Την 1η Σεπτεμβρίου 2004, η μικρή πόλη του Μπεσλάν στη Βόρεια Οσετία στο νότο της Ρωσίας, έγινε παγκοσμίως γνωστή εξ αιτίας ενός από τα πιο σκληρά και κυνικά εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία.
Μια ομάδα τρομοκρατών κατέλαβε τις εγκαταστάσεις του τοπικού σχολείου στη διάρκεια της καθιερωμένης τελετής έναρξης της σχολικής χρονιάς.
Τα θύματα της τρομερής τρομοκρατικής επίθεσης που συγκλόνισε την ανθρωπότητα ήταν τριακόσια τριάντα τρία άτομα. Αυτό το γεγονός άλλαξε τη ζωή του καθενός στην πόλη για πάντα.
Ποια ήταν η πορεία των μελών της σχολικής κοινότητας που επέζησαν από τα τραγικά γεγονότα; Πως προχώρησε η ζωή τους μετά από 10 χρόνια;
Από τότε,όπως σημειώνει το Rbth – Η Σύγχρονη Ρωσία, το σχολικό έτος στο Μπεσλάν, ποτέ δεν αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου.
Τα παιδιά αρχίζουν τα μαθήματα στις 5 του μηνός.
Όμως, υπάρχει ένας άνθρωπος ο οποίος νωρίς το πρωΐ, την πρώτη ημέρα του φθινοπώρου κάθε χρόνο, πηγαίνει στο σχολείο.
Η Ρίτα Σιντακόβα, ντυμένη πένθιμα, διανύει με αργά βήματα το γνωστό δρόμο, ακολουθεί την ίδια διαδρομή που έτρεχε για να πάει με χαρά στο σχολείο η κόρη της.
Πηγαίνει στο κατεστραμμένο από τις εκρήξεις και την πυρκαγιά γυμναστήριο του σχολείου. Εκεί, μπορεί να σταθεί και ολόκληρη την ημέρα, ακόμα και για δύο μερόνυχτα, χωρίς τροφή και νερό, όπως και η εννιάχρονη κόρη της, που έζησε εδώ με την απειλή των αυτομάτων τις τελευταίες ώρες της ζωής της.
«Η Άλοτσκα, ήταν το μονάκριβο παιδί μου, την ανέτρεφα μόνη μου. Το πρωί την ετοίμαζα για το σχολείο και μετά πήγαινα στη δουλειά μου. Θυμάμαι καλά εκείνη την ημέρα. Καθόμουν στο γραφείο και ξαφνικά ανατρίχιασα και κοίταξα ασυναίσθητα το ρολόι. Η ώρα ήταν 9:15. Όπως αποδείχθηκε, ήταν αυτή ακριβώς η στιγμή που στην αυλή του σχολείου ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Και μετά από δέκα λεπτά, χτύπησε το τηλέφωνο: «Γιατί είσαι ακόμα εκεί; Τρέξε στο σχολείο. Το κατέλαβαν (τρομοκράτες)!», διηγείται η Ρίτα Σιντακόβα.
Ο χρόνος που κυλούσε φαινόταν ατέλειωτος.
Η αγωνία είχε φτάσει στο «κόκκινο».
Και στις 3 Σεπτεμβρίου, ύστερα από δύο εκρήξεις στο εσωτερικό του σχολείου, ξεκίνησε η έφοδος ανακατάληψης του κτηρίου από τις ειδικές δυνάμεις.
Μερικοί όμηροι κατάφεραν να απομακρυνθούν και να διαφύγουν ζωντανοί.
Ωστόσο, πολλοί παρέμειναν μέσα.
Την μικρή Άλοτσκα την κήδεψαν στην «Πόλη των Αγγέλων».
Έτσι ονομάζεται το τμήμα του νεκροταφείου στο Μπεσλάν, που αναπαύονται για πάντα τα θύματα της φρικτής τρομοκρατικής επίθεσης.
«Σας ευχαριστώ πολύ που μοιράζεστε τη θλίψη μας. Η καλή στάση και η ειλικρινής στήριξη των ανθρώπων από όλο τον κόσμο μας δίνει δύναμη και ανακουφίζει τον πόνο μας. Μας κάνετε πιο δυνατούς», λέει η συνομιλήτρια μου.
Αυτές τις μέρες του Σεπτεμβρίου παραμένουν αξέχαστες για όλους εκείνους που επέζησαν από τη φοβερή τραγωδία.
Οι πρώην όμηροι έρχονται στο χώρο, απ’ τον οποίο βγήκαν ζωντανοί, για να τιμήσουν τη μνήμη εκείνων που δεν μπορούσαν να διαφύγουν.
Μεταξύ αυτών, η 25χρονη Μαντίνα Τοκάγιεβα.
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης ήταν 15 ετών.
«Η κατάσταση ήταν τρομακτική, φρικτή. Οι όμηροι ήταν καθισμένοι στο πάτωμα του γυμναστηρίου, το οποίο είχαν «καλωδιώσει» περιμετρικά οι ένοπλοι τρομοκράτες. Μας έλεγαν ότι όλοι πρόκειται να πεθάνουμε σύντομα. Ήταν τόσο πολύ στενάχωρα και αποπνικτικά, που ήταν αδύνατο ακόμη και τα πόδια μας να τεντώσουμε. Αλλά και μέσα σε αυτή την ακραία κατάσταση, καταφέραμε να κοιμηθούμε”.
Η Μαντίνα, υπέστη πολλαπλά τραύματα στην έκρηξη. Το πιο σημαντικό, στο κεφάλι.
Τους τραυματίες που έφεραν βαρύτερα τραύματα τους μετέφεραν στα ομοσπονδιακά Ιατρικά Κέντρα.
Η Μαντίνα και άλλοι 11 μαθητές που είχαν τραυματιστεί πιο σοβαρά μεταφέρθηκαν με στρατιωτικό αεροπλάνο στο Ροστόφ, στο Περιφερειακό Νοσοκομείο Παίδων.
Εκεί, υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο, στην οποία αφαιρέθηκε το θραύσμα. Έγιναν τεράστιες προσπάθειες των γιατρών για να μπορέσει το κορίτσι να αναρρώσει.
Μετά το Ροστόφ, ακολούθησε θεραπεία αποκατάστασης στο εξωτερικό.
«Τώρα είμαι παντρεμένη. Ο γιός μου είναι τεσσάρων μηνών. Η ζωή συνεχίζεται, ανεξάρτητα από τα γεγονότα…», λέει η πρώην όμηρος.
Ο Αλάν Κούλοφ, είναι σχεδόν 22 χρονών.
Σήμερα είναι φοιτητής στο πέμπτο έτος της Ιατρικής Ακαδημίας.
Τα τελευταία 10 χρόνια, ο νεαρός άνδρας ζει για τον εαυτό του και για το μικρότερο αδελφό του, τον Ολέγκ, ο οποίος παρέμεινε για πάντα οκτώ χρονών.
Τη 3η Σεπτεμβρίου 2004, ο Αλάν επέζησε ως εκ θαύματος μετά τον τραυματισμό του. Ένα μεταλλικό θραύσμα τον χτύπησε στο κεφάλι, ένα δεύτερο κόλλησε στο πίσω μέρος της σπονδυλικής στήλης. Το πρώτο χρόνο, τον πέρασε στα νοσοκομεία, στη συνέχεια του προσδιόρισαν ποσοστό αναπηρίας. Αλλά χάρη στη βοήθεια των γιατρών και την επιμονή του παλικαριού, τώρα έχει επανέλθει.
«Αυτά που συνέβησαν εκείνη την ημέρα, φυσικά, έχουν αφήσει το σημάδι τους. Όταν ήρθε η ώρα να επιλέξει το μελλοντικό του επάγγελμα, ο γιός μου είπε: Θέλω να σώζω ανθρώπους! Στην αρχή σκέφτηκε για να καταταγεί στις ειδικές δυνάμεις, αλλά η υγεία του δεν το επέτρεπε και στη συνέχεια, αποφάσισε να πάει στην ιατρική. Τώρα είναι φοιτητής της οδοντιατρικής και ο προστάτης της οικογένειας», λέει η Ζάνα Κούλοβα, μητέρα του Αλάν.
Οι γυναίκες που έχασαν τα παιδιά τους, ενώθηκαν και οργάνωσαν την Επιτροπή: «Οι Μητέρες του Μπεσλάν».
Η Ρίτα Σιντακόβα βρήκε μέσα από τις κοινωνικές δραστηριότητες τη δύναμη να δώσει περαιτέρω νόημα στη ζωή της. Από τότε ζει μόνη.
Δεν σκέφτηκε καν να προσπαθήσει να γεννήσει ένα ακόμα παιδί, όπως έκαναν πολλές άλλες οικογένειες.
«Ένας από τους κύριους στόχους μας είναι η κοινωνική βοήθεια και η αποκατάσταση των θυμάτων, καθώς και η διαιώνιση της μνήμης των θυμάτων. Και ακόμα, θέλουμε να τιμωρηθούν όλοι όσοι ευθύνονται για την τρομοκρατική επίθεση. Αυτούς που άφησαν τους τρομοκράτες να καταφέρουν να διεισδύσουν στο Μπεσλάν και στο σχολικό συγκρότημα. Αλλά ακόμα και ο τρόπος που έγινε η έφοδος των ρωσικών δυνάμεων ασφαλείας, εγείρει επίσης πολλά ερωτήματα», λέει η Ρίτα Σιντακόβα.
Κάθε χρόνο την 1η Σεπτεμβρίου στις 9.15 το πρωΐ στο Μπεσλάν, ανεβαίνουν προς τον ουρανό μπαλόνια.
Είναι αυτή ακριβώς η χρονική στιγμή που έπεσαν στο προαύλιο του σχολείου οι πρώτοι πυροβολισμοί και οι τρομαγμένοι μαθητές χαλάρωσαν ασυναίσθητα τις παλάμες τους, απελευθερώνοντας τα εορταστικά μπαλόνια στον ουρανό.
Τη 3η Σεπτεμβρίου στην «Πόλη των Αγγέλων», υπό το μονότονο ήχο του μετρονόμου, ακούγονται 333 όνομα.
Ο ίδιος αριθμός λευκών μπαλονιών αφήνεται να πετάξουν προς τον ουρανό και πάλι, συμβολίζοντας τις ψυχές των αθώων παιδιών…