Η Γερμανία χρειάζεται από 288.000 έως 368.000 ξένους νέους εργαζομένους κάθε χρόνο μέχρι το 2040 για να καλύψει τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού που προκαλεί η γήρανση του εγχώριου πληθυσμού, σύμφωνα με νέα έκθεση που είδε το φως της δημοσιότητας.
Πρόκειται ουσιαστικά για την ανάγκη παραγωγικού μεταναστευτικού κύματος εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης ανά έτος, η οποία αντιμετωπίζει ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια ιδιαίτερα μεγάλες προκλήσεις.
Το πιο αισιόδοξο σενάριο που δημοσιοποίησε ο ερευνητικός οργανισμός Bertelsmann Stiftung και παρουσίασε το Bloomberg, αφορά τις ανάγκες 288.000 εργαζόμενων μεταναστών το χρόνο με τον προϋπόθεση ότι θα αρχίσουν να δουλεύουν στη χώρα περισσότερες γυναίκες και μεγαλύτεροι σε ηλικία.
Εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε θα απαιτούνται κάθε χρόνο έως 368.000 εργαζόμενοι μετανάστες προκειμένου να μην αρχίσει να μειώνεται σημαντικά το εργατικό δυναμικό της χώρας και δεχτεί πλήγμα η ανάπτυξη, αναφέρει η έκθεση.
Η μέση καθαρή μετανάστευση στη Γερμανία για όλη τη δεκαετία έως το 2023 ανήλθε σε 600.000 άτομα.
Ο υψηλός αριθμός αυτός όμως περιλαμβάνει μεγάλες ετήσιες αυξήσεις στους εισερχόμενους μετανάστες λόγω των πολέμων σε Συρία και Ουκρανία.
Τη δεκαετία 2003-2013 ο μέσος αριθμός μεταναστών στη Γερμανία διαμορφωνόταν σε 136.000 το χρόνο σύμφωνα με υπολογισμούς που έκανε το Bloomberg με στοιχεία από τη στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας (Destatis).
Μετανάστευση και εκλογές
Τα νέα αυτά στοιχεία για τις ανάγκες σε εργαζόμενους μετανάστες δημοσιοποιούνται καθώς η Γερμανία οδεύει ολοταχώς προς πρόωρες εκλογές με τα θέματα της εργασίας και των μεταναστών να αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο στην ατζέντα των πολιτικών κομμάτων.
Πολλά κόμματα έχουν παρουσιάσει έντονα αντιμεταναστευτική ρητορική και έχουν δει τα ποσοστά τους να αυξάνονται.
Αυτό αποδίδεται από δημοσκόπους της χώρας στη μεγάλη αύξηση των εισροών μεταναστών που καταγράφηκε στη Γερμανία τα αμέσως προηγούμενα χρόνια.
«Η δημογραφική αλλαγή, η οποία θα δημιουργήσει μεγάλες προκλήσεις για τη αγορά εργασίας της Γερμανίας τα επόμενα χρόνια με τη συνταξιοδότηση των baby boomers (όσων έχουν γεννηθεί το διάστημα 1946-1964), απαιτεί επίσης μετανάστευση», ανέφερε η εμπειρογνώμονας σε θέματα μετανάστευσης του Bertelsmann Stiftung, Susanne Schultz.
«Φυσικά, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ανάπτυξη του δυναμικού εγχώριου εργατικού δυναμικού —τόσο των ντόπιων όσο και εκείνων που έχουν ήδη μεταναστεύσει— και στην αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας.
»Αλλά αυτό από μόνο του δεν θα είναι αρκετό για να καλύψει τη μελλοντική ζήτηση για εργασία μέχρι το 2040», προσέθεσε.
Το παράδειγμα των ιατρικών επαγγελμάτων
Οι ελλείψεις στα ιατρικά επαγγέλματα της Γερμανίας αποτελούν σημαντικό παράδειγμα για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα στον τομέα των εργατικών χεριών.
Την περίοδο 2023/2024 δεν μπόρεσαν να καλυφθούν από υποψήφιους με κατάλληλα προσόντα περίπου 47.400 θέσεις στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης της Γερμανίας, σύμφωνα με χωριστή έρευνα που παρουσίασε η Deutsche Welle.
Το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί από τις αυξημένες απαιτήσεις υγείας που έχει ένας πληθυσμός ο οποίος γερνά συνεχώς κατά μέσο όρο, με το Ινστιτούτο Robert Koch (RKI), να προβλέπει ότι το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω θα αυξηθεί από 21% σήμερα σε 29% 2030.
Η μελέτη έδειξε ότι η μεγαλύτερη έλλειψη ήταν αυτή των φυσιοθεραπευτών με σχεδόν 11.600 κενές θέσεις εργασίας.
Οι ελλείψεις για βοηθούς οδοντιάτρων προσδιορίζονταν σε 7.350 άτομα και σε άλλα 7.100 άτομα σε θέσεις για υγειονομικό και νοσηλευτικό προσωπικό, σύμφωνα με τη μελέτη.
«Η γήρανση του πληθυσμού οδηγεί σε αυξανόμενη ζήτηση για υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης.
»Αυτό αυξάνει την επιβάρυνση του υπάρχοντος ειδικευμένου εργατικού δυναμικού», σύμφωνα με τη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Κέντρο Ικανότητας για την Εξασφάλιση Εξειδικευμένης Εργασίας στο Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο (German Economic Institute -IW).
Πηγή: ΟΤ
Η σημασία του Ισλάμ στη Γερμανία έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό μετά την εργατική μετανάστευση στη δεκαετία του 1960 και πολλά κύματα πολιτικών προσφύγων από τη δεκαετία του 1970.
Σύμφωνα με αντιπροσωπευτική έρευνα, εκτιμάται ότι το 2019, υπήρχαν 5,3–5,6 εκατομμύρια μουσουλμάνοι με μεταναστευτικό υπόβαθρο στη Γερμανία (6,4–6,7% του πληθυσμού), επιπλέον ενός άγνωστου αριθμού μουσουλμάνων χωρίς μετανάστη φόντο.
Μια παρόμοια έρευνα το 2016 υπολόγισε έναν αριθμό 4,4–4,7 εκατομμυρίων μουσουλμάνων με μεταναστευτικό υπόβαθρο (5,4–5,7% του πληθυσμού) εκείνη την εποχή.
Μια παλαιότερη έρευνα το 2009 υπολόγισε έναν συνολικό αριθμό έως και 4,3 εκατομμυρίων μουσουλμάνων στη Γερμανία εκείνη την εποχή.
Υπάρχουν επίσης υψηλότερες εκτιμήσεις: σύμφωνα με τη Γερμανική Διάσκεψη του Ισλάμ, οι μουσουλμάνοι αντιπροσώπευαν το 7% του πληθυσμού στη Γερμανία το 2012.
Σε μια ακαδημαϊκή δημοσίευση του 2014, υπολογίστηκε ότι περίπου 20.000-100.000 Γερμανοί ασπάστηκαν το Ισλάμ, αριθμοί που είναι συγκρίσιμοι με αυτούς στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο to 2007.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 έως το 2016 υπήρξε κύμα μεταναστών στη Γερμανία από χώρες εκτός Ευρώπης.
Από τους 680.000 τακτικούς μετανάστες, οι 270.000 ήταν μουσουλμάνοι.
Επιπλέον, από τους 1.210.000 αιτούντες άσυλο κυρίως από τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, οι 900.000 ήταν μουσουλμάνοι (περίπου το 74%).
Από τους αιτούντες άσυλο, 580.000 αιτούντες εγκρίθηκαν και 320.000 απορρίφθηκαν ή αναμένεται να απορριφθούν.
Σύμφωνα με το Pew Research Center, παρόμοια πρότυπα μουσουλμανικής μετανάστευσης στη Γερμανία θα πρέπει να αναμένονται στο μέλλον και το ποσοστό του μουσουλμανικού πληθυσμού αναμένεται να αυξηθεί.
Το 2020 η Deutsche Islamkonferenz, με βάση μια μελέτη, υπολόγισε ότι μεταξύ 5,3 και 5,6 εκατομμύρια μουσουλμάνοι ζούσαν στη Γερμανία.
Όταν τον Ιούνιο του 2024 δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα της απογραφής του 2022 από την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας, έγινε φανερό ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν γνωρίζει πόσοι μουσουλμάνοι ζουν στη Γερμανία και πού βρίσκονται.