Εν αρχή ην ο Λόγος, αν και φαίνεται πως ο Ορθός Λόγος σπανίζει τις τελευταίες ημέρες.
Η χώρα βαδίζει σε ένα δημοψήφισμα, το οποίο εικάζεται ότι θα συνδράμει την απεμπλοκή των διαπραγματεύσεων και θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της ελληνικής πλευράς.
Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι μια έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας θα συνέβαλλε σε αυτό, δύο άλλοι ισχυρότατοι παράγοντες θα αποδυναμώσουν τη θέση της Ελλάδας την επόμενη ημέρα.
Ο πρώτος, είναι ο διχασμός του εκλογικού σώματος που διαφαίνεται ότι θα αποτυπωθεί στις κάλπες και θα δώσει την ευκαιρία στην απέναντι πλευρά να γνωρίζει τι ποσοστό του λαού στηρίζει την κυβερνητική επιλογή. Ο δεύτερος παράγοντας είναι ο χρόνος, που στις διαπραγματεύσεις ευνοεί την πλευρά που έχει το περιθώριο να περιμένει.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τις κλειστές τράπεζες, το στέρεμα των κρουνών ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, τις καθυστερήσεις στη μισθοδοσία και τη συνακόλουθη λαϊκή αγανάκτηση, ο ευνοούμενος είναι ευδιάκριτος.
«Ο χρόνος μου κι εγώ, κάνουμε για άλλους δυο», λέει ένα παλιό απόφθεγμα των έμπειρων διαπραγματευτών. Με αυτή την έννοια, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η εθνική αντιπροσωπεία έχει ισχυρότερη διαπραγματευτική ισχύ από τη Δευτέρα.
Μολαταύτα, το ερώτημα του δημοψηφίσματός είναι έτσι διατυπωμένο που δεν μπορεί πρακτικά να παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η έγκριση ή η απόρριψη του απλώς δεσμεύει ηθικά την κυβέρνηση να αποδεχτεί ή μη μια πρόταση των πιστωτών, που κατατέθηκε στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία.
Αντιθέτως, η λαϊκή ετυμηγορία εύκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι ή πρόσχημα και για τις δύο πλευρές και να τους προσδώσει αυξημένα περιθώρια ελιγμών.
Εξηγούμαι: σύμφωνα με το «γράμμα» του δημοψηφισματικού ερωτήματος η επικράτηση του «ΝΑΙ» θεωρητικά δεσμεύει την κυβέρνηση που θα αναλάβει την πιθανολογούμενη συνέχιση των διαπραγματεύσεων να αποδεχτεί την συγκεκριμένη πρόταση των πιστωτών, αλλά όχι και τους τελευταίους να διατηρήσουν την πρόταση τους στο τραπέζι.
Η επικράτηση του «ΟΧΙ» θα δεσμεύει την κυβέρνηση να μη δεχτεί την εν λόγω πρόταση (μολονότι θα μπορούσε να δεχτεί οποιαδήποτε άλλη), ενώ οι πιστωτές θα είχαν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλουν νέες προτάσεις ή και να μη το πράξουν.
Σε κάθε περίπτωση το δημοψήφισμα ελάχιστα δεσμεύει τα μέρη της διαπραγμάτευσης.
Ωστόσο, το ευτύχημα είναι πως κάθε πλευρά μπορεί να το ερμηνεύσει όπως νομίζει και να στρέψει τις εξελίξεις στην κατεύθυνση που επιθυμεί.
Τι σημαίνει αυτό; πως ο ελληνικός λαός οποιαδήποτε κι αν είναι η απόφαση του πρόκειται να παραδώσει στην ομάδα που -από Δευτέρα- θα αναλάβει τις διαπραγματεύσεις μια λευκή επιταγή. Αυτό που μένει να δούμε, είναι πως θα χρησιμοποιηθεί αυτή η άνευ περιορισμών εξουσιοδότηση στη συνέχεια.
Σε κάθε περίπτωση -και ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα- η 6η Ιουλίου 2015 θα βρει την Ελλάδα με έναν εξαιρετικά προβληματικό τραπεζικό τομέα (η εμπιστοσύνη προς τα πιστωτικά ιδρύματα μάλλον θα πάρει καιρό για να αποκατασταθεί) αλλά και μηδενική χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους, ενώ ο περιορισμός της ρευστότητας θα επιτείνει περεταίρω την ελληνική ύφεση. Με άλλα λόγια η χώρα μας θα βρίσκεται σε ακόμη δυσμενέστερη θέση στη διελκυστίνδα με τους δανειστές από ότι πριν το δημοψήφισμα.
Συγκεφαλαιώνοντας, δε θα διαφωνήσει κανείς ότι το δημοψήφισμα είναι η κορυφαία έκφραση της άμεσης δημοκρατίας και με αυτή την έννοια η επιλογή για τη διεξαγωγή του θα πρέπει να επαινεθεί. Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι αν η περιρρέουσα ατμόσφαιρά θα επιτρέψει την υλοποίηση της λαϊκής βούλησης, όπως αυτή θα εκφραστεί στις κάλπες.
Διαφορετικά το μοναδικό αποτέλεσμα θα είναι η ταπείνωση και ο διχασμός ενός ολόκληρου λαού επί ματαίω.
Από τη Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015 θα αρχίσουν και πάλι οι βρώμικοι χοροί στην πίστα της παγκοσμιοποίησης αναμεσά στη λαϊκή κυριαρχία και τις άκαμπτες δυνάμεις της οικονομικής ζωής. Μένει να θωρακιστούμε με ομόνοια και ομοψυχία, ώστε να αποτρέψουμε τον βιασμό της δημοκρατικής έκφρασης από τον Οικονομικό Μινώταυρο.
Σε αυτό το σκηνικό η ελληνική κυβέρνηση και ο λαός δε θα είναι πλέον υποχρεωμένοι να αναμετρηθούν μόνο με τους αδυσώπητους οικονομικούς καταναγκασμούς. Θα υποχρεωθούν -φεύ- να αναμετρηθούν με τις ψευδαισθήσεις τους.