Μετά τη συμφωνία-γέφυρα με τους Ευρωπαίους Εταίρους και λοιπούς δανειστές, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης είναι αναγκασμένο να αναζητήσει για το επόμενο τετράμηνο τους πόρους αποπληρωμής των δόσεων, που αφορούν ομολόγα και τόκους, προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, δίχως παράλληλα να πάρει μέτρα λιτότητας που θα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ασθμαίνουσα ελληνική κοινωνία.
Το πρωί της Πέμπτης, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γαβριήλ Σακελλαρίδης παραδέχτηκε ότι υπάρχει θέμα ρευστότητας στην ελληνική οικονομία, παρ’ όλα αυτά, όπως είπε, το πρόβλημα ήταν εξ αρχής γνωστό και γίνονται κινήσεις ώστε να αντιμετωπιστεί.
“Συζητάμε και νομοθετικά μέτρα, τα οποία θα διευκολύνουν την εισροή χρημάτων στο ελληνικό Δημόσιο, στα ελληνικά ταμεία αλλά σίγουρα αυτό είναι ένα ζήτημα, το οποίο αφορά και τους εταίρους μας. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν και δημοσιονομικά κενά και χρηματοδοτικά κενά και υπάρχουν και χρηματοδοτικές υποχρεώσεις της ελληνικής κυβέρνησης και αυτό είναι ένα ζήτημα, για το οποίο η ελληνική κυβέρνηση θα συνεργαστεί και με τους εταίρους αλλά και στο εσωτερικό της με νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα λάβει”, δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ποιες θα μπορούσαν να είναι άραγε αυτές οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα φέρουν ζεστό χρήμα στα ταμεία του κράτους, κλείνοντας τις “τρύπες” που αναμένεται να προκύψουν ακόμα και μέσα στον Απρίλιο, όπως πιστεύεται;
“And what about φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας;”, θα αναρωτιόταν κάποιος εύλογα.
Πράγματι, η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί στους καιρούς της κρίσης έναν από τους πιο ευνοημένους φορείς της χώρας μας στο πεδίο της φορολόγησης, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα… προκλητικά προνόμια έναντι της ελληνικής κοινωνίας.
Το θολό τοπίο αναφορικά με το μέγεθος του εκκλησιαστικού πλούτου εντείνεται από τη διαχρονική άρνηση της ίδιας της Αρχιεπισκοπής να δώσει στη δημοσιότητα συγκεκριμένα νούμερα και αριθμούς που αφορούν την κινητή και ακίνητη περιουσία της.
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με αναλογιστική μελέτη που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ το 2006, “η φοροαπαλλαγή της Εκκλησίας φτάνει στα 800 εκατ. ευρώ ετησίως, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 50% της χρηματοδότησης που χρειάζεται να λαμβάνει το ΙΚΑ κάθε χρόνο έως το 2025”!
Είναι λογικό πως στο άκουσμα του αιτήματος για φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, ένα αίτημα που σημειωτέον αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη δημοφιλία στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, κάποιοι ενδεχομένως να αντιδράσουν κάνοντας λόγο για “επίθεση σε παραδοσιακούς θεσμούς” και άλλα παρόμοια.
Κάπου εδώ αξίζει να αποσαφηνίσουμε πως η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν συνδέεται, και δεν πρέπει να συνδέεται, με τις όποιες μελλοντικές -ελπίζω βραχυπρόθεσμες- βλέψεις που αφορούν τον περιβόητο διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας.
Αντιθέτως, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μέτρο που θα εξυπηρετούσε τόσο το ίδιο το κράτος και το σύνολο των Ελλήνων πολιτών, όσο και την ικανοποίηση του αισθήματος απονομής δικαιοσύνης που ευαγγελίζεται η παρούσα κυβέρνηση, στις προγραμματικές δηλώσεις της οποίας κυριαρχούσαν κατά το πρόσφατο παρελθόν οι υποσχέσεις για φορολογική ελάφρυνση των μικρομεσαίων και οικονομική επιβάρυνση κοινωνικών στρωμάτων ή φορέων που δεν είχαν τα προηγούμενα χρόνια συνεισφορά αντίστοιχη των δυνατοτήτων τους.
Τις στιγμές που έγραφα αυτές τις γραμμές, έλαβα γνώση και των σχετικών δηλώσεων που έκανε ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάνης Βαρουφάκης στο Γαλλικό περιοδικό Charlie Hebdo.
Ερωτηθείς ο Έλληνας οικονομολόγος για την περίπτωση φορολόγησης της Εκκλησίας απάντησε τα εξής: “Είναι ακριβές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία θα μπορούσε να συνεισφέρει. Το πρόβλημα είναι πως η τεράστια περιουσία που κατέχει δεν της προσφέρει κάποιο υψηλό εισόδημα που θα μπορούσε να φορολογηθεί”. Θα αστειεύεται μάλλον ο κ. Βαρουφάκης…