Τον τόπο επισκέπτονταν πολλοί. Περνούσαν βιαστικά τις πιο πολλές αίθουσες.
Πάνω στο χώμα μισοτελειωμένοι τοίχοι, στοιβάδες οι πέτρες. Σχήματα γεωμετρικά.
Εδώ η είσοδος με τα ίχνη από το σερνάμενο ξύλο της βαριάς πόρτας.
Η υποδοχή. Εκεί που γίνονταν οι καταθέσεις της προσδοκίας.
Μετά τα βοηθητικά δωμάτια.
Αυτά οι πιο πολλοί δεν τα λογάριαζαν. Καλά καλά δεν τα ξεχώριζαν.
Το σίγουρο είναι ότι όλοι βιάζονταν να μπουν στην ανακτορική αίθουσα. Στη μέση ένα πέτρινο κάθισμα. Ο θρόνος, έλεγε η ξεναγός.
Όλοι συνωθούνταν για τις απαραίτητες φωτογραφίες. Από μακριά μόνο.
Σε μια στιγμή που του φάνηκε ότι είχε απομακρυνθεί και ο τελευταίος επισκέπτης, βρήκε την ευκαιρία να πλησιάσει.
Διστακτικά μην τον δει κανένα μάτι παραμέρισε το σχοινί της απαγόρευσης και μπήκε στην ανακτορική αίθουσα.
Ήθελε να κάνει έναν κύκλο σπονδής, αλλά ο χρόνος δεν του χαριζόταν.
Στην αρχή, μέτρησε ένα δάχτυλο απο το πέτρινο κάθισμα.
Δίσταζε να το αγγίξει με το κορμί του. Ύστερα μισοκάθισε.
Το κάθισμα ήταν ζεστό. Κάποιος καθόταν εκεί πριν λίγο. Πώς δεν τον είχε δει; Κάποιος είχε κρατήσει ζεστό τον θρόνο με το σώμα του.
Ίσως και να είχε αποκοιμηθεί εκεί αποκαμωμένος από τις δεήσεις προστασίας.
Χρέος όσων είχαν τη χρεία του.
Μπορεί και να κρύφτηκε κάτω από την πέτρα του ανακτόρου να μην τον βρουν και του ζητούν ακρόαση κρούοντας την πόρτα στον τάφο του.
Και τώρα, σε αυτό το μικρό σπάραγμα του χρόνου, καθώς τα πλήθη των τουριστών απομακρύνονται κρατώντας το εισιτήριο στα χέρια τους, το όστρακο με το όνομά του, για λίγο μισοακουμπά το σώμα του ο άνακτας στον πετρωμένο θρόνο.
Και τον κρατά ζεστό. Ανθρώπινο. Λες και δεν είναι ο θρόνος αιώνιος, αλλά η δική του η ρημαγμένη φύση.