Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Αποδήμου Ελληνισμού, η ελληνική Ομογένεια υπολογίζεται ότι αριθμεί σήμερα περισσότερους των 5.500.000 πολιτών ελληνικής καταγωγής σε 140 χώρες.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, το κράτος άρχισε να δημιουργεί θεσμούς για την επικοινωνία της χώρας με την ελληνική Διασπορά.
Μαζί με τη Γενική Γραμματεία Αποδήμου Ελληνισμού του υπουργείου Εξωτερικών, η οποία συστάθηκε το 1983, το Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού (1995), η Παγκόσμια Διακοινοβουλευτική Ένωση του Ελληνισμού (1996) και το Δίκτυο Ελλήνων Αιρετών Αυτοδιοίκησης της Ευρώπης (2001) αποτελούν αντιπροσωπευτικά δίκτυα κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων, με στόχους τον πολιτικό συντονισμό με το μητροπολιτικό κέντρο και την παγκόσμια ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού.
Σ’ αυτούς συνδράμουν ακόμη ιδιωτικά ιδρύματα και περίπου 3.000 κοινωνικές οργανώσεις των Ελλήνων ανά τον κόσμο.
Ωστόσο, ο παλαιότερος δημόσιος θεσμός, ο οποίος έχει ως αποστολή την επικοινωνία με τους Έλληνες της Διασποράς, είναι «Η Φωνή της Ελλάδας».
Άρχισε να εκπέμπει στα βραχέα μετά την κήρυξη του Πολέμου, το 1940, μεταδίδοντας το πρόγραμμά της προς το Μέτωπο και τις Βαλκανικές χώρες.
Διέκοψε τη λειτουργία της μόνο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εξελισσόμενη με την πάροδο των χρόνων ίσως στη σταθερότερη γέφυρα ανάμεσα στη χώρα και τους αποδήμους Έλληνες.
Έγινε πράγματι η πολύγλωσση φωνή που συνήθως μακριά από τα φώτα της περιστασιακής δημοσιότητας εξακολουθεί να περιγράφει την εικόνα του τόπου και των ανθρώπων του, μαζί με τις δράσεις και τα συναισθήματα του νόστου.
Η σχέση ανάμεσα στην Ελλάδα και την ομογένεια είναι βαθιά πολιτική.
Ωστόσο, στους φιλόφρονες και συγκινητικούς λόγους, τους οποίους το πολιτικό σύστημα επεφύλασσε πάντοτε προς τον απόδημο ελληνισμό, δεν περικλειόταν μόνο μια ίσως υποκριτική διάθεση. Εύρισκε γνήσια αντανάκλαση και η πραγματικότητα της χώρας, εκπεφρασμένη από τους στόχους και τις αντιφάσεις κάθε ιστορικής εποχής. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα.
Η «Φωνή της Ελλάδας» έχει συνεπώς αποκτήσει ένα νέο διεθνή ρόλο για τη χώρα και τον ελληνισμό στις συνθήκες της παρατεινόμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Ο νέος της ρόλος συνίσταται στη συστηματική παρακολούθηση και την ανάδειξη της κινητοποίησης των εθνικών προοδευτικών δυνάμεων σε ολόκληρο τον κόσμο για την υπέρβαση των σημερινών αδιεξόδων και την εμπέδωση ενεργού ρόλου της χώρας στη σύνθετη διεθνή πραγματικότητα.
Όσο η διεθνής αξιοπιστία της κυβέρνησης εξαρτάται από την τήρηση των όρων της δανειακής σύμβασης, άλλο τόσο ο ενεργός διεθνής ρόλος της Ελλάδας καθορίζεται από το μερίδιο της συμμετοχής της στη διεθνή πραγματικότητα σε όλους τους τομείς της δημόσιας σφαίρας, στην πολιτική και τη διπλωματία, στην οικονομία και την επιχειρηματικότητα, στην καλλιτεχνική δημιουργία και τα επιτεύγματα των επιστημών. Δεν μπορούμε να προσδοκάμε την υπέρβαση της κρίσης όσο η διεθνής παρουσία της χώρας έχει ως αποκλειστικό θέμα τα δημόσια οικονομικά της.
«Η Φωνή της Ελλάδας» δεν καταρτίζει μόνη της αυτή την ημερησία διάταξη. Αυτό το κάνουν χιλιάδες Ελλήνων σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ο δημοκρατικός και προοδευτικός προσανατολισμός των οποίων δεν κρίνεται τόσο από την κομματική τους επιλογή, όσο από το περιεχόμενο της κοινωνικής τους δράσης στην πραγματική ζωή.
Αυτή η δράση είναι η σύγχρονη παγκόσμια φωνή της Ελλάδας που μπορεί να ξεπεράσει την κρίση.