει». Έτσι ώστε να πληρώνουν οι πράγματι έχοντες και να διευρυνθεί η φορολογική βάση.
Να αναλάβουν επιτέλους το μερίδιο που τους αντιστοιχεί, αυτοί που μόνιμα αποφεύγουν τις υποχρεώσεις τους αντί να αυξάνουμε τους φορολογικούς συντελεστές για τα μόνιμα θύματα, τους συνεπείς πολίτες.
Σ’ αυτή άλλωστε τη λογική της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης κινείται και η φορολόγηση των εμβασμάτων του εξωτερικού που από τις αρχές του 2012 είχαμε προτείνει.
Δυστυχώς όμως μετά την ανατροπή του Γιώργου Παπανδρέου δεν υπήρχε ούτε χώρος ούτε πολιτική βούληση για την εφαρμογή μιας τέτοιας πρωτοβουλίας που θα έδινε τη δυνατότητα ακόμα και μέσα από φορολογική περαίωση να εισπραχθούν πάνω από 40 δις έτσι ώστε να μη σηκώνουν το βάρος οι πιο αδύναμοι και οι πραγματικοί δημιουργοί της οικονομίας.
Αυτή -αν θέλετε- είναι και η ουσιαστική και πολιτική τομή, το δίλλημα για το χώρο της ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας, για την εφαρμογή μιας πιο δίκαιης οικονομικής πολιτικής.
Το ποιος τελικά θέλει και μπορεί να συγκρουστεί με τις ελίτ, με κατεστημένα συμφέροντα και αντιλήψεις με γνώμονα πάντα τους πολίτες και την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος.
Λύσεις και προτάσεις υπάρχουν για να πάει η χώρα μπροστά.
Το πραγματικό ερώτημα που παραμένει είναι ποιός έχει την πολιτική βούληση να τις πραγματοποιήσει.
Γιατί διαφορετικά, το ρολόι μοιάζει να έχει σταματήσει στο Νοέμβριο του 2011…