Τέτοιες μέρες έχω μια επίμονη άρνηση για σκέψεις…
Μου συμβαίνει μάλλον γιατί αισθάνομαι πως οι σκέψεις μου, τέτοιες μέρες, πρέπει να έχουν πολύ θράσος για να επιμένουν να δημιουργούνται.
Και ακόμα περισσότερο θράσος, αλήτικο θράσος, για να επιμένουν να εκφράζονται…
Αυτό μου συμβαίνει τέτοιες μέρες “ανάδελφες” για τα χρόνια μου μέχρι τώρα, ασύλληπτα πρωτότυπες σε κακόβουλη εφευρετικότητα…
Όλα άσχημα.
Λες και ο ζαχαρωμένος και όμορφος κόσμος μας γύρισε διά παντός τα μέσα έξω του. Και κρύφτηκε η “κούκλα” και φάνηκε η πανούκλα…
Τι να σκεφτείς λοιπόν, ώ εαυτέ, με τα μάτια κολλημένα στην ασχήμια σου;
Δηλαδή, την αδυναμία σου να προκαλέσεις λιγάκι ομορφιά μέσα σ΄ένα τοπίο που μαίνεται από φρίκη;
Τολμάς; Τολμάς, σ΄αυτά τα χάλια μέσα σου, έξω σου και γύρω σου να σκεφτείς μια “άποψη” και πολύ περισσότερο να την διατυπώσεις; Την ” αποψάρα” σου…; Τη “μεγαλειώδη γνωμάρα” σου…;
Κοιτιέσαι στον καθρέφτη, ώ εαυτέ, και, παραδέξου το, μένεις απαθής. Αμίλητος. Βλάκας.
Κι αν επιμένεις και ψάξεις πολύ, εκεί, μέσα στο νωθρό και ένοχο βλέμμα σου, μια φράση μόνο σου επιτρέπει το απολειφάδι της συνείδησης να δεις. Και να την πεις δίχως τύψεις:
“Βούλωσ’ το!”….
Τέτοιες μέρες λοιπόν αυτό λέω κάθε πρωί στον καθρέφτη…
Και -να το αποκαλύψω; Καθόλου δεν μετανιώνω γι’ αυτό.