Ένα από τα πιο δημοφιλή δόγματα, κοινός τόπος της μεταπολιτευτικής ελαφρότητας, είναι πως στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα.
Και όμως. Η χώρα αυτή έχει από καιρό εισέλθει σε ένα τέτοιο και με τα πόδια κολλημένα θαρρείς σε βούρκο αρνείται πεισματικά να κάνει βήμα.
Πομπώδης, «ασιανού ύφους» ρητορική άσκηση και επικίνδυνη ψυχικά και πνευματικά δραστηριότητα στον τόπο μας πια η πολιτική, σε μια συνεχή καθοδική πορεία που κάνει κάθε μας επιλογή χειρότερη της προηγούμενης, κάθε κυβέρνηση θλιβερότερη της προηγούμενης, κάθε Βουλή πιο άθλια από την προηγούμενη ενώ, την ίδια στιγμή, οι δυνάμεις της παρακμής παραμένουν κυρίαρχες.
Φυσικό, αφού οι μισοί Έλληνες θεωρούν το χθες χειρότερο από το σήμερα και οι άλλοι μισοί εκτιμούν το σήμερα ως χειρότερο από το αύριο, δίνοντας έτσι όλοι μαζί τη δύναμη να επιβιώνει ένα πολιτικό προσωπικό που έχει αποδείξει επανειλημμένως την ανικανότητά του με τρόπο οικτρό.
Ας το ομολογήσουμε λοιπόν χωρίς οργή, χωρίς φωνές, πως μετά από σαράντα χρόνια μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και μετά από πέντε χρόνια μνημονίου, κάθε προσπάθεια με στοιχεία πνευματικότητας στην πολιτική είναι ένα αφελές και άκαρπο παιχνίδι με τις λέξεις ενώπιον της πραγματικής, της ασυγκράτητης πολιτικής εξέλιξης που οδηγεί σε συνθήκες όλο και πιο πρωτόγονες, όλο και πιο μαζικές, όλο και πιο χυδαίες – είτε με αριστερό είτε με δεξιό πρόσημο, είτε με ιθαγενές είτε με ευρωπαϊκό προσωπείο.
Δεν απομένει λοιπόν παρά η αναγκαία απόφαση να διαχωρίσουμε διά παντός την πνευματική ζωή από την κομματική πολιτική αφήνοντας αυτήν να τραβήξει τον μοιραίο δρόμο της προς την καταστροφή ενόσω εμείς θα υψώνουμε τη χαρμόσυνη ανεξαρτησία της ζωής μας πάνω από τις συμφορές προσμένοντας αυτόν που θα κόψει τον γόρδιο δεσμό της Παρακμής διακηρύσσοντας πως υπάρχουν αδιέξοδα και σ’ ένα απ’ αυτά φτάσαμε.