Πολύ θα ήθελαν οι γερμανοί εργοδότες να έκαναν την ερώτηση «Εμβολιαστήκατε κατά του κορωνοϊού;» στους εργαζομένους τους, αλλά θα έχουν άραγε το δικαίωμα από το νόμο; Από ότι φαίνεται, όχι.
Πέρασαν 578 ημέρες από τότε που τον Φεβρουάριο του 2020 εμφανίστηκε το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού στη Γερμανία.
Από τότε η χώρα και οι κάτοικοί της πέρασαν από μύρια κύματα. Από περιόδους αυστηρού εγκλεισμού μέχρι και την κατάργηση της μάσκας στους δημόσιους χώρους.
Στο μεταξύ εμφανίστηκαν τα εμβόλια που κανονικά θα πρέπει να κάνουν τη ζωή πιο εύκολη, πιο ακίνδυνη.
Πάνω από 60% των Γερμανών έχουν κάνει και τις δύο δόσεις, παρόλα αυτά η εμβολιαστική καμπάνια κάνει κοιλιά εδώ και μερικές εβδομάδες, ενώ την ίδια ώρα αυξάνονται και πάλι τα κρούσματα, αν εξαιρέσει κανείς τα χθεσινά, που σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρχει εφησυχασμός.
«Αντιπαραγωγική»
Υπό αυτές τις συνθήκες τίθεται το ερώτημα εάν ένας εργοδότης δικαιούται εκ του νόμου να ρωτά απασχολούμενό του για το εμβολιαστικό του καθεστώς. Επ΄αυτού υπάρχει νομική ασάφεια.
Το υπουργείο Εργασίας, σε σχέδιο διατάγματος για την προστασία των εργαζομένων στο χώρο εργασίας, που θα τεθεί υπό έγκριση στο αυριανό υπουργικό συμβούλιο, το αφήνει ανοιχτό, παρά το ότι οι εργοδότες ζήτησαν από τον αρμόδιο υπουργό να αναφέρεται σαφώς ότι έχουν το δικαίωμα να ρωτούν εάν οι εργαζόμενοι έχουν κάνει το εμβόλιο.
Και όπως αναφέρει η εφημερίδα die Welt οι εργοδότες έχουν θυμώσει.
Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Ένωσης Εργοδοτών Ράινερ Ντούλγκερ κάλεσε την κυβέρνηση «να πάψει να προκαλεί σύγχυση. Οι επιχειρήσεις» τόνισε «χρειάζονται σαφή τοποθέτηση ότι επιτρέπεται να ρωτούν σχετικά τους εργαζομένους για να μπορούν να παίρνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της υγείας τους, κάτι που δεν διασφαλίζεται στο νέο κανονισμό».
Ο Ντούλγκερ χαρακτήρισε τη στάση του υπουργείου αντιπαραγωγική.
«Δεν δημιουργεί τις συνθήκες σαφήνειας που χρειάζεται μια μονάδα παραγωγής».
Την ίδια άποψη πρεσβεύει και ο Πεερ Μίχαελ Ντικ, πρόεδρος της Ένωσης Εργοδοτών Südwestmetall.
Για να τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία θα πρέπει όλοι οι κλάδοι να ρωτούν τους απασχολούμενούς τους για το εμβολιαστικό καθεστώς τους.
Είναι παράλογο από τη μια οι εργοδότες να δίνουν μέχρι τώρα δωρεάν τεστ, αλλά από την άλλη να μην μπορούν να ρωτούν εάν έχουν εμβολιαστεί οι εργαζόμενοί τους.
Υπουργός Υγείας κατά υπουργού Εργασίας
Η οικονομία έχει στο πλευρό της τον Γκρέγκορ Τίζινγκ, καθηγητή Εργατικού Δικαίου στη Βόννη.
Υποστηρίζει ότι η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει δράση «στο έννομο συμφέρον της εργοδοσίας και των εργαζομένων να γνωρίζουν πόσο υψηλός είναι ο κίνδυνος να μολυνθούν», όπως είπε στη Welt.
«Όποιος μπορεί να εκτιμήσει τον κίνδυνο μόλυνσης, μπορεί να καταπολεμήσει καλύτερα το μέγεθος κινδύνου και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα.
»Αυτή θα πρέπει να είναι η γενική γραμμή πλεύσης για την καταπολέμηση της πανδημίας».
Ο νομικός αποκαλεί μάλιστα το σχέδιο υπουργικού διατάγματος «άτολμο και ακατανόητο», διότι δεν δημιουργεί σαφήνεια, αλλά παραπέμπει στο νόμο προστασίας από λοιμώξεις και στα διατάγματα των κρατιδίων, που όμως δεν επαρκούν.
Ο Τίζινγκ έκανε παραλληλισμούς με χώρες του εξωτερικού, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, οι οποίες «σταδιακά εφαρμόζουν υποχρεωτικούς εμβολιασμούς σε κατηγορίες επαγγελμάτων».
Το θέμα απασχόλησε τη χθεσινοβραδινή τηλεοπτική εκπομπή «Σκληρό αλλά Δίκαιο» (Hart aber Fair) στο πρώτο δημόσιο κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης ARD.
Το ερώτημα τέθηκε στον Γενς Σπαν, υπουργό Υγείας, ο οποίος άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί νομιμοποιητική βάση στην ερώτηση για το εμβολιαστικό καθεστώς των εργαζομένων.
«Υπάρχει ωστόσο δίλημμα, για το εάν θα πρέπει να αλλάξει ο νόμος ώστε να μπορούν οι εργοδότες να θέτουν το ερώτημα τους επόμενους 6 μήνες, όπως γίνεται και στα εστιατόρια» περιέγραψε την κατάσταση.
Στην ερώτηση για τα ποια είναι η δική του άποψη ο Σπαν απάντησε:
«Τείνω περισσότερο στο ναι, γιατί όταν όλοι που κάθονται σε ένα μεγάλο γραφείο είναι εμβολιασμένοι, τηρεί άλλη τακτική από το εάν είναι εμβολιασμένοι το 50%».
Ο κατεξοχήν αρμόδιος υπουργός Εργασίας Χουμπέρτους Χάιλ διατηρεί ενδοιασμούς νομικού τύπου.
Μιλώντας στο ραδιόφωνο rbb αναρωτήθηκε σε ποια νομική βάση θα μπορούσε να στηριχτεί ένας τέτοιος κανονισμός, «διότι το δίκαιο προστασίας των εργαζομένων δεν προβλέπει τέτοια ρύθμιση, συμβατή με τα δικαιώματα στην προσωπικότητα».