Οι ελληνορωσικές σχέσεις βρέθηκαν τον τελευταίο καιρό πολύ κοντά στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Κυβέρνησης και των διεθνών δανειστών, όπως και της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης σχετικά με τις επιπτώσεις της νέας δανειακής σύμβασης στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Ένας αντικειμενικός παρατηρητής θα διαπιστώσει, ωστόσο, ότι το πολιτικό περιεχόμενο αυτής της επίμονης επικαιρότητας δεν έχει αποβεί προς όφελος της συνεργασίας μεταξύ Αθηνών και Μόσχας.
Η εκλογή της νέας Κυβέρνησης αναθέρμανε τις ρωσικές διαθέσεις έναντι της Ελλάδας.
Αλλά, η ρωσική πολιτική διακρινόταν από καθαρό ρεαλισμό.
Διευκρίνιζε σε όλους τους τόνους ότι ο κύριος όρος εποικοδομητικών εξελίξεων στις σχέσεις με την Ελλάδα ήταν ακριβώς η θέση της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προσδιορισμένη ασφαλώς από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και τους δύσκαμπτους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς και κανόνες.
Τους φιλόφρονες λόγους προς τη νέα ελληνική ηγεσία δεν καθοδήγησε ποτέ η απόπειρα να προσχωρήσει η Αθήνα σε μιαν άλλη στρατηγική, εναλλακτική του προσανατολισμού και της θέσης της στην ΕΕ.
Αντιθέτως, το «κοινό μυστικό» ήταν εξαρχής ότι η Ρωσία θα συζητούσε για τη βοήθεια προς την Ελλάδα μόνο μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές της.
Όλα τα προηγούμενα ήσαν απολύτως γνωστά και καμίαν «αποκάλυψη» δεν συνιστούν.
Για ποιο συνεπώς λόγο ορισμένα στελέχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας δεν θέλησαν να κατανοήσουν την υπεύθυνη ρωσική στάση είναι θέμα, το οποίο πρέπει να εξηγήσουν.
Πρόκειται για την αξιολόγηση των ταξικών χαρακτηριστικών της ευρωπαϊκής συνεργασίας, η οποία ίσως οδηγεί σε ένα άλλο σχέδιο για τη μορφή του κοινωνικού καθεστώτος;
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί κάποιος να μη παρατηρήσει ότι αυτό, το οποίο καθ’ όλη τη διάρκεια των εκτάκτων συνθηκών της ελληνικής οικονομικής κρίσης έκανε τους Ρώσους πρεσβευτές στην Αθήνα να παραπονούνται δεν ήταν ποτέ το ταξικό περιεχόμενο των ελληνικών ιδιωτικοποιήσεων, όσο ακριβώς το γεγονός ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι εξαιτίας τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απέτρεπαν τη ρωσική συμμετοχή σ’ αυτές.
Κακή υπηρεσία στη διεθνή θέση της χώρας προσέφεραν όσοι, ιδίως υπό το δριμύ καθεστώς των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους, περιέγραψαν τις ελληνορωσικές σχέσεις ως απειλή για την πορεία και τη συνοχή της ευρωπαϊκής συνεργασίας.
Όσοι άφησαν να εννοηθεί ότι ο δανεισμός από τη Ρωσία, χωρίς τους σκληρούς όρους της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου, θα αντιπροσώπευε σχεδόν ακόπως την ήττα ολόκληρης της συντηρητικής γερμανικής πολιτικής για την Ευρώπη.
Όσοι άφησαν να διαδοθεί σχεδόν συνωμοτικά ο υπαινιγμός ότι η ελληνορωσική ενεργειακή συνεργασία θα ήταν η αρχή του τέλους για τους παρόντες γεωπολιτικούς όρους στην Ευρώπη, η αρχή του τέλους για τη λιτότητα και τα μνημόνια στην Ελλάδα.
Όσοι πίστεψαν ότι με την προσφυγή στα ρωσικά κεφάλαια οι μεταρρυθμίσεις στο Κράτος και την οικονομία δεν θα ήσαν απαραίτητες και οι σκληρές δανειακές συμβάσεις θα μπορούσαν ευχερώς να ακυρωθούν.
Κακή υπηρεσία προσέφεραν όσοι θέλησαν να δουν τις ελληνορωσικές σχέσεις σαν μια δήθεν αυτόνομη από τον υπόλοιπο κόσμο ευκαιρία για να διασκεδαστούν τρέχουσες δυσκολίες ή να επιδειχθεί η ευφυΐα τους.
Η μεγάλη δύναμη των ελληνορωσικών σχέσεων είναι η κοινωνία των δύο χωρών, είναι η ευρωπαϊκή τους σημασία.
Αυτές τις δυνάμεις προσβάλλουν όσοι μεταχειρίζονται την ελληνορωσική φιλία με τον αμοραλισμό, ο οποίος μοιραίως εναπομένει σε πεποιθήσεις περαιωμένης αποστολής.
Οι ελληνορωσικές σχέσεις απαιτούν σοβαρότητα, ιδίως όταν η χώρα και ο κόσμος δοκιμάζονται τόσο σκληρά.