Δεν νομίζω να ανήκουμε στην Ευρώπη της Λιτότητας και του Εκβιασμού των Δανειστών που εκπροσωπούν τύποι σαν αυτούς που παρελαύνουν καθημερινά από τα δελτία ειδήσεων.
Αυτή η Ευρώπη δεν μας ενδιαφέρει! Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ψυχή. Δεν έχει τίποτε άλλο, παρά βαρβαρικά σύμφωνα, πανάκριβα νομίσματα και εθελουσία υποδούλωση.
Την παρουσιάζουν ως «φυσιολογική» μετεξέλιξη της παλιάς ΕΟΚ (Συνθήκη Ρώμης του ’57) και της παλαιότερης Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (1951).
Ελάχιστη σχέση έχει αυτή η αρχική Ένωση με τη νεοφιλελεύθερη ψυχρή σύντηξη της Συνθήκης του Μάστριχτ (1992), που συνοδεύτηκε από τις… χρήσιμες τερατογενέσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (1997), της Στρατηγικής της Λισαβόνας, του Συμφώνου για το Ευρώ και του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας.
Με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και μετά το 1996, οριστικοποιήθηκε η απαγόρευση απευθείας δανεισμού του Δημοσίου κάθε κράτους-μέλους από τις κεντρικές τράπεζες.
Η ένταξη μιας χώρας όπως η Ελλάδα στην Ομοσπονδιακή Οικονομία που εξήγγειλε η ΟΝΕ, σήμαινε την εθελουσία υποδούλωση και την παράδοση ολόκληρου του δημοσιονομικού χαρτοφυλακίου μας σε μια ιογενή νεφελώδη οντότητα με ετερόκλητα συμφέροντα.
Μας είπαν τότε ότι μόνο έτσι θα γίνει η μικρή Ελλάδα ισχυρή: αν ενταχθεί στην ΟΝΕ και υιοθετήσει ένα ισχυρό νόμισμα έναντι του δολαρίου.
Άκουσον-άκουσον!! Το εθνικό νόμισμα υποτιμήθηκε μαζί με οτιδήποτε προερχόταν από τη χώρα μας και σήμερα διαπιστώνουμε ότι πολλοί έπαιξαν με (ίσως και να υποτίμησαν και) τη νοημοσύνη μας.
Οι ψιθυριστές έσπευσαν να διαδώσουν ότι οι πραγματικοί λόγοι ένταξής μας στην ΟΝΕ ήταν η… θωράκιση έναντι της γείτονος Τουρκίας. Οι επίσημοι προπαγανδιστές των ΜΜΕ ξελαρυγγιάστηκαν να μας πείσουν ότι ανήκουμε πλέον σε μία Ελλάδα ισχυρή, σε έναν, μοναδικό… «πυλώνα σταθερότητας στα Βαλκάνια και το ΝΑ τμήμα της Μεσογείου».
Κι όταν τελείωσαν οι πανηγυρισμοί και τα πυροτεχνήματα, αρχίσαμε σταδιακά να συνειδητοποιούμε ότι είχαμε πλέον ένα νόμισμα που τρεφόταν από υπέρμετρη αδικία και εκμετάλλευση.
Που διύλιζε την εργασία και την μετέτρεπε σε δουλεία. Που αντλούσε τη ζωογόνα δύναμη των εταίρων και τη μετέτρεπε σε μεταλλική, ψυχρή τροφή ενός αδηφάγου τέρατος, που – κατ’ επίνοιαν κατοικούσε κάπου στον Βορρά, γιατί στην πραγματικότητα – κατοικούσε στην κοιλιά των… αόρατων Αγορών, που δεν έχουν πατρίδα, διεύθυνση, καρδιά, μυαλό.
Η Ελλάδα και οι Έλληνες από μέλη ενός «ισχυρού πυλώνα» κατάλαβαν ότι ήταν ευτελή εξαρτηματάκια μιας ανατροφοδοτούμενης λιποβαρούς μηχανής που δεν ανεχόταν τα… φαντασματάκια του πληθωρισμού (γι’ αυτό και δήθεν αρνιόταν πεισματικά να κόψει χρήμα), ούτε τις δημόσιες κοινωνικές δαπάνες (εκτός αν επρόκειτο για τις υπεραναπτυγμένες χώρες της ευρωπαϊκής… οικογένειας).
Και τότε αρχίσαμε να θυμώνουμε. Ανεπαισθήτως είχαμε «ενταχθεί» στο πεπτικό σύστημα ενός αδηφάγου όντος, του οποίου το κεφάλι δεν είχε φυσική προέλευση και υπόσταση: ήταν… μεταφυσικού τύπου θρησκεία (;), ήταν οικονομικός γίγαντας; Δεν ξέραμε πού κατοικούσε, πώς το έλεγαν (..)
Ρωτούσαμε στα εθνικά μας κοινοβούλια και μας έδειχναν κάπου προς τις Βρυξέλλες.
Διαδηλώναμε στις πλατείες μας, την ώρα που οι κυβερνήσεις μας ψήφιζαν πρωτοφανή μέτρα λιτότητας εναντίον του λαού που (υποτίθεται πως) εκπροσωπούσαν.
Επειδή δεν καταλαβαίναμε για ποιό λόγο έπρεπε να καταστεί «βιώσιμο» το χρέος των τραπεζών και να λιμοκτονούμε εμείς, λαμβάναμε ως απάντηση το… εκπαιδευτικό χάδι των ΜΑΤ. Με ιδιαίτερη μέριμνα η προπαγάνδα όλων των χρωμάτων των ΜΜΕ διατυμπάνιζε ότι όλα γίνονται για το καλό μας.
Μας έπεισαν ακόμη και για το «αυτονόητο»: ότι όλα μας τα υπάρχοντα, ιδιωτικά και δημόσια έχουν υποθηκευθεί για κάποιους αιώνες. Και πάλι είπαμε βλακωδώς: ‘ντάξει μωρέ, αιώνες είναι, θα περάσουν».
Και τότε μας κούνησαν το δάχτυλο και μας μάλωσαν και μας είπαν απαίδευτους και κουρελήδες και σιχαμένους και απειθάρχητους και αγνώμονες.
Και τότε για πρώτη φορά αντιδράσαμε, διότι μια κυβέρνηση, που ακόμη δεν είχε πιστέψει ότι έγινε κυβέρνηση και που δεν είχε ιδέα από διακυβέρνηση, πρωτοτύπησε και άρχισε να διερμηνεύει στο πρωτότυπο την βούληση του ελληνικού λαού και να αρνείται πεισματικά την τιμωρία του Καθαρτηρίου.
Και τότε εμείς αναρωτηθήκαμε μήπως ήταν καλύτερα με τα κουρέλια «και το κεφάλι μας ήσυχο», τότε που ήμασταν υπόδουλοι.
Και ζητήσαμε μερικούς μήνες διορία, να πατήσουμε στα πόδια μας, να διευθετήσουμε τα του οίκου μας, να μαζέψουμε μερικά δισεκατομμύρια να πληρώσουμε τα διεθνή λαμόγια, αλλά ταυτόχρονα να δώσουμε ψωμάκι, παιδεία και υγεία στους συνανθρώπους μας.
Και τότε… ο γίγας που εκπροσωπεί τους εταίρους μας, ο βοεβόδας των Αγορών έγνεψε NEIN.
Δεν είχαμε δικαίωμα να ταΐσουμε τους πένητες, να γιατρέψουμε τους αρρώστους, να διδάξουμε στα σχολειά μας. Στη γλώσσα των Αγορών αυτά τα λένε… μονομερείς ενέργειες.
Εάν είναι μονομερής ενέργεια η αντιμετώπιση της ανθρώπινης πείνας, της δίψας, του πόνου, της ανάγκης για μάθηση, για επιβίωση• εάν η ανθρωπιά και ο ανθρωπισμός έχουν πάει ήδη στον ευρωπαϊκό καιάδα, τότε φοβούμαι ότι ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ δεν υπάρχει χώρος για το ανθρωπιστικό ευρωπαϊκό πνεύμα του Θερβάντες, του Γκαίτε, του Σαίξπηρ, του Δάντε, του Νίτσε, του Μότσαρτ, του Μικελάντζελο, του Ντα Βίντσι.
Δεν βρίσκω μία στάλα ζωντανού παλμού από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Δεν διακρίνονται πουθενά έστω ψήγματα Δημοκρατίας.
Η Επιστήμη κατήντησε να ταυτίζεται μόνο με την τεχνοεπιστήμη των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών.
Ούτως ή άλλως, μόνο τραβηγμένη από τα μαλλιά ήταν και η συνύπαρξη του μεγαλειώδους κλασικού με το ρομαντικό και τα άλλα κινήματα.
Μας είχαν πάρει τα αυτιά με τις μεγαλοστομίες περί δήθεν απαρχής της Ευρώπης στο 800 μ.Χ. και στον Καρλομάγνο.
Αντιδρούσαμε τότε, γιατί μας κακοφαινόταν που δεν υπήρχε πουθενά ο Όμηρος, ο Θουκυδίδης, ο Σοφοκλής, ο Αρχιμήδης, ο Ευκλείδης… ή ακόμη και το αλλοιωμένο imperium με τα ονόματα του Κικέρωνα, του Βιργίλιου, του Μάρκου Αυρήλιου. Μα ακόμη και ο Κάρολος ο Μέγας θα κοκκίνιζε μπροστά στον κατ’ εξακολούθησιν εκμαυλισμό των ηγητόρων της σημερινής Ευρώπης.
Θέλουμε άραγε να ανήκουμε σε αυτή την Ευρώπη των Δεσμοφυλάκων και των Δανειστών που θέλουν μια Ελλάδα διαρκώς στα τέσσερα;
Πόση διαπραγμάτευση να χωρέσει στο τραπέζι, όταν οι… εταίροι μας απορρίπτουν μετά βδελυγμίας νομοσχέδια για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης;
Μήπως να ξαναδούμε τα πράγματα από την αρχή; Μήπως άλλη Ευρώπη μας ταιριάζει και της ταιριάζουμε;
Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
Κι όλο τριγύρω ανηφόρι στα βουνά.
Μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν (Γ. Σεφέρης)
[..οι σκέψεις αυτές, την ημέρα που ανακαλύφθηκε ο τάφος του Θερβάντες].