Η 40χρονη Μισέλ Λάιονς έχει παρακολουθήσει 300 εκτελέσεις, αρχικά ως ρεπόρτερ σε τοπική εφημερίδα του Τέξας και στη συνέχεια ως εκπρόσωπος του Τμήματος Ποινικής Δικαιοσύνης της αμερικανικής πολιτείας.
Ήταν μόλις 22 ετών όταν παρακολούθησε την πρώτη εκτέλεση θανατοποινίτη.
Αφότου είδε τον Χαβιέ Κρουζ να πεθαίνει, έγραψε στο ημερολόγιό της:
«Ήμουν τελείως εντάξει. Υποτίθεται πως πρέπει να είμαι αναστατωμένη;».
Όπως σημειώνει το BBC, η Λάιονς θεωρούσε πως ήταν καλύτερα να κρατήσει τη συμπόνοιά της για άλλους, όπως για τους δύο ηλικιωμένους που ο Κρουζ χτύπησε με ένα σφυρί μέχρι θανάτου.
«Το να παρακολουθώ τις εκτελέσεις ήταν απλώς μέρος της δουλειάς μου», αναφέρει η γυναίκα, η οποία έγραψε και ένα σχετικό βιβλίο, με τίτλο «Death Row: The Final Minutes», που μόλις κυκλοφόρησε.
«Ήμουν υπέρ της θανατικής ποινή, πίστευα ότι ήταν η πιο κατάλληλη τιμωρία για ορισμένα εγκλήματα. […] Αν είχα αρχίσει να εξετάζω πώς με έκαναν να αισθάνομαι οι εκτελέσεις ενώ τις έβλεπα, αν βασιζόμουν στα συναισθήματα, πώς θα ήμουν σε θέση να επιστρέψω σε αυτό το δωμάτιο, τον έναν μήνα μετά τον άλλον, τον έναν χρόνο μετά τον άλλον;», τονίζει.
Από το 1924, κάθε εκτέλεση στην πολιτεία του Τέξας πραγματοποιείται στη μικρή πόλη Χάντσβιλ.
Υπάρχουν επτά φυλακές στο Χάντσβιλ, σε μία από τις οποίες βρίσκεται και ο «θάλαμος του θανάτου».
Το 1972, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέστειλε τη θανατική ποινή με το σκεπτικό ότι ήταν μια σκληρή και ασυνήθιστη τιμωρία, αλλά μέσα σε μερικούς μήνες κάποιες πολιτείες άρχισαν να ξαναγράφουν τη νομοθεσία τους για να την επαναφέρουν.
Το Τέξας την επανέφερε σε λιγότερο από δύο χρόνια και στη συνέχεια υιοθέτησε τη θανατηφόρο ένεση ως νέο μέσο εκτέλεσης.
Το 2000, το Τέξας πραγματοποίησε 40 εκτελέσεις θανατοποινιτών, σχεδόν όσες έγιναν στις υπόλοιπες πολιτείες συνολικά.
Ήταν επίσης μεγαλύτερος αριθμός εκτελέσεων που έχει διεξαχθεί σε ένα μόνο έτος σε οποιαδήποτε αμερικανική πολιτεία.
Η Λάιονς, ως ρεπόρτερ για την εφημερίδα The Huntsville Item, παρακολούθησε τις 38.
Όμως η απάθεια με την οποία περιέγραφε τα περιστατικά στο ημερολόγιό της, αποδείχθηκε πως ήταν απλώς ένας βραχυπρόθεσμος μηχανισμός διαχείρισης της κατάστασης.
«Όταν κοιτάω τώρα τις σημειώσεις μου για τις εκτελέσεις, μπορώ να δω ότι με ενοχλούσαν.
»Αλλά όποιες αμφιβολίες και αν είχα, τις έχωνα σε μια βαλίτσα στο μυαλό μου, την οποία έσπρωχνα σε μια γωνία.
»Το μούδιασμα ήταν εκείνο με προστάτεψε και μου επέτρεψε να συνεχίσω», δηλώνει η ίδια.
Διαβάζοντας αυτές τις πρώτες σημειώσεις, οι κοινότοπες λεπτομέρειες είναι εκείνες που κάνουν περισσότερο εντύπωση: Ο Carl Heiselbetz Jr, ο οποίος δολοφόνησε μία μητέρα και την κόρη της, φορούσε ακόμη τα γυαλιά του όταν τον μετέφεραν στο φορείο.
Η Betty Lou Beets, η οποία έθαβε τους συζύγους στον κήπο της σαν να ήταν νεκρά κατοικίδια, είχε πολύ μικρές πατούσες.
Ο Thomas Mason, ο οποίος δολοφόνησε τη μητέρα και τη γιαγιά της συζύγου του, έμοιαζε με τον παππού της Lyons.
«Το να παρακολουθείς τις τελευταίες στιγμές της ζωής κάποιου και την ψυχή τους που αφήνει το σώμα τους, ποτέ δεν γίνεται αδιάφορο ή φυσιολογικό.
»Αλλά το Τέξας εκτελούσε τους παραβάτες με τέτοια συχνότητα που το είχε τελειοποιήσει και είχε αφαιρέσει τους θεατρινισμούς».
Όταν η Λάιονς άρχισε να εργάζεται για το Τμήμα Ποινικής Δικαιοσύνης, τα καθήκοντά της έγιναν πιο σημαντικά.
Πλέον, δεν ενημέρωνε μόνο τους πολίτες του Χάντσβιλ, αλλά όλες τις ΗΠΑ για το τι γινόταν μέσα στον θάλαμο εκτελέσεων του Τέξας.
Η ίδια περιέγραφε τη διαδικασία σαν να παρακολουθούσε κάποιον που έπεφτε για ύπνο -αυτή η περιγραφή όμως ήταν μεγάλη απογοήτευση για τους συγγενείς και φίλους των θυμάτων, που περίμεναν κάτι πιο παραστατικό.
Επίσης, έπρεπε να αναμεταδώσει τις απελπισμένες εκκλήσεις για συγχώρεση, τις αγωνιώδεις απολογίες και τους ισχυρισμούς της αθωότητας, καθώς και τα βιβλικά αποσπάσματα, τα αποσπάσματα από ροκ τραγούδια, ακόμη και τους περιστασιακούς αστεϊσμούς που έλεγαν οι θανατοποινίτες (λ.χ, το 2000, ο Μπίλι Χιούζ πριν την εκτέλεση είπε «αν πληρώνω το χρέος μου προς την κοινωνία, μου οφείλουν έκπτωση και επιστροφή χρημάτων!»).
Σπάνια η Λάιονς άκουγε θυμό και μόνο μια φορά άκουσε έναν θανατοποινίτη να κλαίει με λυγμούς.
Άκουγε όμως τον ήχο των τελευταίων αναπνοών των θανατοποινιτών -βήχα, κοφτή ανάσα ή ρόγχο- καθώς τα φάρμακα έκαναν τη δουλειά τους και προκαλούσαν την κατάρρευση των πνευμόνων. Και όταν πέθαιναν, τους κοίταζε καθώς το δέρμα τους γινόταν μοβ.
Κατά καιρούς, η Αμερικανίδα λάμβανε γράμματα και emails από ανθρώπους σε όλο τον κόσμο που καταδίκαζαν τη συμμετοχή της στους «φόνους με κρατική χορηγία».
«Σχεδόν όλος ο κόσμος πέρα από την Αμερική θεωρούσε ότι ήταν παράξενο που εξακολουθούσαμε να εφαρμόζουμε τη θανατική ποινή. Οι Ευρωπαίοι δημοσιογράφοι συχνά χρησιμοποιούσαν τη λέξη “δολοφονία” αντί για “εκτέλεση”. Θεωρούσαν ότι δολοφονούσαμε ανθρώπους», αναφέρει η ίδια.
Η στάση της άρχισε να αλλάζει όταν έμεινε έγκυος το 2004. Ανησυχούσε για το τι μπορεί να άκουγε το έμβρυο στην κοιλιά της, όταν η ίδια παρακολουθούσε μία εκτέλεση.
«Όταν γέννησα την κόρη μου, έτρεμα τις εκτελέσεις. […] Είχα ένα μωρό στο σπίτι για το οποίο θα έκανα τα πάντα και αυτές οι μητέρες παρακολουθούσαν τα μωρά τους να πεθαίνουν. [..] Στεκόμουν στο δωμάτιο παρακολούθησης και σκεφτόμουν: “Δεν υπάρχουν νικητές, όλοι την έχουν πατήσει”. Οι εκτελέσεις ήταν απλώς άσχημες καταστάσεις από κάθε άποψη, και έπρεπε να παρακολουθώ όλη αυτή τη θλίψη ξανά και ξανά».
Το 2012 τελικά σταμάτησε τη συγκεκριμένη δουλειά.
«Νόμιζα ότι το να είμαι μακριά από το σύστημα των φυλακών θα με έκανε να σκέφτομαι λιγότερο τα πράγματα που είχα δει αλλά έγινε ακριβώς το αντίθετο.
»Τα σκεφτόμουν όλη την ώρα. Ήταν σαν να είχα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας και δεν μπορούσα να το ξανακλείσω», σημειώνει.
Πάντως η ίδια παραμένει υπέρ της θανατικής ποινής, τουλάχιστον για τα πιο στυγερά εγκλήματα, αν και παραδέχεται ότι το Τέξας χρησιμοποιεί συχνά τη συγκεκριμένη ποινή.